ADS

click to open

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Makrino Taxidi.. Part III

Τα χρόνια που πέρασαν.
Λένε πώς τα χρόνια που πέρασαν δεν γυρίζουν πίσω.
Κι όμως γυρίζουν!
Γυρίζουν μέσα από τις αναμνήσεις μας, που δεν εξαϋλώνονται απλά καταχωνιάζονται, και τις ανασύρουμε κάθε φορά, όταν έχουμε ανάγκη να «γεμίσουμε» από το παρελθόν μας. Τα χρόνια που πέρασαν και οι στιγμές που ζήσαμε ποτέ δεν χάνονται, τις κουβαλάμε πάντα μέσα στις ψυχές μας σαν κρυμμένους θησαυρούς.
Αχτίδες θύμησης όπως το φως του ήλιου, ξεπηδούν ξαφνικά από τα σκοτάδια της μνήμης του, εκτυφλωτικές, επιθετικές, κυνηγούν να προβάλλουν ότι κρύβεται μέσα της.
Αγναντεύει μέσα στην ομίχλη του χρόνου το μικρό χωριό του.
Το χωριό στη μνήμη του, όπως συμβαίνει και στη μνήμη των περισσότερων, είναι συνδεδεμένο με το καλοκαίρι, τόσο μάλιστα που όπου κι αν βρίσκεται την εποχή αυτή “νιώθει” έντονη τη μυρωδιά του θερισμένου σιταριού, “βλέπει” τις θημωνιές στ’ αλώνια, “ανεβαίνει” κάτω από τον καυτό ήλιο στη σβάρνα και οδηγεί τα ιδρωμένα από το λιοπύρι και τον κάματο άλογα στο αλώνισμα.
Με τα μάτια μισόκλειστα αισθάνεται μερικές φορές τον εαυτό του δύτη σε σμαραγδένια νερά λουσμένα στα χρυσάφια της αυγής, ....................μικρά κύματα και θαλασσινός αέρας γεμάτος δαντέλες αφρών......... και γλαροπούλια εισχωρούν ως μέσα στην ψυχή του και την ξεπλένουν...  αφήνοντας μια αίσθηση φρεσκάδας, που το άρωμά της τυλίγει το δέρμα του........
Οι τόποι του χωριού του είναι ένα κομμάτι του εαυτού του, και οι μνήμες ομφάλιος λώρος να τον συνδέει με τα μέρη των παιδικών του χρόνων.
Χωριό του στη γειρτή πλαγιά......., σημείωμα της  άδολης πρώτης αγάπης......., πλατάνια, κυπαρίσσια κι αγριολούλουδα......., θάμνοι που πτερυγίζουν οι μέλισσες...... και άνεμο-δαρμένοι βράχοι, θεόρατοι με ένα λευκό στις βαθιές ρυτίδες τους που άφησε ο αδυσώπητος χρόνος στη λυσσαλέα περιφορά του οργισμένου βοριά. Και πέρα μακριά στο διάφανο σαν ακουαρέλα.......... μια γραμμή στο ίσιο χάραγμα........., εκεί που η θάλασσα τον ουρανό φιλούσε, στο βάθος του ορίζοντα με τ' απαλό της κύμα.........,  και πάνω στην υγρασία της, λευκός καπνός έφτιαξε τα δακτυλίδια του......... Στις πλαγιές θυμάρια, φασκομηλιές και ρίγανες, μυρουδιές ευλογημένες κατρακυλούν μες στα σπαρτά σαν σκέψεις ανεκπλήρωτες, όπως ο άνεμος που σμίλευε στις πέτρες τα σχήματα των άγονων περιπλανήσεων του.
Τότε που, «κουτσούβελα» με κοντά παντελόνια και γρατζουνισμένα γόνατα τρέχουν στις αλάνες και τους δρόμους του χωριού................, με σφεντόνες και λερωμένα δάκρυα, όταν ο ήλιος στέγνωνε την αλμύρα τους. Τρεχαλητά και φωνές. Κυνηγητά και παιχνίδια, ομορφιές και συντροφικότητα. Μυθολογία των αναμνήσεων, γίγαντες και τιτάνες. Όλα της φύσης τα χρώματα είναι ζεστά. Δένονται με τους απανωτούς ήχους των ανέμων στους βράχους........, δένονται με τις μυρωδιές και με τους ήχους της καρδιάς τους. Κι όταν ο θόρυβος κοπάσει, και ο ήλιος σαν μεστωμένο πορτοκάλι, βουτάει στου Κούνου την πλάτη  μαζί του χάνονται και τα χρώματα, πέφτει το σούρουπο με ασημένιες σκιές και τα παιδιά πασχίζουν να μαντέψουν από πού θα ξεπροβάλει η σελήνη. Ανέμελη ζωή, με δίχως πάθη, με πολλά οράματα, να δείχνουν της πρώτης αγάπης τα φτεροκοπήματα.
Σπουδές, οικογένεια, παιδιά, επιτυχία. Ζωή, έρωτας, βιοπάλη, θάνατος, όλα μαζί δένονται στη ψυχή τους και γίνονται ποίημα
............................Ακόμα θυμάται την πρώτη μέρα που πήγε στο νέο του σχολείο, την αγωνία και την ανασφάλεια που ένιωθε. Έφερε στο νου εκείνο το πρωινό στις αρχές του φθινοπώρου με τις πρώτες ελαφρές ψυχρές πνοές του άνεμου, τότε που με τη λαχτάρα στα μάτια και ένα κόμπο στην ψυχή είχε ανέβει με τα πόδια τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στο Τρίτο δημοτικό σχολείο της Λαμίας. Πρόκειται για την πρώτη του σχολική χρονιά στο μεγάλο σχολικό συγκρότημα της πόλις, έχοντας μόλις πρόσφατα μετακομίσει από το μικρό χωριό του Λακωνικού Πάρνωνα. Ένα άγνωστο μαθητούδι της τρίτης τάξης ανάμεσα στο μεγάλο πλήθος των μικρών μαθητών του σχολείου και αυτό του προκαλούσε μια διάθεση προβληματισμού και αμηχανίας. Η διαδρομή αυτή ταυτόχρονα του ξυπνούσε σκέψεις που τον ταξίδευαν στα περασμένα.
............
Δύο χρόνια νωρίτερα αρκετά χιλιόμετρα μακριά.
Πόσο όμορφη και διαφορετική ήταν η έξαψη που είχε νοιώσει στην πρώτη του επαφή με το σχολείο του μικρού χωριού, κτισμένο με γκρίζα πέτρα πάνω στο δυτικό λόφο.
Στου χωριού τους μικρούς λιθόκτιστους δρόμους, με τις περιποιημένες μικρές αυλές και στις κακοτράχαλες πλαγιές, η φύση το φθινόπωρο μαστορεύει συναρπαστικά τη συνέχεια στο χρόνο, φυτεύοντας αγριολούλουδα, βατομουριές, μολόχες, τσουκνίδες και η δροσερή αύρα του μαΐστρου ελαφριά και υγρή ξεχύνεται πίσω απ’ τις πλαγιές και σέρνεται ανάμεσα στα χαλκοπράσινα φρέσκα φύλλα.
Η μητέρα του τον είχε ανεβάσει πάνω στο μαύρο λυγερό αραβικό φαρί τους με τα λευκά σημάδια στα πόδια και το λευκό αστέρι στο κεφάλι. Με τη γεμάτη χάρη, κυματιστή αρμονική και απαλή κίνηση του ξεκίνησαν από τον οικισμό διασχίζοντας το μεγάλο ρέμα για το σχολείο του χωριού. Ήταν μερικά χιλιόμετρα διαδρομή.
Πάνε πολλά χρόνια από τότε, αυτό το γεγονός, κομμάτι της ιστορίας της ζωής του, παραμένει ολοζώντανο στο μυαλό του χαραγμένο με ανεξίτηλα χρώματα.
«Τα αραβικά άλογα έχουν απίστευτη ομορφιά, θεωρείται δε ότι αποτελούν την καθαρότερη και αρχαιότερη φυλή, είναι πολύ έξυπνα με αντίληψη , ευαίσθητα, ευγενικά και στοργικά με τους ανθρώπους και τα άλλα ζώα , ικανά να σκέφτονται λύσεις σε καταστάσεις.
Η Ιστορία των Βεδουίνων λέει ότι ο Αλλάχ δημιούργησε το αραβικό άλογο από τους τέσσερις ανέμους.
»
..............
Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του στο δρόμο και μετά από μια στιγμή δισταγμού και νευρικότητας, καρτερικά ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου διέσχισε τη μεγάλη σιδερένια αυλόπορτα κ’ εισήλθε στο προαύλιο που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή του τεράστιου κτηρίου. Τη βοή μες στ’ αυτιά του, την σκέπασε μια ασυνήθιστη για το χωριατόπαιδο βαβούρα, ένα κουβάρι φωνές ξεχύνονταν απ’ το βάθος της τεράστιας αυλής του σχολίου.
Χαμένος μέσα στο πλήθος κοίταξε γύρω του κ’ αναγνωρίζοντας δυο τρία παιδιά από τη νέα του γειτονιά γουργούρισε με ικανοποίηση, ήταν αυτό που χρειαζόταν η διάθεση του να επηρεαστεί ευχάριστα και να σβήσει κάθε δυσφορία του. Όλα γύρω του έδειχναν ιδιαίτερα θορυβώδη, χαρούμενα, τα παιδιά γελούσαν και τριγύριζαν από συντροφιά σε συντροφιά. Έτσι, μέρα με τη μέρα συνήθισε σ' αυτό το περιβάλλον και το αγάπησε αφού έγινε κομμάτι της καθημερινότητάς του. Κατάλαβε ότι κι’ αυτός πια θ’ αποτελούσε τμήμα αυτής της μεγάλης συντροφιάς. Χρειάστηκε κάποιος χρόνος να αφομοιωθεί με τους συμμαθητές του, λόγο της ιδιόμορφης λακωνικής προφοράς του, άλλα πολύ γρήγορα δημιούργησε φίλιες και ποτέ του δεν ένοιωσε ξένος από τους συμμαθητές του με τους οποίους  ζούσε τις ίδιες αγωνίες  και τις ίδιες φιλοδοξίες μαζί τους για την επιτυχία.
Δεν ήταν βέβαια καμία μαθητική μεγαλοφυΐα αλλά με την έντονη περιέργεια και διάθεση για μάθηση υπήρξε καλός μαθητής, χωρίς να είναι ιδιαίτερα επιμελής και συνεπής στις σχολικές του υποχρεώσεις, δεν δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο, στους δασκάλους και στους συμμαθητές του και, γενικά, έπαιρνε καλούς βαθμούς. Τα κατάφερνε στο σχολείο και στα μαθήματα, αλλά όχι σε βάρος της προσωπικής ευχαρίστησης, είχε ισορροπία ανάμεσα στις σχολικές επιδόσεις και στο παιχνίδι, στην παρέα με συνομηλίκους, στην τεμπελιά και στο χασομέρι της παιδικής ηλικίας.
Την πρώτη του χρονιά στο νέο του σχολείο δυο συμμαθήτριες και ένας συμμαθητής του ξεχώριζαν τόσο για το ήθος τους όσο και για την άρτια εκπαίδευσή τους.
Ποτέ του δεν ένοιωσε την ανάγκη να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, να τους συναγωνιστεί στις διακρίσεις. Τώρα, γυρεύει να τους φέρει καλόβολα μπροστά του, να θυμηθεί όλες τις ωραίες αναμνήσεις τους, τα πρόσωπα τους, τα σουσούμια τους. Μα δε του έρχονται στο νου παρά θολές οι εικόνες τους, χαμένες.
Η Στέλλα.
Η φήμη της μεσουρανούσε στην μαθητική τη τάξη. Μάζευε τον κόσμο γύρω της όπως το φως τις πεταλούδες, το έβρισκε απίθανο να είναι μόνη της, διότι σύμφωνα με το παλιό απόφθεγμα, οι ωραίες δεν μένουν ποτέ μόνες.
Άσπρη και καστανόξανθη, εκείνο που τη ξεχώριζε περισσότερο ήταν τα μεγάλα φωτεινά της μάτια που βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα μέσα στην παιδιάστικη παρουσία, με αστραφτερές αναλαμπές που χαιρόσουν να τα βλέπεις.
Δεκαετίες αργότερα την είδε σε εξώφυλλα περιοδικών, ν’ αναφέρονται στην αξιόλογη καλλιτεχνική της δραστηριότητα.
Επιτυχημένη μουσικός, η Στέλλα ήταν όμορφη σαν πάντα.
Η Μαρία.
Το πλέον χαρισματικό άτομο της νεανικής τάξης, διέθετε το ευλογημένο προνόμιο του προικισμένου ατόμου, το φυσικό ταλέντο στο γράψιμο και πολύ της άρεσε να διαβάζει, ξεχώριζε για τους ευγενικούς της τρόπους και την καλοσύνη της.
Ίσιωνε με τις παλάμες τα σγουρά μαλλιά της, με τη φανταχτερή τους λάμψη, το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε συχνά ακόμη και μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού στεκόταν άξαφνα κι  έσιαζε τα μαλλιά της, την έβλεπες που μας κοίταζε με την αστραφτερή μελαχρινή ματιά της και μ' ένα γέλιο  γλυκό ευαίσθητο, που έδειχνε τα αστραφτερά της δόντια.
Ο Δημήτρης.
Ευαίσθητη, εξευγενισμένη, χαρούμενη ψυχή,  έσφυζε από ζωή.
Αν και από μεγαλοαστική οικογένεια είχε αμοιβαία φιλική σχέση μ’ όλους στην τάξη και έχαιρε εκτίμησης στις καθημερινές συντροφιές.
Στο γαλήνιο πρόσωπο του τα φωτεινά μελιά μάτια γίνονταν πελώρια κι η λάμψη τους σκιαζόταν από την αγωνία, όπως ο ήλιος από τα σύννεφα όταν κάτι του πήγαινε στραβά, γέμιζαν καταχνιά, ένιωθε παγιδευμένος.
Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα κόντευε τα δώδεκα μία ακόμη σχολική χρονιά τελειώνει, η τελευταία στο δημοτικό σχολείο και ήταν καθοριστική για την μετέπειτα ζωή του....
'Έξω οι δρόμοι λουζόταν στον ανοιξιάτικο ήλιο, όταν μετά το σχολείο σεργιάνισε στις αλάνες της γειτονιάς με το παραπάνω. Αυτό του στοίχισε άφθονους μώλωπες, και ένα εγκάρσιο σκίσιμο σαν από ξυράφι στην κνήμη βαθύ μέχρι το κόκκαλο και κάτι αφόρητους πόνους.
Στο τέλος της αλάνας δυο ατροφικά δέντρα, έριχναν παραπετάσματα από μικρές σκιές και έτρεξε βιαστικά στον ίσκιο τους τον πόνο του να καταπραΰνει και να τον ανακουφίσει. Καθισμένος εκεί στον ίσκιο τα ξαφνιασμένα μάτια του σαν μια κινηματογραφική ταινία είδε το νεαρό άνδρα να ξεπροβάλει από τον κήπο παρακείμενης οικίας με ναυτική στολή στα ολόλευκα ντυμένο. Τον παρακολουθούσε έτσι ακίνητος και σκεφτικός όπως καθόταν αθέατος, πίσω από τη σκιά των δέντρων στον απογευματινό Ήλιο και στη δύναμη της εικόνας ένιωσε κάτι περίεργο να διαπερνά το κορμί του. Μυστήριο λαμπερό τον συνεπήρε, «τρελό όνειρο» που έβγαινε από την ψυχή του, μπορούσε να το δει καθαρά. Με τα μάτια της φαντασίας του απεικόνισε νοερά τον εαυτό του, να ταξιδεύει στα πέρατα του κόσμου. Ένοιωσε ζωντανά τη περιπλάνηση στην καταχνιά της σκέψης του, λες και δεν πατούσε στη γη, λες και έπλεε με καράβι στα γαλανά νερά της απέραντης θάλασσας, έγινε για λίγο ναυτικός. Αγαπούσε ιδιαίτερα τη θάλασσα και κάθε φορά που κατηφόριζε στις ακτές της Αγίας Μαρίνας το γλεντούσε η ψυχή μου. Όταν έφτανε κοντά της άπλωνε το βλέμμα παγανιά να κυνηγήσει τις ομορφιές της όλες, και άφηνε τη φαντασία του να καλπάζει αχαλίνωτη παρασύροντας τον στα πιο μαγευτικά ταξίδια.
Κι’ η θάλασσα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της.
Η γη δεν είναι μόνο η στεριά, είναι και η θάλασσα. Είναι απ' αυτούς που διάλεξαν τη θάλασσα. Αιώνιο στοιχείο η θάλασσα. Όμως, πάντα νέο γεμάτο μυστήριο, τόσο στα απάτητα βάθη της, όσο και στην αφρισμένη στιλπνή επιφάνειά της. Μυστήριο γεμάτη μεγαλοσύνη κι άγρια ομορφιά.
Το μακρινό του ταξίδι ακόμα δεν τελείωσε και δεν λησμονεί, από πού ξεκίνησε και πότε για το μακρινό ταξίδι του..  Το ταξίδι, όπως και η αγάπη, εκφράζει μια απόπειρα να μετατρέψουμε το όνειρο σε πραγματικότητα, και η συνέχεια θα δώσει πλέον τη θέση της στην περιπέτεια και τη μακριά πορεία από την αθωότητα στην εμπειρία.
Τα όνειρα είναι η κοινή μοίρα των παιδικών χρόνων, στο γλυκό, αθώο ξεκίνημα.
Σπουδές, οικογένεια, παιδιά, επιτυχία.
Ζωή, έρωτας, βιοπάλη, θάνατος, όλα μαζί δένονται στη ψυχή τους και γίνονται ποίημα.
Το ταξίδι......., η περιπέτεια και η μακριά πορεία τελειώνει σ' εκείνο το μέρος όπου πηγαίνει η φλόγα όταν σβήνει...... στο άυλο παρελθόν .

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Makrino Taxidi .. Part II

Ο ξεριζωμός από την ύπαιθρο από τα γονικά εδάφη, η αστυφιλία, εξακολουθεί να πιέζει την καρδιά κάθε Λάκωνα, αδιάφορο αν κατοικούσε σε πλούσιους κάμπους και δασωμένα βουνά, η σε πτωχή και χέρσα γη.
Και έφευγαν με τα καράβια τα γεμάτα νέους και νέες κι ερήμωνε η ύπαιθρος.
Οι μνήμες των πρώτων παιδικών του χρόνων ξυπνούν, έρχονται σαν κύματα και πλημυρίζουν τις σκέψεις του. Δεν μπορεί εύκολα να ξεχάσει, ξαναγυρίζει πάλι και πάλι στον τόπο του μέσα στα όνειρά του και νοσταλγεί μελαγχολικά τον τόπο που περπάτησε τα πρώτα βήματα του. Ταυτόχρονα μετρά τα πεπραγμένα της ζωής του. Τι θα ‘ταν αν δεν ακολουθούσε το δρόμο της ξενιτιάς στη ζωή του. Τι θα πετύχαινε εάν δεν έφευγε να ανοίξει νέους ορίζοντες αφανίζοντας τα εμπόδια που του έφραζαν το δρόμο προς την επιτυχία, που ο καθένας ζητάει ν’ αποκτήσει στη ζωή του. Ο σοφός παππούς του όπως πάντα με το χαμόγελο στα χείλια, συγκαταβατικός και γαλήνιος έλεγε. «Γιε μου τα στάσιμα νερά βρωμίζουν»

Monemvasia Kalokairi 1958.

Ήταν ώρα του ηλιογέρματος, ο καπετάνιος της λέμβου με την ήρεμη φωνή του διάταξε να λύσουν τον κάβο της, και κράτησε την τιμονιέρα σταθερά στα χέρια του.
Το μακρινό ταξίδι είχε ξεκινήσει.
Η λέμβος ταρακουνήθηκε καθώς έλαμνε κουπί για να ξεφύγει από τη προβλήτα του μικρού λιμένα και να γλιστρήσει στα βαθιά νερά.
Ο καιρός μαλακός καλοκαιρινός, Πουνέντες, και η λέμβος στην απογευματινή παλίρροια γύριζε κι έπιανε να μποτζάρει απ’ τ’ αντιμάμαλο πού γεννιούνταν καθώς η θάλασσα χτυπούσε στην προβλήτα και πισωγύριζε.
Ο Λάμπης άκουσε τον υπόκωφο παφλασμό των κυμάτων καθώς σκάνε στον καθρέφτη της λέμβου, λικνίζοντας την.  Τρόμαξε.
Ο Λάμπης ήταν ο δευτερότοκος τετράχρονος αδελφός του. Δε σάλευε, το πρόσωπο του είχε μια έκφραση τρομαγμένη, μια παράξενη ταραχή.. Τα χέρια του τρέμανε, άρπαξε το παντελόνι του συνεπιβάτη μπρος και το κρατούσε σφικτά φοβισμένα, δάκρυα ξεχείλισαν απ' τα μάτια του. Ο κύριος στοργικά ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του μικρού αγοριού και του μίλησε καθησυχαστικά. Ο Λάμπης αναστέναξε άφησε το παντελόνι, κάθισε χάμω στη λέμβο αγκάλιασε τα γόνατα του, κι' ακούμπησε πάνω τους το πηγούνι του.
Η μητέρα τους πλησίασε τρομαγμένη και τον σήκωσε όρθιο, είδε το πρόσωπό του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Έδωσε το μικρό δίχρονο αδελφό τους που κρατούσε στην αγκαλιά της στον άνδρα της, έβγαλε τη ζακέτα της και σκέπασε το αγόρι της, κι αυτό κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της μάνας του γραπώνοντας τα δάχτυλά της. Τώρα τα μάτια του Λάμπη λάμπανε ζωηρά καθώς την κοίταζε.
.............Η  μητέρα τους ήταν βυθισμένη σε ακαθόριστες και αφηρημένες σκέψεις το διάστημα εκείνο. Αυτό που ονειρεύεται είναι να αλλάξει τη μοίρα τους, και να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της.
Το τελευταίο βράδυ ήταν ορθή μπρος στο παράθυρο τους, με κουφωμένα τα σκούρα-μελιά της μάτια, και κοίταζε. Κοίταζε  ασάλευτη, ενώ το φεγγαρόφωτο έπεφτε πάνω της, κάνοντάς τη να μοιάζει με απαστράπτουσα. Τα αστέρια έλαμπαν με το ψυχρό τους φως, ενώ η ημισέληνος έλουζε τα πάντα και η μητέρα έμενε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω ένας καινούργιος κόσμος και πάσχιζε να τον μάθει.
«Μανούλα, τι κοιτάζεις;!»
«Τίποτα αγάπη μου.! Απλά κάτι σκέφτομαι.»
Η φωνή της ήταν κάπως αλλιώτικη, αλλαγμένη, κάπως βραχνή, το πρόσωπο σφιγμένο, συννεφιασμένο ακίνητο και βουβό. Τα μάτια της βυθίστηκαν πάλι εκεί έξω στην απεραντοσύνη τ' ουρανού σαν κάτι να γρικούσε μέσα της και πάλευε να το ξεκαθαρίσει.
Ύστερα στράφηκε προς το μέρος τους, γλύκαινε το πρόσωπο της χαμογέλασε και τους κάλεσε κοντά της ...τα παιδιά της... τα φίλησε στα μάγουλα και άρχισε να τους μιλά για τον κόσμο. Να τους μιλά για τον κόσμο αυτόν που υπάρχει εκεί έξω πέρα απ’ τη θάλασσα και για τα παιδιά που έχουν ευκαιρίες να κάνουν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους. Να τους μιλά για τους ανθρώπους που δημιουργούν καινούργιους κόσμους. Να τους εξηγεί πως κάθε στιγμή της ζωής είναι μια μάχη, μια απόφαση, μια γεμάτη νόημα επιλογή που σε κάνει να νιώθεις πως μπορείς να ονειρευτείς τη ζωή σου όπως την θέλεις.
Έπειτα τους είπε για την αναχώρηση.
Τώρα τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Τα κοιτούσε τόσο στοργικά. Γέμισαν δάκρυα και τα δικά τους. Σύρθηκαν μέσα στα απλωμένα χέρια της, μαζεύτηκαν πάνω της κουρνιάζοντας στην αγκαλιά της, εκείνη τα έσφιξε όσο πιο κοντά της μπορούσε.
«Μανούλα μην κλαις...» Της είπε λυπημένα, με μια φωνή παράξενα συρτή ο μεγαλύτερος..
«Σώπα, μην κλαις… μη φοβάσαι εμείς είμαστε εδώ..»
Η μητέρα δε μίλησε ξανά, τους κράτησε στην αγκαλιά της σιωπηλή, συνεχίζοντας να τους χαϊδεύει μέχρι που σιγά σιγά τα δάκρυα της αραίωσαν, δίνοντας τη θέση τους σε αναστεναγμούς. Κρατώντας σφιχτά τα παιδιά της, ότι γλυκό και ιερό έχει στη ζωή της αναστενάζει γιατί ’ναι όλα πίκρα και καημός. Σταδιακά πλάκωσε μια σιωπή, όπως η πίσσα που ρίχνεται στο χώμα.
Μια σιωπή βαθιά γεμάτη νόημα, ελπίδα, δύναμη, και αυθεντικότητα.
Της Μητέρας ένας τελευταίος βαρύς αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος που έλυσε την σιωπή.
Ξέσπασε. 
Ένα τραγούδι αντήχησε. 
Νοσταλγικό και πονεμένο τραγούδι του νόστου και της προσφυγιάς. Μια υπόκωφη μελωδία, σε παράπονο, σε λυγμό, γυμνή χωρίς μουσική, που είχε μόνο λίγες νότες σε ρυθμό κι ωστόσο ατέλειωτες παραλλαγές. 
Στο μυαλό του για χρόνια τώρα αντηχεί αυτό το τραγούδι, γλυκόλαλα και τόσο απαλά, κι αν μπορούσε να το εκφράσει, θα το έλεγε το Τραγούδι της οικογένειας τους. 
Έκλεινε τα μάτια του για ν' ακούσει την πλούσια, ζεστή και γλυκιά φωνή της μητέρας του, και οι σκέψεις του γέμιζαν με τα σκούρα μελιά μάτια της, που έλαμπαν σαν αστέρια.
.... Η λέμβος, σκαμπανέβαζε, έφτασε κάποτε, υστέρα από πάλεμα, μπροστά στο έμπα του λιμανιού δίπλα στο μεγάλο ποστάλι. Ο πηδαλιούχος της πήρε τη στροφή, να καβατζάρει, για να τη φέρει στα δίπλα στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου με ασφάλεια στο κύμα.
Ή λάμψη της δύσης αναλήφθηκε απ' τις βουνοκορφές, το σούρουπο γέμιζε το Μυρτώο πέλαγος, και άρχισε να σκοτεινιάζει πέρα από την κορυφή της Κουλοχέρας στα χωριά του Ζάρακα. Ένα μεγάλο γλαροπούλι βούτηξε στο νερό. Τα στεφάνια πάνω στην απαλή επιφάνεια της θάλασσας πλάταιναν ολοένα. Μπροστά στον ορίζοντα πρόβαλε η βραχονησίδα Παραπόλα.
Και πίσω εκεί μακριά, μια κουκίδα, καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ο πελώριος βράχος της Μονεμβασιάς ξεμακραίνει. Είχε πια σχεδόν νυχτώσει.
................. Μπαίνοντας στον αθέατο κόσμο της μνήμης του ανακαλύπτει τοπία ανέγγιχτα, διαβάζει ιστορίες γοητευτικές, αισθάνεται να βρίσκονται τα πάντα μέσα εκεί σε μι’ αρμονική ισορροπία. Κι όμως μια γκρίζα κουκίδα, κάτι σαν βαθειά ομίχλη, του σκεπάζει την πρόσβαση να ανακαλύψει το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά.
Λίγα χρόνια αργότερα έφηβος πλέον έκανε το ίδιο ταξίδι δυο τρία καλοκαίρια.
Τα ταξίδια ήταν πανέμορφα μια και το πλοίο παράπλεε συνεχώς τις ακτές της Πελοποννήσου εκεί όπου οι νότιες παρυφές του Πάρνωνα βουτάνε στο Μυρτώο Πέλαγος και τα αρώματα του βουνού σμίγουν με την αύρα της θάλασσας.
Η άγρια ομορφιά αυτού του φυσικού τοπίου, αυτής της γεωγραφικής ορεινής περιοχής του Ζάρακα με τα πέντε χωριά του. Ομορφότερο όλων το παράκτιο Κυπαρίσσι, με μια φυσιογνωμία στεριανή και νησιώτικη μαζί, κτισμένο αμφιθεατρικά, κοιτάζει την ανατολή του ήλιου και σκοτεινιάζει νωρίς λόγω των κορυφών του Ζάρακα, που εμποδίζουν τον ήλιο από τη Δύση να φωτίσει τον τόπο. Οταν κοιτάζεις την περιοχή από τη θάλασσα, μοιάζει με θρόνο προς το Μυρτώο Πέλαγος.
Θυμάται το Γέρακα. Από τις πιο εντυπωσιακές γωνιές της Λακωνίας, ένα μικρό λιμάνι που αναδύεται μέσα από ένα επιβλητικό τοπίο. Άφωνος θα μείνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης πλησιάζοντας το Λιμάνι του Γέρακα. Ένα σπανιότατο φιόρδ μοναδικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται μπροστά του. «Ευλίμενον χωρίον» ονομάστηκε από τον Παυσανία, στο έργο του ΄΄Λακωνικά΄΄.
Μια ματιά είναι αρκετή για να αντιληφτεί κανείς πόσο συναρπαστικά πολυσχιδές είναι το τοπίο και να υποπτευθεί πόσο θεαματικά πολυτάραχη είναι η γεωλογική του ιστορία.
Η γαλήνη του τοπίου και η γραφικότητα του οικισμού συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό.
 Ο ακύμαντος κόλπος του, ένα από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου, ετοιμάζεται να υποδεχτεί το σούρουπο. Το πλοίο έμπαινε με την πλώρη στον αρκετά στενό όρμο και φουντάριζε αρόδο, επικίνδυνα κοντά στα βράχια και τα αβαθή. Η αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων γινόταν με καΐκια. Αναχώρηση με ανάποδα, διότι ούτε λόγος για χώρο να γυρίσει εκεί μέσα. Μετά το Γέρακα, στέκει καταμεσής του Μυρτώου πελάγους ένας πελώριος βράχος, η Μονεμβασιά. Το πέτρινο καράβι του Ρίτσου. Η αγέρωχη καστροπολιτεία.
 «Όταν η θάλασσα σμίλεψε την πέτρα... Όταν ο ήλιος γέμισε χρώματα τον ουρανό... Όταν η ακρογιαλιά καλύφθηκε από την ξανθιά άμμο... Γεννήθηκε ένα μέρος για τις πιο όμορφες και έντονες στιγμές μας.» Ατμόσφαιρα ερωτική, γεμάτη μυστήριο και μαγεία, είναι η ώρα που κυνηγούσε το καλύτερο ηλιοβασίλεμα του κάστρου.
Όλα αυτά τα ταξίδια του τα έζησε ακουμπισμένος στις κουπαστές του θρυλικού πλοίου της ακτοπλοΐας το περίφημο  MYΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ.
Το Μυρτιδιώτισσα είχε ναυπηγηθεί στη Σκωτία το 1929 ως LOCHNESS για την παραδοσιακή ακτοπλοϊκή εταιρία MacBrayne. Στην Ελλάδα το έφερε το 1958 ο Σ. Μπιλίνης και έγραψε την ιστορία του στη λεγόμενη «μαύρη γραμμή» (Πειραιάς- ανατολικά παράλια Πελοποννήσου, Κύθηρα) ώσπου διαλύθηκε το 1973 στο Πέραμα.
Για το ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ, έλεγαν πως του ήταν γραφτό να ταξιδεύει σε μυστικιστικές γραμμές, από τα ανεμοδαρμένα νησιά των Εβρίδων στις κακοτράχαλες ακρογιαλιές της Λακωνίας, από την ομίχλη των Σκωτσέζικων φιόρδ στις σφηκοφωλιές των όρμων στο Κυπαρίσσι, στο Γέρακα, στο Πόρτο Κάγιο, στο Σολοτέρι.
Το Μυρτιδιώτισσα πραγματοποίησε το παρθενικό του δρομολόγιο στην άγονη γραμμή της ανατολικής Πελοποννήσου το καλοκαίρι 1958.
Ήταν ένα πλοίο ιστορία.
Μια όαση, σε μία άγονη γραμμή.
Καράβι μιας άλλης εποχής.
Κουβαλώντας πάντα περήφανες ράτσες ανθρώπων.
Με τη διαίσθησή του αρχίζει να υποπτεύεται, ίσως και να ‘ταν το πλοίο που ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι.
.................... Είχανε κουρνιάσει στις στενές κουκέτες του πλοίου προσπαθώντας να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούσαν.
Ο Λάμπης γλίστρησε έξω στο κατάστρωμα μες’ από την ξύλινη πόρτα του ακκομοδεσίου του πλοίου στη δροσιά της υγρασίας της θάλασσας.
Έμεινε στη θέση του ακίνητος σαν κεραυνόπληκτος και κοίταζε σαστισμένος.
Έχει καρφώσει τα μάτια του στη στεριά, σα να προσπαθεί να συλλάβει ότι μπορεί απ' τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω που μόλις τον γνωρίζει.
Οι αισθήσεις του λαίμαργα αποτύπωναν τη θέα από του πολύβουο λιμάνι που εκτείνονταν εμπρός του.
Οι λέξεις βγήκαν αβίαστα χωρίς δυσκολία από τα χείλη του.
«Μαμά, μαμά, έλα, έλα να δεις, πω, πω, κοίτα σπίτια! κοίτα πλοία!»
«Μαμά, μαμά να! να! και αυτοκίνητα!»

Πώς να περιγράψεις τα συναισθήματα που ένιωθε εκείνη την ώρα ο μικρός αδελφός του που ξαφνικά από το μικρό απομονωμένο οικισμό βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, μια κοσμοπολιτική πολιτεία γεμάτη ζωή και κίνηση..
Η παραλία φωτόλουστη, πλοία να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι, ρίχνοντας ή τραβώντας την άγκυρα, να λύνονται ή να δένονται στις προβλήτες.
Το φως του ήλιου ξεχύνεται γύρω στο σκληρό γαλάζιο χρώμα του ουρανού εκτυφλωτικό, επιθετικό, σαν να θέλουν οι αχτίδες να κυνηγήσουν ότι κρύβει τον πρωτόγνωρο νέο κόσμο στα φτωχά και ανίδεα χωριατόπουλα.
Η μητέρα τους τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Τον έσφιξε στο στήθος της, τρυφερά του πήρε τα χέρια μες στα δικά της χέρια.
Αυτή ήταν η μητέρα τους. 
Ήταν το δροσερό ποτήρι κάθε ελπίδας τους. Ήταν ένα τριαντάφυλλο, που μύριζε τόσο γλυκά.
Αμίλητη τώρα ατένιζε την θέα απ’ τον καινούργιο κόσμο και αναρωτιόταν αν αυτή η περιπέτεια, θα αποτελούσε μια νέα καλύτερη σελίδα στη ζωή τους. Σκέφτεται αν θα καταφέρουν να κάνουν όσα είχε ονειρευτεί στην εφηβεία της, σήμερα τα παιδιά της.
Αναρωτιόταν αν η απόφαση να πάρουν τους δρόμους της ξενιτιάς με στόχο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την μίζερη ζωή ήταν η σωστή απόφαση.
Με τα μάτια μισόκλειστα φαντάζεται ……δεν έβρισκε άκρη στις σκέψεις της.
Τόσο πολύ είχε απορροφηθεί στις σκέψεις της, που δεν πήρε είδηση πότε το πλοίο πρόσδεσε στην προβλήτα και ξεκίνησε η αποβίβαση.
.............. Το τραίνο τους μετέφερε απ’ την Αθήνα στη Λαμία με τα λιγοστά υπάρχοντα τους, που κουβαλούσαν τυλιγμένα σε σεντόνια, μόλις δυο μπόγους όλα κι όλα.
Αρχικά τον πρώτο καιρό η ζωή στη Λαμία τους βρήκε ταλαιπωρημένους, παραζαλισμένους, μα οπωσδήποτε με καλή διάθεση για ένα καινούργιο ξεκίνημα.. Ξεκίνησαν τη ζω τους μένοντας σ’ ένα φτωχικό πολύ φτωχικό σπιτάκι, ένα κοινότυπο τούβλινο κτίσμα, μόλις μια κάμαρα δίπλα στο ρέμα. Σε μια εργατική φτωχογειτονιά «το Αραπόρεμα» στης δυτικές παρυφές της πόλης, μι’ αστική περιοχή με χωριάτικο περιβάλλον.
Εκεί έζησε το τελείωμα της παιδικής ζωής, την έναρξη της εφηβείας, τη δυσκολία της καινούργιας ζωής. Ταυτόχρονα έζησε και τις πρώτες μεγάλες αλλαγές. Στην αρχη είχε την αίσθηση πως άλλαξε η ζωή τους ριζικά.... προς το καλύτερο.
Απ’ το λυχνάρι και τις λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν τις νύχτες στο χωριό γνώρισε το ηλεκτρικό ρεύμα που δεν υπήρχε βέβαια τότε στο χωριό. Οι πιο πολλοί χωριανοί ούτε πού 'ξεραν τί είναι μαθές αυτό.
Το τζάκι και τη φουφού τα αντικατέστησαν το γκάζι και η σόμπα.
Απ’ το μονοτάξιο σχολείο βρέθηκε σε εξατάξιο.
Ένοιωσε ότι είχαν ξεφύγει απ’ την εποχή που θύμιζε την εποχή των πιονέρων και οι μιζέριες του φτωχικού οικισμού ήταν πια ανάμνηση.
..................... Στα βορειοδυτικά της γειτονιάς υπήρχαν βοσκοτόπια, μεγάλοι χέρσοι λόφοι και φαράγγια που του θύμιζαν το χωριό.  Σε μια ρεματιά υπήρχε και τεχνητή λιμνούλα όμοια με τι μικρή στέρνα στα περιβόλια του χωριού του, της έλειπε ο αιωνόβιος πλάτανος και οι πολλές μωβ περικοκλάδες αλλά είχε άφθονες καλαμιώνες.
Εκεί, στη μικρή λιμνούλα, είχε φτιάξει το δικό του καταφύγιο. Εκεί ήταν ο δικός του μικρός κόσμος όπου του άρεσε να απομονώνεται και με τα μάτια κλειστά φαντάζεται καθημερινές στιγμές απ’ το χωριό. Με τον καιρό, άρχισε να νοσταλγεί το χωριό του, θυμόταν τις ηλιόλουστες πλαγιές στο μεγάλο ρέμα κι αναστέναζε.
Ζωντανεύει όταν του ‘ρχεται η θύμηση του ποτισμένου χώματος με την ιδιαίτερη μυρουδιά της γης που αναστάτωνε το μέσα του λες και συναντούσε κάτι δικό του.
Ας ήταν μπορετό να κάθιζε, δέκα λεφτά μονάχα, κάτω απ’ το δροσό της αλαφροΐσκιωτης μουριάς στην καλοκαιρινή την κάψα, να νιώθει μια
αίσθηση δροσιάς στο πλάτωμα με το μικρό μποστάνι τους πίσω στο μεγάλο ρέμα.
Μα ήσαν μακριά, τόσο μακριά ολ' αυτά τα παιγνιδίσματα του νου…. απραγματοποίητες λαχτάρες.
............. Ο χρόνος, η εμπειρία, η συνεχής αναζητήσει γεννούν και νέα πρωτόγνωρα όνειρα στο νέο κόσμο που προβάλλει εμπρός του.
Νοιώθει απ’ την ανατολή της ζωής του σαν ευσυνείδητος εραστής που αναζητεί την θέση του κάτω από τον ήλιο.
Ο άνθρωπος στη φύση είναι σαν τη φωτιά.
Η φωτιά λένε οι αστροφυσικοί, γέννησε το σύμπαν.
Μέσα στο χάος σε μια έκρηξη τινάχτηκε η πρώτη ενέργεια που είχε θερμοκρασία. Η ενέργεια αυτή άρχισε να μικραίνει και να ψύχεται. Ταυτόχρονα όμως άρχισε να απλώνεται σχηματίζοντας, γαλαξίες, νεφελοειδείς, συστήματα, αστέρες, πλανήτες.

Click to Open
Μακρινό ταξίδι IΙI:
.....

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Makrino Taxidi .. Part.. I

Ω χώματα της γης μου!
Χώμα «Μπουμπουτσελιάνικο»**
πρωτόχωμα
τιτάνια ζύμη του κορμιού μου
του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού!***
**Λευκαδίτικο
***Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος Γ΄,

Ακόμη και το πιο μακρινό ταξίδι αναγκαστικά αρχίζει με ένα απλό πρώτο βήμα.
Βλέποντας αναδρομικά ήταν φανερό ότι όλα τα σκέπαζε μια χρυσή βροχή από αναμνήσεις που έρχονται να ταράξουν τα στάσιμα νερά της λήθης.
Λες και ήταν χθες.
Δεν ήταν βέβαια.
Θυμήθηκε μια ιστορία που του ‘χε πει κάποτε ο γέρος πάππους του, που παραπονιόταν πως η ζωή του ήταν τόσο σύντομη που του φαινόταν ότι μόλις μια μέρα πριν ήταν παιδί. Ο γέρος του είχε πει. «Θυμάμαι τα καινούργια παπούτσια που φόρεσα όταν ήμουν δέκα χρονών. Μου φαίνεται σα να ‘ταν χθες. Που πήγε ο χρόνος;»
Ο χρόνος συνεχίζοντας το αιώνιο και ακούραστο ταξίδι του μας αφήνει πίσω του να ζούμε με τις νοσταλγικές αναμνήσεις μας.
Η κάθε αναδρομή σε ότι βρίσκεται θαμμένο στους απέραντους κάμπους του χρόνου, είναι συγκινητική και οι μνήμες αυτές δεν πρέπει να φθείρονται, αλλά να διατηρούν την ομορφιά και την αξία των χρόνων εκείνων. Τότε που παιδιά αμέριμνα και ξυπόλητα, ξέγνοιαστα και πεινασμένα γυρνούσαν στις γειτονιές, στους δρόμους και στα χωράφια, χωρίς τους φόβους και του κινδύνους. Τότε, που τα χρόνια ήταν τόσο πλούσια σε... φτώχεια.
Έχει περάσει καιρός από τότε. Πολύς καιρός, από τα δύσκολα χρόνια, τα χρόνια της μετανάστευσης που οι κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου, σαν τα πουλιά σκορπίσανε και χαθήκανε στους ορίζοντες των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας.
Τι τους έβγαζε από τον τόπο τους, δεν ήταν και δύσκολο να το μαντέψεις.
...............Κουλέντια Επιδαύρου Λιμηράς Λακωνίας. (Οικισμός Μπουμπουτσέλια)**
Χίλια εννιακόσια πενήντα οκτώ.............
Ήταν μόλις οκτώ χρονών, ο μεγαλύτερος (από τ' άλλα δυο αγόρια), γιος της οικογένειας. Ένα μικρό αγόρι, ψηλό, λιπόσαρκο, σα λιγνό κυπαρισσάκι 'ταν το μπόι του, με θεληματικό πιγούνι, καστανά μαλλιά και έξυπνα ερευνητικά σκούρα μάτια. Είχε γεννηθεί στην ενδοχώρα σ’ ένα μικρό χωριό μιας πάμπτωχης περιοχής του ελληνικού Νότου στις ανατολικές άγονες πλαγιές του Λακωνικού Πάρνωνα.
Μία αγροτοκτηνοτροφική περιοχή του Λακωνικού νότου που εξακολουθούσε να είναι μια δυσπρόσιτη περιοχή, για τούτο και έχει παραμείνει ανόθευτη και αληθινή λες και δεν την άγγιξε το πέρασμα του χρόνου. Τα μικρά χωριά της φωλιασμένα στα βουνά. Δεν υπήρχε εύκολος δρόμος να διαβείς, υπήρχαν όμως εκατοντάδες μονοπάτια και μια χούφτα ξωμάχοι που αντιστέκονταν στον χρόνο, άνθρωποι φιλόξενοι, ταπεινοί, καταπονημένοι, αλλά περήφανοι για την καταγωγή τους.
Tο χωριό του είναι εν’ από κείνα τα βουνίσια χωριά, που σκαρφαλώνουν στη πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά και μίζερα κι αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους. Ο οικισμός τους, μικρός ασήμαντος, σκυφτός θα ‘λεγες από κάποια βαθιά στενοχώρια, γκρίζος και ισχνός όπως όλα τα μέρη που οι κάτοικοι τους ζουν μακριά από την εποχή τους. Απόμεροι, και ξεχασμένοι.
Η ορεινή ύπαιθρος γύρω τους ήταν μια άγονη γη θανάτου εγκαταλειμμένη, γεμάτη με πέτρα που λουζόταν από το ανελέητο εκτυφλωτικό φως του Ήλιου. Οι λιγοστοί κάτοικοι πάλευαν με κόπο και ιδρώτα να κερδίσουν την ζωή τους στη χέρσα γη από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, καλλιεργώντας λίγες ελιές, λίγες συκιές, μερικά αμπέλια και ελάχιστα περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και λαχανόκηπους. Παιδεύονταν για το ψωμί, για το καρβέλι. Δύσκολο πράμα. Όμως η γης ήτανε για κείνους πλάσμα ζωντανό, κρύωνε, πυρωνόταν, θρασομανούσε να σπαρθεί, κοιλοπονούσε... Οι ξωμάχοι χωρικοί έτρεχαν κάθε τόσο να τη συντρέξουν, τη μια ζευγάδες και σποριάδες, την άλλη θεριστές ή μαζωχτές.
Υπήρχαν ακόμη κάμποσες ιδιοκτησίες στις μικρές κοιλάδες με μεγαλύτερα λιβάδια που καλλιεργούσαν όσπρια και σιτηρά, αυτά ανήκαν σε πολύ λίγους προνομιούχους νοικοκυραίους του χωριού.
Στενοί χωματόδρομοι και φιδογυριστά μονοπάτια που θύμιζαν λαβύρινθο από μυρμηγκοφωλιές συνέδεαν τους μικρούς οικισμούς με την καλλιεργήσιμη γη. Οι απαιτούμενες μεταφορές προσώπων και αγαθών γίνονταν με μουλάρια άλογα και γαϊδουριά. Η σταδιακή ανάπτυξη που σημειωνόταν με το πέρασμα των χρονών στα βορειότερα της Λακωνικής πεδιάδας του Ευρώτα δεν είχε ακόμη κάνει το άλμα της στις τοπικές κοινωνίες του Νότου. Στους μικρούς και απομονωμένους οικισμούς οι κάτοικοι συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους με τη μέθοδο της αγροτικής οικονομίας και, όσο να το κάνεις, βολευόταν κάπως η κατάσταση.
Φτωχοί άνθρωποι οι περισσότεροι, είχαν την  ανάγκη ο ένας του άλλου.
Έτσι όταν ήθελαν  να καλλιεργήσουν τη γη, συνήθως συνεταιριζόταν .
Όταν είχε κάποιος ένα ζώο «καματερό» βόδι ή μουλάρι, το  έκανε ζευγάρι μ’ άλλον και με αυτό όργωναν και έσπερναν τα χωράφια και των δύο. Τ’ αλέτρια έκοβαν ξανά και ξανά τις χαρακιές στο άνυδρο χώμα.
Στο θέρισμα που χρειαζόταν πολλά χέρια, βοηθούσαν όλοι.  Το ίδιο γινόταν και στο αλώνισμα.
Δύσκολα χρόνια, και η γη λίγη στο μερτικό τους και φτωχή, αδυνατούσε να τους θρέψει και να τους χαρίσει μια ζωή σύμφωνη μ' εκείνη που ο καθείς φτιάχνει στα όνειρα του. Τότε ο κόσμος έφευγε και πήγαινε μακριά, στην ξενιτιά, να βρει την τύχη του. Είδε κι από-είδε ο πατέρας πως προκοπή στο χωριό δεν υπήρχε. Ούτε γι' αυτόν, ούτε για την φαμελιά τους και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Το αποφάσισε λοιπόν και γρήγορα σαν αστραπή έγιναν όλα.. Ξεκίνησαν για την πολιτεία. Με το όνειρο να γευτούν κι αυτοί τα αγαθά της μεγαλούπολης. Χρήματα βέβαια δεν υπήρχαν. Αλλά ο αδερφός του, πού 'ταν παντρεμένος εκεί, κάπως μια γωνία θα 'βρίσκε να τους βοηθήσει στο ξεκίνημα. Είχε ακούσει βέβαια κι από άλλους συγχωριανούς, πως στην πολιτεία χαμένος δεν έμενε κανείς. Ρώτησε o πατέρας του για περισσότερες λεπτομέρειες, ξαναρώτησε τα ζύγισε, τ' αποφάσισε. Πούλησε και την μικρή οικία τους με τον όμορφο φούρνο, κι από κοντά και το κτηματάκι δίπλα στο φούρνο με τις αγκινάρες πούλησε και το μικρό περιβολάκι πίσω από την μικρή λιμνούλα. Μια αγάπη βαθιά, πλατιά και απέραντη ήταν εκείνη που ένιωθε στα στήθια του γι’ αυτό το μικρό περιβόλι, με τα λίγα δέντρα στα σύνορα του. Όλα για ένα κομμάτι ψωμί βέβαια, για τα ναύλα της φαμίλιας με προορισμό τη Λαμία. Χαλάλι ας του γίνονταν του φίλου του, τ' αδερφικού, που τα παρέλαβε.
............. Το ηλιοβασίλεμα έκανε διαβολεμένη ζέστη, αλλά εκεί στο ακρογιάλι της τσιμεντένιας προβλήτας το θαλασσινό αεράκι κρατούσε την θερμοκρασία σε ανεκτά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά είχαν λουστεί στον ιδρώτα καθώς επιβιβάζονταν στη λέμβο που θα τους μετέφερε στο μεγάλο καράβι, που σαν κάτασπρο κάστρο, πάμφωτο, επιβλητικό και περήφανο, είχε φουντάρει αρόδο στο αγκυροβόλιο στον ανοικτό κόρφο. Όταν η λέμβος ξερεμεντζάρησε κ' έβαλε πλώρη το ανοικτό πέλαγος και απομακρυνόταν από την ακτή μαζί της απομακρυνόταν και ίσως έφευγε για πάντα, το μικρό φτωχό χωριό, το πρώτο του σχολείο, η μικρούλα λίμνη με το λιγοστό τρεχούμενο νερό που άρδευε τα περιβόλια του οικισμού..
Πριν γνωρίσει τη θάλασσα γνώρισε τη μικρή τεχνητή λίμνη στα δυτικά όρια του οικισμού τους, κάτω από τη σκιά ενός γιγάντιου αιωνόβιου πλατάνου.
Πυκνοί θάμνοι από βάτα, σφεντάμια, φτέρες και ένα πλήθος από ανθοφόρα φυτά πλαισίωναν τριγύρω την όμορφη, ήρεμη, ασημένια μικρή λιμνούλα με καθάρια νερά, που ξεπρόβαλε πίσω από τον αιωνόβιο πλάτανο στο τέλος μιας διχάλας από το στρατί που φιδοσερνόταν εμπρός του. Τα πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια, τα υδρόβια φυτά που επέπλεαν, δημιουργούσαν μια πανδαισία χρωμάτων, και ο συνδυασμός των αρωμάτων με τις χιλιάδες ευωδιές να κατακλύζουν τα πνευμόνια σου.
"Τα σφεντάμια και οι φτέρες είναι ακόμα αδιάφθορα,
Αλλά χωρίς αμφιβολία, όταν αποκτήσουν συνείδηση
Θ’ αρχίσουν κι αυτά να καταριούνται και να βρίζουν."
Στοιβαγμένες εικόνες στα θολά διαμερίσματα της μνήμης, αβίαστα προβάλλουν εμπρός του.
Εικόνες της εποχής  μόλις που περπάτησε καλά, και στιγμή δεν καθότανε. Έτρεχε μες στα πεζούλια στις πλαγιές και ήταν ελεύθερος σαν τον άνεμο, χαρούμενος σαν την Άνοιξη και ανέμελος σαν το Καλοκαίρι.
Της  εποχής που πότιζε το μικρό μποστάνι τους, χαμηλά στη ρεματιά, ανάμεσα στα νεροκάλαμα, ένα λουρί χωράφι και έτρεχε ξέγνοιαστος, τσαλαβουτώντας μέσα στα νερά  με το κοντοβράκι του και με το μακρύ το φτυάρι στα αδύνατα χέρια του, να αλλάζει τα κανάλια του ποτιστικού νερού ανάμεσα στα παρτέρια με τα λαχανικά και τις κολοκυθιές τις φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του. Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, κάθονταν  στον ίσκιο κάτω από το μεγάλο πλάτανο, που πάνω στα κλαδιά του πετούσαν και κελαηδούσαν πουλιά, και τα χελιδόνια βουτούσαν χαριτωμένα πίνοντας το δροσερό νερό της λιμνούλας.
Τ' ήταν ο κόσμος τότε γι' αυτόν παρά ένα περιβόλι απέραντο, καταπράσινο και μοσχοβολημένο περιβόλι, με τη φύση να βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, απ’ του ήλιου τις χρυσές ακτίνες.
Είναι μια ηδονή που δεν ξεχνιέται εύκολα απ' όσους την ένιωσαν. Όλα αυτά μνήμες και γεύσεις, μυρωδιές, ακοές, οράματα και αφές των παιδικών μας χρόνων που μας δυναστεύουν μιαν ολάκερη ζωή. Δεν το γνώρισε ολότελα το καημένο του το χωριό, που του γελούσε πάντα στον ύπνο του και στα όνειρα του.
"Με της σκέψης τα πλάνα φτερά
στο χωριό μου τρέχω να φτάσω.
Στης λιμνούλας τ’ ασημένια νερά
τ’ όνειρό μου σφιχτά ν’ αγκαλιάσω"

Σήμερα μια ζωγραφιά, ένα κάδρο, η γαλήνια ομορφιά του τοπίου είναι πάντα στο νου του, με τη σιλουέτα του μικρού σπιτιού τους, και τον λιθοχτισμένο φούρνο δίπλα στη γέρικη αμυγδαλιά. Το σπίτι ήταν κτισμένο στην νοτιοανατολική πλευρά του οικισμού κι είχε μπρος του χαντάκι. Ανάβαθο. Το χαντάκι γκρίζες πέτρες και βράχοι. Οι αιμασιές από φραγκοσυκιές και λίγα σκίνα το ένα σε απόσταση από το άλλο, το κλείνουν από πάνω προς τα κάτω σαν γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, πάνω από το λόφο με τις χαρουπιές μέχρι κάτω τα περιβολάκια. Του φαίνονταν να είναι τα σύνορα του κόσμου. Με τον ερχομό της άνοιξης θρασομανούν τ’ αγριάγκαθα και το χαντάκι γεμίζει γαλάζιους ίσκιους. Θάμνοι γυμνοί, αγκαθωτοί και ξερά χόρτα που δυναστεύουν το τοπίο. Και για την ανάγκη τους χρησίμευε και για το σκουπίδι. Ένα ταπεινό χαμόσπιτο, φτωχικό, πέτρινο σπιτάκι με κεραμίδια, με την αυλή στο νοτιά χωρίς μαντρότοιχο. Δίπλα στο σπίτι ήταν ένα καλύβι χτισμένο με ξερολιθιά, για αποθήκη που έβαζε η φαμίλια τα φτωχικά εισοδήματα τους, καρπούς, σιτάρι, το λάδι και το κρασί που έβγαζε η γη τους, «τα λιγοστά χτήματα τους», οι κόποι κι ο ιδρώτας τους.
Πίσω από την αποθήκη, ήταν κι ένα άλλο καλύβι που έβαζαν τα ζωντανά μερικές κότες και γαλοπούλες, δυο κατσίκες, μια γαϊδουρίτσα και ένα εξαίσια όμορφο κατάμαυρο άτι μ’ ένα λευκό αστέρι κόσμημα στο μέτωπο του.
Κατά τα νοτιοανατολικά του σπιτιού ένας δρόμος δύσκολος και αρκετά κατηφορικός μετά από  τριακόσια μέτρα περίπου σταματά σ' ένα μικρο διάσελο όπου μια μικρή πηγή ανάβλυζε όλο το χρόνο λιγοστό γάργαρο νερό, όμοιο με διάφανο χρυσάφι, μέσα από τα βράχια που σχημάτιζαν έναν κατακόρυφο γκρεμό σαν φυσικό πέτρινο τείχος. Η πηγή αυτή ήταν το μέρος από όπου έβρισκαν νερό οι κάτοικοι του οικισμού δυτικά του Αγίου Παντελεήμονα.... ήταν πηγή ζωής για τους ανθρώπους.... το περισσευούμενο είχαν φτιάξει στέρνα δίπλα σε μια μεγάλη κλαίουσα ιτιά, το συλλέγουν και το χρησιμοποιούν για άρδευση στα μικρά καλλιεργήσιμα πλατώματα.... τους  μικρούς καθημερινούς μπαξέδες των οικιστών.....
Οι νοσταλγικές αναδρομές μυροβόλο αεράκι έρχονται να τον δροσίζουν και να τον τυλίγουν σαν κισσός. Η σκέψη του ατενίζει το με ιδιαίτερη χάρη το παραδοσιακό πανηγύρι του Άγιου Παντελεήμονα στην μικρή πλατεία του οικισμού.
Ο Άγιος Παντελεήμονας ακόμη και σήμερα είναι ένα μικρό εκκλησάκι χτισμένο στο ψηλότερο σημείο ενός υψώματος προστάτης φύλακας του οικισμού, με απόλυτη θέα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου, περιτριγυρισμένο απ’ τη μοναδική πλατεία του οικισμού πάνω στο λόφο. Τέτοιες μέρες ολάκερο το χωριό σηκώνεται στο ποδάρι, και βουίζει από κίνηση και ζωή και οι καμπάνες του χτυπάνε χαρούμενα.
Πλήθος κόσμου μαζεύετε μαζί την γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα. Τα τραπεζάκια και οι καρέκλες στήνονται από τα χαράματα στον περίβολο του ναού, όταν ακόμα ο νυχτερινός ίσκιος σέρνεται απάνου στην ολόστρωτη άπλα του λόφου, που ανατριχιάζει κάθε τόσο με τις αλαφρές ριπές του ανέμου στα δέντρα που θρόιζαν και παίρνει όλους τους τόνους τού γαλάζιου και του ρόδινου. Με τον ήλιο που ανηφορίζει, η πρωινή άχνα μαζεύεται στις άκρες του ορίζοντα, όσο να χαθεί ολότελα. Κι όλα αποθεώνονται μέσα στο χρυσό φως, σχήματα, όγκοι, απλωσιές και ψηλώματα, σπίτια, δέντρα, πλαγιές. Τα νερά της μικρής λίμνης αστράφτουνε, οι πέτρες κι ο αέρας αστράφτουνε και γύρω-γύρω στον περίβολο του ναού στριμωχνόταν ένα πολύχρωμο και γραφικό πλήθος, σαν τσιγγάνοι. Φέρνοντας στη μνήμη του όλα αυτά τα ευχάριστα πράγματα του ερχόταν να κλάψει, αλλά δάγκωνε τα χείλη του γιατί πάντα τα πρώτα χρόνια στην ξενιτιά η άνοιξη τον αναστάτωνε και τα όνειρα της ζωής του άνθιζαν μέσα του, όπως οι μοβ περικοκλάδες ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου του χωριού του. Μια αδυναμία που του περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία του να ταξιδεύει ολόγυρα.
Θυμάται τα πρώτα χρόνια που ένοιωθε τώρα πια τον εαυτό μου. Ήξερε πως ήταν φτωχοί, πως οι άνθρωποι έπρεπε να δουλεύουν για να ζήσουν, πως γι’ αυτό δούλευαν οι γονείς του την χέρσα γη, και πως σα μεγαλώσει θα δούλευε κι αυτός. Δηλαδή το ’ξερε, καθώς ήξερε πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και χάνεται πίσω από το Μεγάλο Ρέμα. Το γιατί τους, δεν το απείκαζε. Στα παιδικά τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνονται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτα άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πει και πως δεν ένοιωθε το κόσμο.
..... Και ήρθε μια μέρα στο τέλος του καλοκαιριού που οι γονείς του είπαν πως είναι καιρός ν’ αρχίσει να μαθαίνει γράμματα, καθότι «Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο». Φθινόπωρο, ο τόπος χλοϊσμένος, ήσυχος, οι χωρικοί  ετοιμάζονταν για το όργωμα, τη σπορά και τα ξεχερσώματα, τα κοπάδια βοσκούσαν στις πλαγιές. Με το γλυκοχάραμα της αυγής, στο πρώτο λάλημα του πετεινού  στο μισοσκόταδο του μικρού σπιτιού, πλησίαζε η μάνα στο λιτό ξύλινο κρεβάτι του κοιμώμενου μικρού παιδιού της, χάιδευε το μέτωπο του, ενώ ένα χαμόγελο έσκαγε στο αυλακωμένο απ' τα βάσανα πρόσωπο της, και όσο μπορούσε πιο γλυκά, του έλεγε: «Σήκω, γιέ μου. Σήκω μην και σε πάρει η μέρα και ο δρόμος είναι μακρύς.» Σηκωνόταν, ντυνόταν, έπαιρνε το δεματάκι με το λιτό φαγητό που ετοίμαζε η μάνα του, κι έτοιμος αποχαιρετούσε τον πατέρα και η μάνα φιλώντας τον ξεπροβόδιζε: «Άντε καλό δρόμο γιε μου, στην ευχή του Θεού, και να προσέχεις παιδί μου», και παρέα με τον πιστό σκύλο δίπλα του  ξεχυνόταν στο δρόμο για το χωριό την έδρα του οικισμού πίσω από την άλλη μεριά του αντικρινού λόφου. Ανηφορίζοντας το δυτικό λόφο του οικισμού προσπερνούσε ένα μικρό δασύλλιο από χαρουπιές με πλούσιες φυλλωσιές, που τις λίκνιζε ο άνεμος. Ένοιωθε μια δροσιά στην ψυχή του σαν ανάλαφρη πνοή, μεθυσμένος από τους χυμούς της φύσης. Το χώμα είναι παντού νοτισμένο. Ο ήλιος τραβά το πρωί απ’ τη χλόη την υγρασία που τη βλέπεις ν’ ανεβαίνει σχηματίζοντας διαφανές κουρτίνες κάτω απ’ τις φυλλωσιές. Φτάνοντας στην κορφή παρατηρούσε πως όλη η έκταση γύρω από την άλλη μεριά ήταν το Μεγάλο Ρέμα, η κοιλάδα που χωρίζει τον λόφο του οικισμού από το χωριό. Εκεί βρίσκονται σκόρπια μικρά καλλιεργήσιμα λιβάδια, πολλά δέντρα από ελιές, συκιές, αμυγδαλιές, και παράμερα, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, δένδρα πυκνά το ένα πλάι στο άλλο, ένα δάσος από ορεινά κυπαρίσσια που βρέθηκε δω ανάμεσα στα βουνά. Οι πλευρές της κοιλάδας ορθάνοιχτες, να βλέπουν στο μακρινό ορίζοντα μια υποψία θάλασσας. Μια και μπεις σ’ αυτή τη φωλιά, σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου, σε μεθάει το θυμάρι οι κουμαριές, κι η λυγαριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, σου δίνουν καινούργια ζωή, που σε κάνει κι ανασαίνεις πιο εύκολα.
Πολλές φορές οι νοτιάδες έφερναν σύγνεφα το ’να πίσω από τ’ άλλο στη κοιλάδα, μα όταν που άνοιγε πάλι ο ουρανός, γινόταν ξάστερος, ροδοβαμμένος και χαμογελούσε ως πέρα στα βουνά και στις ράχες και ήταν ο ήλιος όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό ξεχυνόταν στο Μεγάλο Ρέμα.
Στο Μεγάλο Ρέμα ήταν και μια απαλή πλαγιά μέχρι το βάθος της κοιλάδας, υπήρχε κει κοντά σ’ ένα γούπατο επικλινές μι’ άπλα, μια στενή λωρίδα γης, που κατέληγε σε μια ρεματιά, ένα φυσικό κανάλι για να φεύγουν τα βροχόνερα και τα λιγοστά νερά από τις γύρω πήγες που αναβλύζουν τη άνοιξη.
Η γη στην κοιλάδα και στις λοφοπλαγιές ήταν μοιρασμένη σε μικρά χωράφια και καλλιεργήσιμη, και ολόγυρα της στα ψηλώματα φαγωμένα βουνά, στο σύνολο της δημιουργούσε το αίσθημα της γύμνιας. Από αυτό το μέρος περνούσε ένα στριφτός μουλαρόδρομος που ανηφορίζει μέχρι την κορυφή του φαραγγιού, είναι στενός, κακοτράχαλος και γεμάτος νεροφαγώματα που οδηγούσε στο χωριό τα Κουλέντια  από τους γειτονικούς οικισμούς και τις διάφορες καλλιεργήσιμες περιοχές.
........Ήταν ένα απομεσήμερο της άνοιξης γλυκό και δροσερό, ύστερα από τη μεσημεριανή βροχή που βρισκόταν σ’ ένα γυμνό πλάτωμα της ρεματιάς, στο γυρισμό από το καθημερινό σκολειό του. Μια ώρα δρόμο για τα παιδικά του τα πόδια. Στο πρόσωπο του φυσούσε απαλό βοριαδάκι, που ερχόταν μέσ’ απ’ τους λόφους και τα πετροβούνια, με τις σταχτιές κορφές, και τα πράσινα πλατώματα.  Απάνω απ’ το κεφάλι του ένα υπέροχο ουράνιο τόξο είχε στηθεί, και μακριά στον ορίζοντα μουγκές αστραπές σκιρτούν κατά διαστήματα σαν πλοκάμια αράχνης, και η κυματιστή βροχή που έπεφτε απαλά τριγύρω από νωρίς στη ρεματιά και στις πλαγιές δίχως να σκάψει τη σημαδεμένη γη είχε τώρα σταματήσει. Οι τελευταίες βροχές σκόρπισαν γρασίδι κι αγριόχορτα στις πλάγιες, έτσι που ο γκρίζος τόπος άρχισε να χάνεται κάτω απ’ το πράσινο. Ο τόπος γέμιζε με λουλούδια από τις αμυγδαλιές και τις αχλαδιές της ρεματιάς, και στο βάθος προς τη δύση στεκόταν τα αχνογάλανα βουνά και με τη θάλασσα στην ανατολή. 
Η ρεματιά τώρα είχε πάρει ένα χρυσαφί χρώμα, ένα γαλάζιο χρυσαφί, σκεπασμένη από την αντανάκλαση του φωτεινού ουρανού, με την άνοιξη που διαβαίνει σκορπίζοντας πνοή στα μυρωδάτα χόρτα στις ντελικάτες άσπρες μαργαρίτες, κι ο χρόνος ράθυμα απλώνει τις στιγμές του και αποκοιμιέται μέσα στις παπαρούνες.. Η ησυχία και η δροσιά κυριαρχούσαν τριγύρω, μόνο οι τρίλιες των μελισσοφάγων μέσα στα βάτα έδιναν ζωντάνια στον τόπο και συνόδευαν το απαλό θρόισμα του βοριά. Ένα θέαμα μαγευτικό. Στο φαράγγι υπήρχε άφθονο νερό από τις τελευταίες βροχές του Απρίλη. Η δυνατή μυρωδιά από τις ιτιές της ρεματιάς και της υγρής κοπριάς γέμιζαν τα ρουθούνια του. Κατεβαίνοντας χαμηλότερα στο μονοπάτι το μονότονο μουρμουρητό των μικρών χειμάρρων έφτανε στα αυτιά του. Τα σύννεφα ψηλά στη δύση έμοιαζαν μπαμπακένιες τούφες σκορπισμένες στον ουρανό και περαστικά πουλιά περνούσαν κοπαδιαστά, από  ψηλά και χάνονταν πίσω απ' τις κορφές των βράχων, και πέρα στις βουνοκορφές και το ελαφρό αεράκι σχημάτιζε μικρά κύματα που ζωντάνευαν τα γύρω δέντρα. Του άρεσε πολύ το ανοιξιάτικο στοιχείο. Ήταν ικανός να κάθεται ώρες ακίνητος να χαζεύει τη φύση. 
Το αεράκι της ποταμιάς του χάιδευε το μέτωπο, ο ήλιος φώτιζε μαλακά την πρασινάδα της λαγκαδιάς όταν το βλέμμα του ακολούθησε μια σκιά μέσα στη σκιά απ' ένα περαστικό σύννεφο πάνω απ’ τους λόφους, καθώς ο ανοιξιάτικος ήλιος κατηφόριζε βαριεστημένα. Έμπλεξε τα δάχτυλά του κι άρχισε να παρατηρεί αντικρίζοντας από μακριά τη φιγούρα ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού που προσγειώθηκε κάθισε και αναπαύεται στη διχάλα της μικρής συκιάς απέναντι στα κτήματα του Λουκά του Αρώνη. 
Ένα πουλί -από τις εξωτικότερες μορφές πουλιών- της λακωνικής γης. Ένας τσαλαπετεινός (Upupa epops) από τα πιο εντυπωσιακά πουλιά της φύσης, που ξεχωρίζει από το μακρύ λοφίο του με τις μαύρες μύτες. Τον πρωτοείδε να ξεπροβάλλει αργά μέσα από μια συστάδα από σκίνα και πουρνάρια στο μπροστινό χαντάκι πετώντας νωθρά, κυματιστά, ανοίγοντας χαρακτηριστικά αργά τις φτερούγες του, σαν πεταλούδα, αναδεικνύοντας με χάρη τούς πολύχρωμους σχηματισμούς των φτερών του. Ο Ήλιος που τώρα χαμήλωνε πέρα στα δυτικά πάνω από τον Κούνο λούζοντας στο γέρμα του με μια καθάρια ακτινοβολία γύρω του, έκανε τα πλουμιστά χρώματα του τσαλαπετεινού να λαμπυρίζουν. Το πούλι έμεινε εκεί με τις κομψές καμπυλωτές γραμμές του και τραγουδούσε.
Πανέμορφα πουλιά, έχουν δημιουργηθεί μύθοι κι ιστορίες γι΄ αυτά από τα αρχαία χρόνια!
Δεν είναι πουλιά που περνούν απαρατήρητα!
Αυτός λουσμένος από τη ζεστασιά της καθαρής ανοιξιάτικης μέρας ένοιωσε μια απίστευτη ευχαρίστηση να φουσκώνει σαν την παλίρροια μέσα του.
.......Στάθηκε μια στιγμή να αφουγκραστεί. Όχι αυτό που αφουγκράζεται δεν είναι μουρμουρητό χειμάρρου. Έτσι ακίνητος αυτό-συγκεντρώθηκε, αγναντεύοντας το μονοπάτι με τεταμένη προσοχή. Όλη του η ψυχή είχε πάει στα μάτια. Ανοιγμένα, ακίνητα δεν έκαναν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, καρφώνονταν με ένταση στο μεγάλο νερόλακκο στην άκρη του μονοπατιού εκεί που το διέσχιζε ο μικρός χείμαρρος και ζητούσαν απαντήσεις. Ο θόρυβος του χειμάρρου τον εμποδίζει να ακούσει καθαρά τα βογκητά. Να κάτι σύρθηκε στα δεξιά του. Έμεινε στην αρχή άφωνος και κοιτούσε σαν χαμένος, ύστερα άρχισε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει. Του 'ρθε να ξεφωνίσει. Μέσα στη γούρνα που είχε σχηματίσει ο χείμαρρος βρίσκεται φαρδύς-πλατύς ο Μπάρμπα Παναγιώτης ο γείτονας τους ένας εβδομηνταπεντάρης ψηλός, λεβεντόκορμος και καλοσυνάτος γέροντας. Ανακυλιέται ξαπλωμένος στα νερά μ’ ορθάνοιχτα χέρια και πόδια. Βογκάει βαριά. Σαν πεθαμένος που πήρε αναβολή. Προσπάθησε να του μιλήσει του γέροντα, αλλά μάταια μόνο μικρά μουγκρητά ήταν η απάντηση που έφτανε στ’ αφτιά του. Το θέαμα τον τρομοκράτησε, ακούγοντας την βαριά αναπνοή του γέροντα.
Ξυπολήθηκε και βούτηξε στα ρηχά νερά. Λίγο έλειψε να τον αφήσει ξερό από την μπόχα του κρασιού που ανέδυε η αναπνοή του γέροντα. Προσπάθησε να τραβήξει το τεράστιο κορμί έξω από το χείμαρρο χωρίς αποτελεσματικότητα, δεν τα κατάφερε, έσκυψε το κεφάλι του, δεν άντεχε άλλο κουράστηκε, εξαντλήθηκε. Το κορμί του γέροντα είχε γίνει δυο φορές βαρύτερο με τα βρεγμένα και λασπωμένα ρούχα του.
Ήταν πρώτη του φορά που άκουγε άνθρωπο να βογκίζει έτσι. Ένοιωθε τους σπασμούς του κι άκουγε τη βαριά ανάσα του. Ήξερε πως αν δεν τον ανασύρει ήταν χαμένος.
Από την προσπάθεια, έπεφτε πίσω λαχανιασμένος και πάνω που έλεγε πως απόκαμε, πως άχνα πια δεν μπόραγε να ξεστομίσει, χαλάρωνε για λίγο, έμενε να κοιτάζει κι έπιανε ξανά τη προσπάθεια εκεί που την είχε αφήσει. Έσφιξε τα χέρια του ξανάσκυψε στο πλευρό του γέροντα προσπάθησε μ' όση δύναμη μπορούσε να τον ανασύρει. Ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε. Άπλωνε τα χέρια σαν τυφλός, σωριάστηκε στην άκρη. Δεν άντεχε άλλο, κοντοστάθηκε ανήμπορος πια, να συνεχίσει την αγωνιώδη προσπάθεια.
«Δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου.» Παραμιλά.
«Πρέπει να τα καταφέρεις.» Μια φωνή του ψιθυρίζει.
Και ένοιωθε τόσο μόνος, η σαγήνη του τοπίου γύρω ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση, τίποτα δεν συγκρινόταν με την αγωνία και τη μοναξιά της στιγμής αυτής. Η θλίψη του ήταν αβάσταχτη.
Ένοιωθε στο λαιμό του την αγωνία του πάθους για την ζωή που χαροπαλεύει εκεί μπρος του, αρνιόταν να την αποχαιρετήσει. Χοντρές στάλες ίδρωτα από το πρόσωπο του έσκαγαν πέφτοντας στο νερό. Ανακάθισε ξαφνικά με τους αδύνατους και κουρασμένους μύες του συ-σπασμένους. Στριφογύρισε και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Ανεπαίσθητος, αμυδρός ήχος σαν κύμα ελπίδας τον διαπέρασε. Μονότονα επαναλαμβανόμενος θόρυβος, ερχόταν από το βόρειο μέρος της πλατωσιάς, μέσα απ’ το σύδεντρο. Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα από τα χωράφια προς το μεγάλο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη βόρεια πλαγιά της ρεματιάς και με τα κυπαρίσσια στο σύνορο του. Εκεί λοιπόν ο νοικοκύρης του χωριού, ο Κυρ Λουκάς στο κτήμα του απέναντι στο πλάτωμα έκοβε έκοβε ξύλα για το τζάκι του.  Αναγάλλιασε η καρδιά του. Τι τύχη κι αυτή, ξαφνική, απρόσμενη.
Το λιγνό κορμί του τρανταζόταν από του λυγμούς σαν κάποιον που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι και παλεύει με νύχια και με δόντια.
Έτρεξε εκεί στην άκρη του κτήματος με ανοικτά τα χέρια σα να 'τρέχε να αγκαλιάσει κάποιον. Τα χείλη του σάλευαν, χαμηλόφωνα που απεγνωσμένα ζητούσαν βοήθεια. Δυσκολευόταν να αρθρώσει τις λέξεις. Όμως τότε μια εξωτερική δύναμη τον κυρίευσε, σήκωσε το κεφάλι και μια κραυγή έσκισε τον αέρα σαν να έβγαινε μόλις από τη σήραγγα που συνδέει τη ζωή με το θάνατο.
Μια κραυγή αγωνίας ήταν η νεανική φωνή, λαχανιασμένη ενός απελπισμένου παιδιού που παλεύει απελπισμένα να καταφέρει κάτι, όταν πια έχει λυγίσει και μοιάζει ανήμπορο, μοιάζει να έχει παρατήσει την προσπάθεια. 
««Μπάρμπα- Λουκά, μπάρμπα- Λουκά! Βοήθεια!!! βοήθεια!!!» φωνάζει.
«Εδώ, εδώ! Ο μπάρμπα Παναγιώτης πνίγεται. Βοήθειαααα!» φωνάζει πάλι και παλεύει απελπισμένα.
Ο Κυρ Λουκάς την κραυγή την άκουσε και ευτυχώς, ήταν ο μόνος μάρτυρας εκείνης της σπαρακτικής κραυγής εκεί καταμεσής της ερημιάς του Μεγάλου Ρέματος.
Ο Αλκιβιάδης με τα μάτια του θολά ήταν δύσκολο να δει, δεν ξεχώριζε καθαρά τώρα ολόγυρα του.
Ακόμη ο ήλιος του λάμπει αμυδρά μέσα από μια πρασινοκόκκινη ομίχλη. Ήταν σα να 'βλέπε γύρω του τα βράχια, τη ρεματιά τα δένδρα μέσα από τα τοιχώματα μιας πυκνής ομίχλης. 
Το νερό στο ρέμα ένιωθε πως δεν έτρεχε πια παρά μόνο έτρεχαν τα μάτια του, που μπόρεσε να βρει τόσο ανέλπιστα βοήθεια. 
Ο Αλκιβιάδης με τα μάτια του θολά ήταν δύσκολο να δει, δεν ξεχώριζε καθαρά τώρα ολόγυρα του.
Ακόμη ο ήλιος του λάμπει αμυδρά μέσα από μια πράσινοκοκκινη ομίχλη. Ήταν σα να 'βλέπε γύρω του τα βράχια, τη ρεματιά τα δένδρα μέσα από τα τοιχώματα μιας πυκνής ομίχλης.  
Μετά από επίμονες προσπάθειες και όταν είχαν καταφέρει να σώσουν τον μπάρμπα Παναγιώτη, η ανησυχία του καταλάγιασε, μια ζεστασιά τύλιξε το κορμί του και για λίγο έγειρε να ξαποστάσει. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Το ηλιόφως ανάλαφρο πορτοκαλί πέρα στα μακρινά βουνά του βορρά είχε σκοτεινιάσει. Μ’ όλη την ομορφιά του, το τοπίο ήταν θλιμμένο μοναχικό, του έφερνε την αίσθηση ενός ανεμόδαρτου ερήμου κόσμου.
Την επομένη μάθανε ότι ο μπάρμπα Παναγιώτης συμμετείχε σε φιλική κρασοκατάνυξη στο χωριό και επέστρεφε στον οικισμό καβάλα στο γάιδαρό του. Εκεί στο πέρασμα του χειμάρρου το συμπαθές αλλά αφιλότιμο ζώο ξεφορτώθηκε το βάρος που κουβαλούσε σκνίπα στο μεθύσι .
Ο μπάρμπα Παναγιώτης, εκτός του ότι ήταν παλικάρι στις χειρονακτικές εργασίες, ήταν και γερό ποτήρι. Ποτέ δεν έλεγε όχι στο κρασάκι του Θεού και τιμούσε πάντα με την παρουσία του τους φίλους που τον προσκαλούσαν, δεν έφερνε καμία αντίρρηση. Φαίνεται λοιπόν πως βρήκε καλή παρέα, καλό κρασί και λογικά το έτσουξε λίγο παραπάνω. Στην ταβέρνα υπήρχε κρασί και πολύ κέφι και όπως ήταν όλοι ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι, απορροφημένοι από τα δικά τους μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, νιώσανε άρχοντες του παλιού καιρού. Ταβλωθήκανε με τις ώρες, πέρασε η ώρα χωρίς να το πάρουν χαμπάρι. Σφουγγάρια οι αθεόφοβοι, κανείς δεν ήθελε να το σταματήσει νωρίτερα γιατί τότε δεν θα είχε συμβεί αυτό που ακολούθησε με το ατύχημα του μπάρμπα Παναγιώτη. Κακός σύμβουλος το κρασί.
Αν κανείς δεν τον τύχαινε, να τον απελευθερώσει τότε ήταν καταδικασμένος, εκεί στην άκρη της γούρνας στη ρεματιά. Τα βροχόνερα που κατέβαιναν από τη πλαγιά, συνέχιζαν να ανεβάζουν τη στάθμη, γίνονταν χείμαρρος ορμητικός, θα τον παρέσερναν μαζί τους.
Θυμάται τα λόγια του γέροντα, μέρες αργότερα καθώς τον κοίταζε, χαρούμενος και ζωηρός. Ο γέροντας ένοιωθε να ξεχειλίζει από χαρά, για τη μεγάλη του τύχη, που έσμιξαν οι δρόμοι τους και είχε αίσιο τέλος το θλιβερό του ατύχημα. Τα μάτια του άστραφταν γαλήνια, τον κτύπησε στοργικά στην πλάτη, η φωνή του ήταν τρυφερή, χωρίς ν’ αστειεύεται, ακουγόταν ευγενική και στενοχωρημένη.
«Η μοίρα όλων μας είναι εδώ και ξέρουμε πως είμαστε δέσμιοι της δύναμης της. Κάνεις δεν ξέρει το γιατί. Είχα όμως μεγάλη τύχη, που εσύ βρέθηκες και στάθηκες κοντά μου, στην καμπή της μοίρας μου».
Μίλησε κάμποσο ακόμη για τα γεγονότα και για το πώς οι μοίρες τους ήταν αλληλένδετες, και ότι ήταν ο ευεργέτης του.
Ένα κύμα ευτυχίας τον αγκάλιασε, έσκυψε το κεφάλι χαμογέλασε ντροπαλά, με ταπεινότητα. Ήταν η πρώτη του φορά που άκουγε τον Μπάρμπα Παναγιώτη να μιλάει έτσι. Τότε ένιωσε τη ζεστασιά ενός ρυτιδιασμένου χεριού που αγκάλιασε το λιγνό κορμί του! Μια ζεστασιά ν' απλώνεται μέσα του, στην καρδιά του. Εκείνες τις στιγμές ένιωθε μόνο μια περηφάνια με ότι είχε βιώσει. Έστρεψε τα μάτια του, όσο κρατούσε η σιωπή κι άπλωσε το βλέμμα του στο κτήμα με τα λιόδεντρα που εκτεινόταν στη δυτική πλαγιά του οικισμού, έμεινε να κοιτάζει εκεί, μέχρι που δεν 'βλέπε πια, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει. Έμεινε βουβός, ακίνητος, χωρίς να βγάλει λέξη. Ήθελε να πει πολλά μα δεν μπορούσε το στόμα του να σαλέψει, και σε μια στιγμή έβαλε την παλάμη του ανάστροφα και με τον καρπό της σκούπισε τα δάκρυα.
....................Εκεί στα μέσα στην ανηφόρα της δυτικής πλαγιάς του ρέματος που οδηγούσε από τον οικισμό στο χωριό, στο μέσον σχεδόν της διαδρομής, σ’ ένα πλάτωμα, νερό γάργαρο καθάριο ανάβλυζε στη βάση ενός βράχου. Νερό-κολοκύθες κομμένες στα δυο υπήρχαν στο πλάτωμα της μικρής πηγής για τους κουρασμένους στρατοκόπους και τους διαβάτες που βάδιζαν τα ανηφορικά μονοπάτια. Η προνομιακή θέση αυτής της φυσικής τοποθεσίας για όσους ταξιδεύουν από τους οικισμούς στο χωριό είναι το μοναδικό πλάτωμα που συναντάει ο ταξιδιώτης ύστερα από μια κοπιαστική πορεία που προϋποθέτει το πέρασμα από τους μουλαρόδρομους, και τα λιθόστρωτα μονοπάτια.  Το πλάτωμα συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, ώστε να ξεκουραστεί ο πεζοπόρος και να αποκαταστήσει το βιολογικό του ρυθμό που αναστατώθηκε από την κοπιαστική πορεία. Το πλάτωμα επιβάλλει την ανάπαυλα και διευκολύνει την έκφραση συναισθημάτων ανακούφισης για τον εξαντλημένο ταξιδιώτη. Στο διάβα τους οι ταξιδιώτες σταματούσαν εκεί για λίγο, κάθονταν αναπαυτικά στο πεζούλι κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης φουντωτής σκαμνιάς, και έπιναν από το γάργαρο νερό να ξαποστάσουν και να μαζέψουν τη δύναμη που χρειάζονταν να συνεχίσουν το ταξίδι. Ταυτόχρονα στον δροσερό τον ίσκιο καθισμένοι, χαϊδεύοντας το μαλακό υγρό χώμα της αγαπημένης γης, και η οπτική επαφή με το απέναντι απλωμένο τοπίο, αποτελούσε την κατάλληλη στιγμή και τον κατάλληλο χώρο για την έκφραση των προσδοκιών τους, υποδαύλιζε τα όνειρα και θέρμαινε τις προσδοκίες τους..... Μπορούν να κολυμπήσουν μέσα τους και να ξεκινήσουν τον εσωτερικό τους διάλογο με έντονη την αίσθηση της μεταφυσικής.... να καταδυθούν στα βάθη της και να αφεθούν να τους παρασύρει η δίνη της.. Ν’ απλώσουν τα φτερά της αντίληψης και να πετάξουν στην απεραντοσύνη, στην αντανάκλαση του απερίγραπτου κενού που περιέχει τα πάντα.
Ο τόπος είναι ο πρωταγωνιστής, και η μοναξιά που δημιουργεί η άγρια ερημιά του τόπου, κυριαρχεί στο πνεύμα, μιλεί στις αισθήσεις των ανθρώπων, δείχνει το μονοπάτι της συνάντησης με μια ψιχάλα από κόκκους της γνώσης. Είναι οι στιγμές που η γαλήνη πλημμυρίζει τις κουρασμένες ψυχές, σαν το νερό που πέφτει πάνω στη χέρσα γη και την κάνει να βλαστήσει.  Μια αρχέγονη σχεδόν μεταφυσική αίσθηση τον ωθεί να ζωντανέψει με την φαντασία του, τους ανθρώπους που ζούσαν, πολεμούσαν, για την επιβίωση τους σ’ αυτό το τόπο. Σ' αυτή την σκληρή χέρσα γη κάθε πέτρα κι ένας σιωπηλός μάρτυρας του ιδρώτα τους.
Συγκεντρώνοντας νηφάλια τις αναμνήσεις παρασύρεται στα περασμένα γεγονότα που σήμαινε ότι κατόρθωνε να δει και να αισθανθεί μέσα από τις αισθήσεις του την περιγραφή του κόσμου της εποχής εκείνης. Το τοπίο φαντάζει άνεμο-δαρμένο, γυμνό, ιδίως το καλοκαίρι, η φύση μοιάζει να έχει παραμείνει αναλλοίωτη στον πέρασμα των χρόνων. Οι εικόνες είναι τόσο φευγαλέες που του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, στη περιγραφή μιας εποχής όπου η φυσική επικοινωνία στις κοινότητες ήταν κάτι ολότελα φυσικό να είναι δύσκολη. Ίχνος, σημάδι, δεν υπήρχε από κάποια μηχανή της σημερινής μας εποχής στα μέρη εκείνα
Ήταν οι εποχές που κάτω απ’ την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού πριν ακόμα ο ήλιος ξεμυτίσει βρίσκονταν όλοι στο χωράφι κι άρχιζαν την κοπιαστική διαδικασία του θερισμού με το δρεπάνι στο ένα χέρι, με την παλαμαριά στο άλλο. «Ώρα καλή κι ευλογημένη!» εύχονταν όλοι μαζί και φραπ-φραπ τα δρεπάνια άρχιζαν να κόβουν τα στάχυα. Με τι χαρά γινόταν ο θέρος το πρωί με τη δροσιά! Το μεσημέρι το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο. Πετούσαν οι θεριστάδες τα δρεπάνια στη γη κι έπιαναν τον ίσκιο ενός δέντρου που βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού. Εκεί έτρωγαν τα φτωχικά τους φαγητά, με γέλια, χαρές και χωρατά. Πλάγιαζαν και ξεκουράζονταν για λίγο κι όταν έπεφτε πάλι η δροσιά άρπαζαν τα δρεπάνια και συνέχιζαν τη δουλειά.
Στα ψηλώματα στους λιβαδότοπους συναντούσες πέτρινα κυκλικά αλώνια, σε τοποθεσίες επιλεγμένες, σε μέρη ανοιχτά που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες.
Οι «ντραλίκοι», μεγάλες πέτρες όρθιες τοποθετημένες κυκλικά στ’ αλώνι να οριοθετούν το χώρο και να μην διασκορπίζονται τα στάχια.
Στη ντάλα του καλοκαιριού, καλότυχοι θεωρούνταν όσοι κοντά στο αλώνι τους είχαν κάποιο μεγάλο δέντρο στον ίσκιο του να ξαποσταίνουν
"Στριφογυρίζει τ’ άλογο στο στρίγερο τριγύρα,
τ’ αστάχυα καλοπάτητα ξεγδύνουν τα κεφάλια
και δείχνουν, του γεωργού χαρά, τη σιταροπλημμύρα."

(Η καλλιέργεια του σταριού και του κριθαριού ξεκινούσε το Δεκέμβριο και αποτελούσε  για το χωριό τον ουσιαστικό κύκλο ζωής του. Ο κύκλος αυτός συνεχιζόταν με τη συγκομιδή, και την άλεση.)
Σήμερα τ' αλώνια είναι κορνίζα μιας άλλης εποχής.
Μον’ στις ρούγες του χωριού περιπαιχτικά την παροιμία πλάθουν.
«Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ' άχερα στ' αλώνι, γιατί τα παίρνει ο άνεμος και δεν τα συμμαζώνει».
Ήταν και εποχές που καθώς το τοπίο διάνυε τα πιο ζεστά καλοκαίρια το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο, καμίνι ολόφλογο, έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σαν βροχή από βελόνες. Άνεμος δε φυσούσε, τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε, τα λίγα νερά της μικρής λιμνούλας ακίνητα λαμποκοπούσαν, σαν από μέταλλο ή από λάδι, και στους γύρο λόφους τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα, τα σφεντάμια και οι φτέρες άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα, τα πουλιά χωνότανε βαθύτερα, λουφάζαν μέσα στα κλαριά, η γη είχε καταξεραθεί. «Το λιοπύρι ήταν τόσο δυνατό, που πάνω στην πέτρα μπορούσες να ψήσεις αυγά.» Μόνο το φλύαρο τραγούδι του τζίτζικα, φωνή της λαύρας χυνόταν ολούθε. Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονητικά το δρόμο της, και στο χωριό έβγαιναν για λιτανεία κάτω από τον φλογερό ήλιο.....και ο γαρμπής λιοβόρι πυρωμένο σκορπούσε κύματα φλόγες κι η λαύρα του ανέμου κατακαίει τη γη.
........................ Σφύριζε το καράβι την αναχώρηση και μαζί σφύριζαν και οι λέμβοι. Σφύριζαν το φευγιό στους ταξιδιάρηδες. Για όσους ήτανε να φεύγουνε. Να πάνε μακριά σε άλλους τόπους. Σε τόπους που τους περιμένανε, και καθώς το πλοίο αύξανε ταχύτητα οι επιβάτες κουνούσαν τα μαντίλια όσο περισσότερο μπορούσαν, συντηρώντας τον δεσμό με τα πρόσωπα που χάνονταν στην ακτή. 
Ο ήλιος τραβά δυτικά πίσω απ’ τα ψηλώματα τις τελευταίες του αχτίνες, κι οι ίσκιοι πέφτουν βιαστικοί στα κύματα της λακωνικής ακτής.
Ανατολικά βρίσκεται το Μυρτώο Πέλαγος, το πλοίο σηκώνει άγκυρα χαράζει πορεία στον ανοικτό ορίζοντα.
Η Παλιά Μονεμβάσια, νότια του μεγάλου βράχου, μένει πίσω τους.
Ο ουρανός ήταν καθαρός, τα πρώτα άστρα φάνηκαν στο στερέωμα.
Το σούρουπο έδωσε τη σκυτάλη στην νύχτα που μοσχοβολά την υγρή οσμή της θάλασσας και το φεγγάρι ένας χρυσαφένιος δίσκος, αναδύεται πέρα στον μακρινό ορίζοντα έτοιμο κι’ αυτό να αρχίσει το ταξίδι του στον ουρανό, φτάνοντας πέρα, στους μακρινούς ωκεανούς, στις μακρινές θάλασσες, κι αυτός συλλογιέται ακουμπισμένος στην κουπαστή την αναχώρηση, φέρνει στα μάτια του τη γη που γεννήθηκε ν’ απομακρύνεται μέσα στ' απόνερα από αφήνει πίσω της η προπέλα του «Ποσταλιού».
Το μακρινό ταξίδι μόλις είχε ξεκινήσει.
Ήταν το πρώτο του βήμα.
Υ.Γ.
Κάθε τι που κάνουμε κάθε τι που είμαστε στηρίζεται στην προσωπική μας δύναμη και θέληση. Αν έχουμε αρκετή τότε και η πιο απλή μας ενεργεία μπορεί να ‘ναι αρκετή ν’ αλλάξει το δρόμο της ζωής μας, να ξεπεράσει και να διευρύνει τα σύνορα μας. Μόνο η επιτυχία να μη γίνει έμμονη ιδέα. Αν κάποιος θέλει να επιτύχει κάτι, η επιτυχία πρέπει να ‘ρθει ομαλά, με μεγάλη προσπάθεια, αλλά χωρίς καταπόνηση η βασανιστικές ιδέες.
«Όποιος την τύχη του ορίζει,
Βαστάει τα ηνία όλα μαζί.»

Simiosi:

**Ελληνικό, έως το 1955 ονομαζόταν Κουλέντια, οικισμός (υψόμετρο 500 μέτρα. ) του νομού Λακωνίας.
Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Μονεμβασίας και έχει 177 κατοίκους (2001).
Τέως δήμος Ελληνικού 315 κάτοικοι.
Το Ελληνικό [ 177 ]
Η Παναγίτσα (Βουβουτσέλια) [ 15 ]
Τα Φούτια [ 123 ]


Προβολή μεγαλύτερου χάρτη

Click to Open
Μακρινό ταξίδι II:
.....

 
Web Informer Button