ADS

click to open

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Ton Tifonon Nikitis

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, τ. 7 της Β’ περιόδου (15 Ιανουαρίου 1948). Ήταν
το τρίτο διήγημα που έστειλε ο τότε άγνωστος Βασίλης Λούλης στο περιοδικό.

(Γράφτηκε όπως είναι τώρα, στις 20 Ιούλη 1947)
Πηγή: http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/loulhs_tufwnes.htm

Μια βραδιά τώρα τελευταία που καθόμαστε στην κουζίνα σου ’χα μιλήσει για κάτι χαρτιά π’ έχασα το σαράντα τέσσερα, τον καιρό που με κυνηγούσαν, το θυμάσαι;
Μπορεί τότε να γελούσες μέσα σου, σίγουρα θα γελούσες, μπορεί σαν έφυγα να ξεκαρδίστηκες στα γέλια – πάει ο Αντώνης, του ’στριψε – κι ας μη σου ’χα πει τι χαρτιά ήταν, μια και δε με ρώτησες. Μα τώρα δε γελάς πια, έτσι δεν είναι; Γελάς και τώρα;
Άκου, λοιπόν, να σου πω, σαν δε βαριέσαι, μέσες άκρες, εν ολίγοις που λέτε και σεις οι γραμματισμένοι, τι ήτανε αυτές οι ιστορίες. Είχα σκοπό να στις έλεγα από τότε. Αν με ρωτούσες αν σ’ άρεσε η συντροφιά μου, θα τις ήξερες από τότε.
Ήταν των τυφώνων ο νικητής.
Αυτή ήτανε η ιστορία κάποιου καπετάνιου, Λεωνίδα τον λέγανε. Αρχίζει από τον καιρό που πρωτομπαρκάρησε, είναι πολλά χρόνια περασμένα, καμαροτάκι της μηχανής με το s/s «Ελέγκω», δεκάξι χρονών παιδί.
Καμαρότος της μηχανής. Μη σου περάσει όμως η ιδέα, πως έχει κι η μηχανή καμαρότο, - τα σίδερα δε χρειάζονται καμαρότους, χρειάζονται γερά μπράτσα – είναι ο άνθρωπος που περετά τους μηχανικούς του βαποριού. Τους σερβίρει, τους κάνει καφέ, σφουγγαρίζει τις κάμαρές τους, τους στρώνει τα κρεβάτια, σωστή υπηρέτρια, ο τελευταίος άνθρωπος του βαποριού με λίγα λόγια.
Αυτό το καμαροτάκι, που λες, είχε το διάολο μέσα του. Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι, που λέει η παροιμία. Τέτοιος ήτανε, από το πρώτο του ταξίδι κιόλας έβαλε λεφτά στην Τράπεζα, απόχτησε το μπανκ μπουκ[1] του. Δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό για τους Εγγλέζους, σε πόση υπόληψη σ’ έχουνε σαν το ’χεις. Ας είναι, ας τ’ αφήσουμε αυτά, για το Λεωνίδα τώρα. Ό,τι έβλεπε το ματάκι του, το χεράκι δεν τ’ άφηνε, φτάνει μόνο να μπορούσε να τ’ αρπάξει. Και μόνο αυτό; Μιάμιση λίρα έπαιρνε μιστό το μήνα, δυο – δυόμιση έβαζε στην τράπεζα• ήταν βλέπεις κάτι τα τυχερά που δε λέγονται.
- Βρε Λεωνίδη, βρε σπαγκοραμμένε, αθεόφοβε, στείλε βρε καμιά λίρα του κύρη σου μέρες π’ έρχονται.
- Έχει ο αφέντης μου, δεν έχει ανάγκη ’πό μένα.
Έτσι που λες, ναύτης ο Λεωνίδης, μάγειρας ο Λεωνίδης, καμαρότος της κάμαρας, λοστρόμος ο Λεωνίδης, ανέβηκε γρήγορα όλα τα σκαλοπάτια. Μα τ’ άξιζε και με το παραπάνω. Ήταν παιδί που ήξερε να ζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο, που τιμούσε τον αφεντικό του.
- Καπετάνιε, ο Μυκονιάτης βλαστημούσε για το φαΐ το μεσημέρι, στην κουζίνα ’π’ έξω.
- Καπετάνιε, ο Κουμιώτης κάτι έλεγε στους θερμαστές για τα τσιγάρα, μα μόλις μ’ είδε σταμάτησε, δεν πρόκανα ν’ ακούσω.
Καπετάνιε το ’να, καπετάνιε τ’ άλλο. Τ’ αυτάκι του πάντα τεντωμένο, κάτι ν’ αρπάξει να τρέξει να το πει. Κι αν χρειαζόταν κάνα ψευτομάρτυρα ο καπετάνιος στο Προξενείο να κάψει κάνα ναύτη η θερμαστή, πάντα ο Λεωνίδης. Όσο για τα ποταμίνια, από τον καιρό π’ έφυγε από το τελευταίο σκαλοπάτι, το καμαροτιλίκι της μηχανής, ποταμίνιο δε γινότανε χωρίς τον Λεωνίδα, της απολύτου εμπιστοσύνης. Κι όλα τούτα όχι μόνο όσο ήταν άμυαλο παιδί, μα και μεγάλος άντρας πια, ώσπου ύστερα από τόσα προσόντα και χάρες, φυσική συνέπεια, πήρε και το δίπλωμα του καπετάνιου. Και να πεις πως ήξερε γράμματα. Ούτε το Σχολαρχείο δεν είχε βγάλει, τρία χρόνια στη δευτέρα του Ελληνικού, βαριέστησε ο πατέρας του και τον έστειλε με το «Ελέγκω» να δει πώς τρώνε το ψωμί. Μα τότε, βλέπεις, τα διπλώματα πλωταρχίας τα ’διναν εύκολα, δεν ήταν σαν και τώρα.
Τον θυμάσαι τον μπαρμπα-Δημήτρη το Μπίτσο που πέθανε το ’42;
- Πώς πήρες, μπαρμπα-Δημήτρη, το δίπλωμα;
- Πήγα του Λιμενάρχη στη Σκιάθο μια κόφα χαμαλιά.
Για τον καπετάν Λεωνίδα δεν ξέρω αν το πήρε με χαμαλιά ή με καμιά κόφα λουκάνικα και λεμονοπορτόκαλα, γι’ αυτό ποτές δεν κουβέντιαζε στη γέφυρα, μα μια φορά το πήρε.
Γραμματικός, που λες, κάμποσα χρόνια ο Λεωνίδης, παντρεύτηκε καμιά φορά ο Λεωνίδης με μια μισοανεψιά, μισοϋπηρέτρια, μισομεταχειρισμένη κάποιου μεγάλου εφοπλιστή και πήρε προίκα, μαζί με τ’ άλλα, τα κέρατα και τα λοιπά, και τον «τηλέγραφο»[2], το καπετανιλίκι, καπετάνιος, καπετανάρα ο Λεωνίδης.

Ποιος είδε το Θεό και δεν τον εφοβήθηκε…
- Όσα τράβηξα είκοσι χρόνια, τώρα θα πληρωθούνε όλα!
Ήταν οι προγραμματικές του δηλώσεις, σαν να πούμε, τη μέρα που μπήκε στο σαλόνι, που παράλαβε το βαπόρι.
Στις πλώρες λέγαμε – καημένα χρόνια – ο Θεός να σε φυλάει από παλιά πουτάνα και ’πό καινούργιο καπετάνιο μα κείνος ο Χριστιανός κι ύστερα από δυο κι από τρία κι από πέντε χρόνια ο ίδιος ήτανε, ίδιος και χειρότερος σαν τον πρώτο χρόνο που ’ταν ξελιγμένος.
Βούτα ’πό ’δω, άρπαξε ’πό κει.
Από τα κάρβουνα, από τις μπογιές, από το φαΐ μας, σ’ αυτό δα ήταν ατσίδα μοναχή! Μπορεί να μην ήξερε να σου πει τι φορτώνουνε από το Κάρδιφ και τι από το Ροζάριο• μα για να σου πει αν τα κρεμμύδια είναι πιο συφερτικά στο Λας Πάλμας ή στο Τενερίφ άσσος μοναχός. Από τα τσιγάρα, κάτι τσιγάρα εγγλέζικα, τα πιο φτηνά, θρι μπελς» τα λένε, δηλαδή τρεις καμπάνες – εφτά σελίνια η χιλιάδα, μας τα χρέωνε δεκάξι, δεν του ’φτανε το διπλό κι όποιου αρέσει, όποιου δεν τ’ αρέσει ας μην πάρει, τα πουλάμε στην Αργεντίνα, όφελος θα ’χουμε – από τις ζημιές και τις αβαρίες, αυτά ήταν τα λαυράκια κι οι συναγρίδες – από τις αρρώστιες, από το χάρο, από τα σκουπίδια, απ’ όλα. Τίποτα δεν άφηνε, από παντού να βγάλει. Πεντόλιρα, λίρες, μισόλιρα, σελίνια, πένες, τίποτα δεν περιφρονούσε, σωστή καταβόθρα.
Κάθε μέρα καβγάδες με τους μηχανικούς και το γραμματικό, γιατί τα ’θελε όλα δικά του, κι άκουγε κάθε φορά τόσα και τέτοια, π’ έπρεπε, αν είχε μιας πεντάρας ντροπή, να ’χε πέσει χίλιες φορές στη θάλασσα, μα δεν έδινε σημασία. Και μ’ όλο που τα γράφανε του ιδιοκτήτη όλα τούτα, τίποτα, το κεφάλι τους τρώγανε. Ατράνταχτος ο Λεωνίδης• το χατίρι της Πιπίτσας, της γυναικούλας του, βλέπεις, μεγάλο, πολύ μεγάλο.
Είναι κάτι «κύριοι» π’ έρχονται και κόβουν βόλτες μόλις σουρουπώνει έξω ’πό τα ρωμέικα βαπόρια• κι ο καπετάν Λεωνίδης, ούτ’ αυτούς δεν τους περιφρονούσε. Φωνήεντα υπήρχαν; Παραδάκι έπεφτε; Καλοί ήσαν και κείνοι, πολύ καλοί.
Αυτό θα πει να ’σαι έξυπνος, να ξέρεις να εκμεταλλεύεσαι όλα σου τα προσόντα, φυσικά και επίκτητα, όπως λέτε και σεις, στην κατάλληλη περίσταση και ώρα.
Από θερμαστές και ναύτες και τι δεν είχε ακούσει όλα του τα χρόνια!
Μια φορά, τα ’λεγε ο ίδιος ένα βράδυ στη γέφυρα την ώρα που ’χα τιμόνι, είχε ένα ναύτη που σαν έβλεπε τα Σαββατόβραδα στο πέλαγο τον καμαρότο να παίρνει βόλτα το βαπόρι με το θυμιατό, καθόταν έξω από την πόρτα της πλώρης κι άρχιζε το ψάλσιμο:
«Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι αποδεκατείτε..»
Μια, δυο, δε βάσταξε επιτέλους και του φώναξε μια μέρα από τη γέφυρα.
- Παπάς ήτανε ο πατέρας σου, ρε…
Κείνος, χωρίς να δείξει αν κατάλαβε τη βρισιά, χωρίς να νοιαστεί καθόλου.
- Όχι, καπετάνιε, μα οι παππούδες μου ήταν ο ένας παπάς κι ο άλλος καλόγερος στα γεράματά του• ο δικός σας παπάς ήτανε;
Άλλη μια φορά το κρέας είχε πάρει λιγάκι μυρουδιά, δε χάλασε δα ο κόσμος, δεν είχε και σκουλήκια, κι εξάλλου μέσα στη λίνια[3] βρισκόντουσαν, και κείνος ο ίδιος ο αντίχριστος μπροστά, με την καραβάνα στο χέρι, κι οι άλλοι από πίσω ήρθανε έξω ’πό το σαλόνι.
- Τι έχει το κρέας, βρε; Κι η γυναίκα μου και τα παιδιά μου – είχαν περάσει από την Ελλάδα και τους είχε πάρει μαζί – από το ίδιο τρώνε (ψέματα, μαγείρευε κρυφά στο σαλόνι με γκαζιέρα κάθε μέρα κότα).
- Στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου μπορείς να δώσεις ό,τι σ… θέλεις να φάνε• μεις δουλεύουμε και δε θα μας ταγίζεις με βρόμια κρέατα• και δίνει μια της καραβάνας και πάει στη θάλασσα.
Γι’ αυτά δεν ίδρωνε τ’ αυτάκι του• είχε το σκοπό του και για κει τραβούσε με κλειστά μάτια, τίποτ’ άλλο δεν έβλεπε, σαν τα μουλάρια που τους βάζουνε χάμουρα.
Και ο σκοπός του ήταν να γίνει αφεντικό, να καπετανέψει στο δικό του το βαπόρι, να μη δουλεύει γι’ άλλους• και τον πέτυχε το σκοπό του. Άργησε λιγάκι, έκανε κάπου έξι χρόνια καπετάνιος στο βαπόρι του θείου και προστάτη της γυναικούλας του, μα ήθελε το βαπόρι να ’ναι ολότελα δικό του, να μην έχει να κάνει κανείς άλλος ούτε πόντο και βάρδα μπένε από υποθήκες και γραμμάτια.
Λιγάκι παλιό, μα θηρίο, οχτώ χιλιάδες τόνοι, και το ’βγαλε «Πιπίτσα», για να τιμήσει τη χρυσή του τη γυναίκα, που του ’φερε όλη τούτη την καλή τύχη και πρόοδο.
Τ’ αγόρασε κατά τα τέλη του τριάντα δύο, τότε που κόστιζε ένα παλιό βαπόρι σε δραχμές λίγο παραπάνω απ’ όσο κοστίζει σήμερα μια μεγαλούτσικη κατσαρόλα αλουμίνιο και τα πληρώματα τότες, μεις δηλαδή, ναύτες και θερμαστές, είμαστε πιο φτηνοί κι από τα παλιοσιδερικά ακόμα. Κι αν πεις για καπετάνιους και γραμματικούς, τρεις στη δεκάρα. Εύρισκες τότε καπετάνιους μ’ ελληνικά φορτηγά που ταξιδεύανε Αυστράλιες κι Ιαπωνίες, που παίρνανε τον ίδιο μιστό με τους ναύτες των εγγλέζικων βαποριών, μα ποιος Ρωμιός καπετάνιος λογάριασε ποτές του το μιστό…
Επλουτίσθη, τότε, δα η ποντοπόρος ναυτιλία μας, επλουτίσθη για τα καλά• δεν έμεινε παλιοκαγιάσα σ’ εγγλέζικο λιμάνι. Μέσα σε δύο χρόνια, πάνω απ’ εκατό βαπόρια. Και το μονάκριβο βαπόρι π’ έχουμε και μεις, τότες αγοράστηκε.
Μιστός σε πρώτης κατηγορίας βαπόρια, καθαρά τρεισήμισι λίρες το μήνα. Να βγάλεις μια λίρα το μήνα για τσιγάρα, σαπούνι, κάνα παντελόνι, κάνα πουκάμισο, αρβύλες, δε φτάνει, μ’ ας πούμε ότι φτάνει, μένουνε δυόμιση. Για μπύρα και καφέ και λεμονάδα, ή κάνα πορτοκάλι και σταφύλι να δροσίσεις το ξεραμένο από τη λίνια λαρύγγι σου ή το πιο ξεραμένο από τις κονσέρβες και τα παλιοκρέατα στομάχι σου, δεν κάνω κουβέντα. Δυόμιση λίρες το μήνα τότε ήταν 1300-1400 δραχμές. Ούτε δεκάρα να μην ξόδευες, ζούσε δε ζούσε το σπίτι. Δε μιλάω για τον εαυτό μου, για κείνους που ’χαν πάρει γυναίκα στο λαιμό τους κι είχαν φέρει παιδιά στον κόσμο μιλάω. Μα πάλι και ’γω κι οι άλλοι σαν και μένα, ως πότε θα ’μαστε τριάντα και τριάντα πέντε χρονών; Κάποτε θα γεράσουμε και τότε τι θα γίνει; Με τις πεντακόσιες δραχμές το μήνα σύνταξη θα ζήσουμε ή της προσκολλήσεως στα καταστήματα των ομογενών, να προσφέρουμε ορισμένες υπηρεσίες και να περιμένουμε από το κουβαρδαλίκι εκείνων που ταξιδεύουν;

Αυτό ήτανε.
Να πηγαινοέρχεσαι όλη σου τη ζωή ’πό 50ο – 60ο βόρειον πλάτος σε 30ο – 40ο νότιον, να σε τρώει η λίνια και το κουνούπι του Παρανά[4], οι παγωνιές τ’ Αμβούργου και του Κάναδα, να ’σαι πάντα κουρελής και να περιμένεις την εξ ύψους βοήθειαν.
Όσο για τη γυναίκα, κάνεις τη θυσία και βγάζεις μια φωτογραφία του μισού σελινιού και της την στέλνεις, σου στέλνει και κείνη μια στιγμιαία, που λένε κι εντάξει. Και στο κάτω κάτω βοϊδοκέφαλοι δε σπανίζουνε στην Ελλάδα, δόξα να ’χει ο Κύριος, ας βολευτεί όπως μπορεί, μόνο το νου της να ’χει σαν γυρίσεις να μη βρεις κάνα παιδί παρά πάνω.
Κι όλα τούτα με τα βαπόρια της άλφα κατηγορίας, όμως όλα τα ρωμέικα βαπόρια δεν ήταν άλφα, ήταν και τα βήτα κι η μαύρη μοίρα[5]. Μαύρη μοίρα μη φανταστείς πως τα ’χουμε βαφτίσει μόνο γιατί, πού τα χάνεις πού τα βρίσκεις, όλο στη Μαύρη Θάλασσα, μαύρη είναι η μοίρα κείνων που μπαρκάρουνε με δαύτα. Αυτούς, ως και μεις τους κλαίγαμε ακόμα.
Μα ποιος τα λογαριάζει αυτά μπροστά στην πρόοδο της ναυτιλίας μας, της εθνικής μας οικονομίας την πρόοδο; Τι αξία έχουνε αυτά μπροστά της; Και στο κάτω κάτω δε μας έπιασε κανείς από το λαιμό να μπαρκάρουμε. Παρακαλώντας πηγαίναμε, σώσον ελέησον, πάρε με, καπετάνιε, και θα δεις τι καλός που είμαι, να σχωρεθεί ο πατέρας σου, πάρε με, π’ έχω παιδάκια να ζήσω ο φτωχός ο κακομοίρης.
Χρόνια αξέχαστα…
Μα με τούτα κόντεψα να ξεχάσω το φίλο μας τον καπετάν Λεωνίδη.

Το πήρε το βαπόρι, που λες, στα τέλη του τριάντα δύο κι ήταν σε κακό χάλι απ’ τη σκουριά, δεμένο χρόνια.
Μα καπετάν Λεωνίδα τον λέγανε! Μέσα σε δυο χρόνια το ’κανε αυγό, καινούργιο.
Κάτω στην Αργεντίνα κείνο τον καιρό ήταν ένα σωρό Ρωμιοί που ’χαν πουλήσει ό,τι είχανε και δεν είχανε για να πάνε και τώρα δίνανε την ψυχή τους στο διάολο – μια και δεν είχαν τίποτ’ άλλο να δώσουν – για να γυρίσουνε πίσω στην Ελλάδα.
Ε, από δαύτους ο καπετάν Λεωνίδης έβγαλε πολλούς θαλασσινούς• κάθε ταξίδι έπρεπε να πάρει δυο τρεις, τ’ λιγότερο «επιβάτες» δωρεάν, χωρίς εισιτήριο, και πάντα κάθε ταξίδι ο ένας θα ’μενε πλήρωμα στο βαπόρι, άμισθος βέβαια στην αρχή όσο να μάθει τη δουλειά – αυτό έλειπε δα, να γυρεύει και μιστό από το πρώτο ταξίδι. Κι οι «επιβάτες» αυτοί, που λες, τη βασιλοπούλα[6] στο χέρι από το πρωί ως το βράδυ. Μέσα στα πόνκερς[7], στα στρίτζα[8], στο άφτερ πικ[9]. Μέσα στους τροπικούς, οι θερμαστές ήταν πρίγκιπες μπροστά τους.
Έτσι τα βόλευε, έτσι περνούσε ο καιρός, ώσπου του συνέβηκε ένα ατύχημα.
Έπνιξε δυο ανθρώπους.
Μη φανταστείς πως τους έπνιξε επί ταυτού, με τα χέρια του – Θεός φυλάξει – η θάλασσα τους πήρε, ο τυφώνας, ο καπετάν Λεωνίδης ο καημένος δεν έφταιγε, ας προσέχανε να κρατηθούν. Τι φταίει αυτός; Κι από την άλλη, βαπόρι είναι, ωκεανούς περνάει, δεν είναι μπακάλικο, ούτε συμβολαιογραφείο.
Η αλήθεια είναι πως σαν πήρε το ραδιοτηλεγράφημα για τον τυφώνα, π’ έφερνε βόλτα κει κοντά, μπροστά του, έκανε κράτει, περίμενε δυο μέρες• για να περιμένει και τρίτη, να χάσει το κατσέλο[10], να καταστραφεί, ποιος Θεός το θέλει; Πάνω που πήρε τα μπρος, π’ έγινε κι αυτός αυτεξούσιος ύστερα ’πό τόσα χρόνια, ύστερα ’πό τόσες και τέτοιες θυσίες…
Δω μια ζωή ολάκερη την έζησε χωρίς ντροπή και δίχως πέτσα και τώρα να γίνουν σκονόβολο όλα; Ύστερα από έξι μήνες είναι το σορβέι[11] και ποιος ξέρει τι δουλειές θα τ’ ανοίξουνε κείνοι οι παλιοκερατάδες οι Εγγλέζοι. Άλλαξε αυτό, άλλαξε και κείνο. Βγάλε τούτη τη λαμαρίνα, και κείνη, και κείνη• δώσ’ του τεμπεσιριές[12] αράδα• πάρε τούτο, κάνε κείνο.
Και να χάσει το ναύλο και να κλειστεί δω κάτω, στην καταραμένη τούτη την Κίτρινη Θάλασσα, τι γίνεται; Ε, τι γίνεται; Πώς να πληρώσει το σορβέι; Γραμμάτια; Υποθήκη;
Που το συλλογιέται μόνο, τον πιάνει η καρδιά του. Πάει, του τη φάγανε την «Πιπίτσα» του τα σκυλόψαρα των «Holland» και των «Armadores» χάουζ του Λονδίνου[13]. Πάει, του τη φάγανε… Γκρααν – γκρουν – γκρααν ο «τηλέγραφος». Πρόσω ολοταχώς κι η Παναγιά μαζί μας!...
Τα παρακάτω δεν μπορώ να στα πω παιδί μου, όπως γενήκανε. Σαν τα θυμούμαι, σαν τα συλλογιέμαι, σταματάει το μυαλό μου.
Στην αρχή ήρθε μια κοκκινίλα, ύστερα άλλαξε ο ορίζοντας χρώμα, έγινε σαν μαβής, ύστερα σαν κίτρινος. Ύστερα ήρθε μια βουή, μια αντάρα, σαν να πέφτανε χιλιάδες μπόμπες κάπου κει κοντά και γίνηκαν όλα άσπρα, κάτασπρα.
Μόνο ο καπετάν Λεωνίδας στη γέφυρα δεν ήταν άσπρος, ήταν μαυροκίτρινος.
Ύστερα, ύστερα… Μα σου ’πα, τούτα δεν μπορώ να στα ιστορήσω…
Κείνοι οι δυο οι πνιγμένοι ήταν δυο λαμπροί ανθρώποι. Ο ένας, ο Μανόλης, είκοσι οχτώ χρονών, πατριώτης του καπετάνιου κα νιόγαμπρος. Στο Άμστερνταμ, απ’ όπου φύγαμε για τούτο το ταξίδι, είχε λάβει γράμμα από τη γυναίκα του. Είχε γεννήσει καλά και του ’κανε γιο και του ’γραφε πως στο γυρισμό θα του ’στελνε και μια φωτογραφία του μπέμπη, να μεγαλώσει λίγο να δείξει ποιανού μοιάζει.
Κι ο φουκαράς ο Μανόλης δε μιλούσε για τίποτ’ άλλο παρά για τη Ζαμπέτα του και για το γιο του και για τη φωτογραφία που περίμενε. Σαν έφυγε, της είπε πως θα λείψει τρία χρόνια, να δουλέψει, κι ύστερα θα πήγαινε να καθίσει λίγο κοντά της. Ο ένας χρόνος πέρασε, ακόμα δυο μείνανε, ε, θα περάσουνε και κείνοι, καλά να ’μαστε. Πάνω από το μαξιλάρι του κρεμότανε η φτηνή φωτογραφία της Ζαμπέτας από τον καιρό που ’τανε υπηρέτρια στην Αθήνα. Ο ζωγραφιστός «Αβέρωφ» πίσω της και δίπλα τ’ ανθογυάλι με τα χάρτινα λουλούδια…
Ο άλλος… ο άλλος ήταν άλλο σόι άνθρωπος. Δημήτρη τον λέγανε κι ήτανε από το Γαλαξίδι. Μην ακούς που λένε πως όλοι οι Γαλαξιδιώτες είναι Θύμιοι, Λιάδες και Μπάμπηδες, μέσα μέσα βρίσκεις και κάνα Γιάννη ή Δημήτρη.
Τον αγαπούσα τον άτυχο το Δημήτρη, λίγο πολύ όλους τους Γαλαξιδιώτες τους αγαπάω, γιατί ’ναι κι αυτοί ξεπεσμένοι στη θάλασσα σαν και μας. Σκλάβοι δουλεύουνε και κείνοι σε κεφαλλονίτικα κι αντριώτικα βαπόρια, μόνο που κείνοι είναι έξυπνοι, πιο πολλοί καπετάνιοι παρά ναύτες. Τα μισά σπίτια του Γαλαξιδιού είναι καπετανόσπιτα, σαν που ’ταν και τα δικά μας μια φορά κι έναν καιρό.
Το σωστό όνομα αυτής της ιστορίας έπρεπε να ’ταν: Των τυφώνων ο νικητής κι ο γαλαξιδιώτης ναύτης, μα μου φαινόταν πολύ μακρύ, σχολαστικό και το ’κοψα.
Άλλος άνθρωπος ο μακαρίτης…
Κάποτε, σ’ ένα ταξίδι, πιαστήκανε δυο θερμαστές, ένας Καλαματιανός κι ένας Αράπης από το Πορτσάιτ. Ο Καλαματιανός έφταιγε. Ήταν ένας από κείνους τους ανθρώπους, που δε χρειάζεται ν’ ακουμπήσεις πάνω τους για να λερωθείς, σε λερώνουνε με το να περάσουν μόνο ’πό κοντά σου, με το χνώτο τους.
Ο Αράπης ο φουκαράς, ήταν τόσος δα, μια μπουκιά άνθρωπος, μα ασκημότερο άνθρωπο δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου• τον έβλεπες κι ήθελες δεν ήθελες σου ερχότανε στο νου κάποιος μεγάλος σοφός, π’ έχει πει πως οι άνθρωποι καταγόμαστε ’πό τις μαϊμούδες.
Του ’πρήξει το συκώτι ο Καλαματιανός τ’ Αράπη, όλο το ταξίδι ήταν μια βάρδια οι δυο τους. Γιατί δεν έκανες τούτο, γιατί έκανες κείνο, σπρωξές, σκυλάραπα, το Μωάμεθ σου, τη Φατιμά σου, ώσπου μια Κυριακή χαράματα φόρα το μαχαίρι ο Αράπης κάτω στο στόκολο[14], και παρά λίγο να ’χουμε ψαλμωδίες και αποχαιρετιστήρια σφυρίγματα στο πέλαγο.
Σαν πήραμε χαμπάρι και πεταχτήκαμε πάνω όλοι, το χασανάκι την είχε άσχημα, είχαμε προσβληθεί βλέπεις στο εθνικό μας φιλότιμο.
Βρε το σκυλάραπα, ό,τι και να του ’κανε, να τραβήξει μαχαίρι!... Λιγάκι ακόμα να τον αφήναμε στον τόπο, μα τον γλίτωσε ο μακαρίτης ο Δημήτρης όχι χωρίς κίνδυνο και κόπο. Σαν φτάσαμε στο λιμάνι, να φύγει ο Αράπης. Αφού μάζεψε τα ρούχα του και τα κατέβασε στον ντόκο[15], πήγε να αποχαιρετήσει το φίλο του το Δημήτρη.
Μόλις είχαμε σκολάσει και καθάριζε τα χέρια του με πετρέλαιο, σκούπισε το δεξί του με το στουπί και το ’δωσε στο χασανάκι, μα κείνος, αντίς να πιάσει το χέρι που του ’δινε, ξαφνικά πέφτει τα μπρούμυτα μετάνοια, αγκάλιασε τα πόδια του Δημήτρη κι έλεγε:
- Σαΐντα, για χαβάκα Ντημήτρη, σαΐντα για χαμπίμπι Ντημήτρη, και δε θυμάμαι τι άλλο.
Δεν τον είχα ξαναδεί θυμωμένο το Δημήτρη ούτε τον ξανάδα τόσον καιρό που κάναμε μαζί σε πλώρες και σε μπουρδουνάου[16]. Στον βουτάει τον Αράπη από το γιακά, τον σηκώνει πάνω και του τραβάει μια σφαλιάρα μα τι!... Σίγουρα θα ’πεφτε σαν δεν τον κρατούσε, να σαν και κείνη π’ ήφαγα ’γω τη δεύτερη βραδιά ’πό το δημοψήφισμα στη γωνιά στο πηγάδι.
Το χασανάκι τα ’χασε, κοίταζε αμίλητος το Δημήτρη, μόνο που δάκρυα τρέχανε από τα μάτια του.
Και τότες έγινε ένα θαύμα.
Δάκρυα φανήκανε και στου Δημήτρη τα μάτια. Αγκάλιασε με το γυμνό του μπράτσο το χασανάκι, ίσα ίσα με τον ώμο τού ερχότανε, κι άρχισε να λέει:
- Σχώρα με, φίλε, σχώρα με, Χασάνη, δεν το ’θελα, στ’ ορκίζομαι, δεν το ’θελα, μα γιατί να μου κάνεις μετάνοια μένα, χασανάκι; Ποτές σου μην το ξανακάνεις αυτό, ποτέ μετάνοια σε κανέναν, καλύτερα κρέμασμα, βουτιά στη θάλασσα, μα ποτές σου μετάνοια σε κανένα, σε κανέναν, κερατά, ποτέ μετάνοια, χασανάκι!
Και τ’ Αραπάκι γελούσε κι έκλαιγε κι έτριβε το μαϊμουδίστικο κεφάλι του πάνω στα γυμνά στήθια του Δημήτρη κι έλεγε:
- Μαλές για γαμπίμπι, ντε πειράζει Ντημήτρη μαλές, φίλε, όκι μετάνοια, φίλε, όκι άλλο μετάνοια γκω, για χαμπίμπι.
Ξέρω πολλά για το μακαρίτη, τόσον καιρό κάναμε μαζί, καμιά ώρα λέω να στρωθώ στο γράψιμο, να τα ιστορήσω.
Την ώρα που τον άρπαζε το κύμα – κύμα ήταν κείνο για βουνό; - ήμαστε μαζεμένοι στην κουζίνα• τον είδα μια στιγμή ψηλά στους αφρούς απάνω. Κοίταξε μια κατά τη γέφυρα, κατά τον καπετάνιο, ύστερα η ματιά του έπεσε πάνω μας, χαμογέλασε και πάει χάθηκε…
Να σου παίρνει η θάλασσα έναν τέτοιο φίλο, έναν τέτοιο σύντροφο, να τον βλέπεις που χάνεται και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα… τίποτα…
Κει κείνο το χαμόγελό του, ως τα σήμερα σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω αν ήταν αγάπης ή περιφρόνησης χαμόγελο κι ακόμα δεν μπορώ.
Πάει ο Δημήτρης…
Την άλλη μέρα το βράδυ είχε περάσει πια ο τυφώνας κι η θάλασσα ήταν χαρτί να γράψεις. Ήρθανε στην πλώρη μας ο γραμματικός κι ο μαρκονιστής να καταγράψουνε τα πράγματα των πνιγμένων. Είχαν έρθει από νωρίς κι οι θερμαστές, σαν που πάνε οι γειτόνοι να συντροφέψουν κείνους που το σπίτι τους το πάτησε ο χάρος, και κουβεντιάζαμε.
Τι άλλο είχαμε να πούμε; Κοιτάζαμε τ’ αδειανά γιατάκια, τη Ζαμπέτα, τον «Αβέρωφ», τα χάρτινα λουλούδια της και για κείνους λέγαμε.
Η αλήθεια είναι πως μέσα στα βαπόρια ναύτες και θερμαστές δε χωνευόμαστε.
Πώς να μας χωνέψουν στις ζέστες οι θερμαστές, να βγαίνουνε βαλαντωμένοι ’πό το στόκολο και να μας βλέπουνε μας στην κουβέρτα; Και πώς να τους χωνέψουμε μεις εκείνους σαν κοκαλιάζουνε τα δάχτυλά μας στο τιμόνι και σε χτυπάει το χιονόνερο στη μούρη, κι όσο να φυλαχτείς περνάει από το γιακά σιγά σιγά και καναλάει τον κατήφορο, και τους ακούς κείνους κάτω στο στόκολο να τραγουδάνε; Αμ στο λιμάνι; Να φορτώνεις κάρβουνο στο Μπάρι ή στο Τάιν και να σου φωνάζουνε κάθε λίγο και λιγάκι, νύχτα μέρα, σκάντζα λίγο μπρος, λίγο πίσω και να μην πιάνονται κάβοι και σύρματα από το χιόνι και να τους βλέπεις κείνους να κάθουνται στη σόμπα και να λένε παραμύθια οι λιμοκοντόροι!
Μα το πιο πολύ που δεν τους χωνεύουμε μεις οι ναύτες, είναι γιατί περνάει ο λόγος τους πιο πολύ από το δικό μας• από τους έξι θερμαστές δυο να λείψουνε δύσκολα να γίνει το ταξίδι, πολύ δύσκολα. Όμως από τους έξι ναύτες και τέσσερις να λείψουνε, το ταξίδι θα γίνει μια χαρά. Μου ’τυχε να κάμω το ’36 με το «Γεώργιος Λιβανός» δυο ταξίδια στην Αμέρικα ’γώ κι άλλος ενάμισης χωρίς λοστρόμο. Πώς να τους χωνέψεις λοιπόν, να βλέπεις θερμαστές π’ έχουν όλο όλο τρία τέσσερα χρόνια στη θάλασσα να τους τρέμει και να τους καλοπιάνει ο καπετάνιος και σένα που έχεις δεκατέσσερα να μη σου δίνει σημασία;
Μεις τους λέμε γύφτους που σταυρώσαν το Χριστό και κείνοι μας λένε κατραμόκωλους. Μα κείνες τις μέρες ξεχαστήκανε αυτά και μας παρασταθήκανε στον πόνο μας σαν αδέρφια.

Σαν ανοίξανε τη βαλίτσα του Δημήτρη, βρήκανε κάτι χαρτιά κιτρινισμένα από την πολυκαιρία και μισοφαγωμένα από τα αλάτια• ποιος ξέρει πόσα χρόνια τα ’σερνε μαζί του και πόσες φουρτούνες είχανε φάει.
Άρχισε ο μαρκονιστής να διαβάζει μέσα του, μα σαν μας είδε που ζυγώσαμε περίεργοι όλοι, μουρμούρισε:
- Χμμ… τώρα εξηγούνται όλα, κι ύστερα άρχισε να διαβάζει δυνατά ν’ ακούμε και μεις.
Ιεροσυλία θα μου πεις. Το παραδέχομαι. Μα τι καλό μπορείς να περιμένεις άμα σμίξουν ένας Αντριώτης γραμματικός, ένας Κεφαλλονίτης μαρκονιστής κι εφτά οχτώ κατραμόκωλοι και γύφτοι; Μην περιμένεις τίποτα καλό.
Κάτι πράγματα π’ έγραφε…
Φαίνεται πως θα ’χε τσιμπηθεί με καμιά μεγαλουσάνα στα νιάτα του – δεν ήταν και πολύ μεγάλος που πνίγηκε, καμιά τριανταπενταριά χρονών το πολύ, γιατί θυμάμαι π’ έλεγε πως θέλει να φωνάζει τ’ όνομά της σε δικούς και ξένους, σε φίλους και οχτρούς, μα δεν μπορούσε, γιατί οχτροί και φίλοι θα γελούσανε γι’ αυτό, ως και κείνη η ίδια ’κόμα θα γελούσε.
Κι ακόμα έγραφε πάρα κάτω, άκου να δεις, αυτά τα θυμάμαι λέξη προς λέξη.
«Και τώρα; Τώρα συ ’σαι μια κυρία που περιμένω να πέσει καμιά εφημερίδα στα χέρια μου να ψάξω μπας και ξαναδώ να γράφει για σένα πως ήσουν «μια κομψή αιθερία εμφάνισις» - σαν να μην το ’ξερα, αγάπη μου, και περίμενα κείνους να μου το πούνε – και ’γω ’μια ένα χαμένο κορμί, ένας αλήτης που γυρίζει στις θάλασσες και που σέρνει μαζί του βάσανο και παρηγοριά του τη θύμηση τη δική σου.»
«Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ποτές εγώ δε θα μπορούσα να σου προσφέρω τόσα όσα έχεις σήμερα, όσο καλός καλός και φρόνιμος κι αν γινόμουνα και συ ήσουνα μια πεταλούδα που σε τραβούσε το πολύ φως. Οι ταπεινές ήσυχες γωνιές δε σου αρέσανε από τότε.
»Σ’ ευχαριστώ για όλα• σ’ ευχαριστώ για κείνες τις χειμωνιάτικες βραδιές που πέρασα κοντά σου, σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, για το κουράγιο που μου ’δινες τότε που ’μουνα από την αρρώστια απελπισμένος, σ’ ευχαριστώ, χίλια ευχαριστώ, για ’κείνο το πονεμένο σου το φοβισμένο σου:
»Μη φεύγεις, μείνε, πού πας, Δημήτρη; τη μέρα π’ αρραβωνιάστηκες και που ’χα την ευτυχία να το μάθω πρώτος.
»Σ’ ευχαριστώ για όλα.»
Έγραφε κι άλλα πολλά, μα δεν τα θυμάμαι πια, μόνο τα τελευταία μείνανε στο μυαλό μου, άκου αυτά που θα σ’ αρέσουνε σίγουρα: «Με ξεπροβόδισες ως την πόρτα και μου ’πες:
»- Να ’ταν καλοκαίρι, Δημήτρη, να βγαίναμε καμιά βόλτα τα βράδια.
» Ναι, έτσι μου ’πες. Καμιά σημασία δεν είχε αυτό για σένα, ήταν ένα κοπλιμέντο, ένα τίποτα, δυο λόγια του αγέρα, όμως για μένα…
»Το γεναριάτικο ξεροβόρι έγινε μονομιάς αύρα τ’ Απρίλη, κι όσο για τ’ αστέρια ψηλά στον ουρανό, ποτές δεν ξαναχάνανε τη λάμψη κείνης της βραδιάς.
»Να ’ταν καλοκαίρι να βγαίναμε καμιά βόλτα τα βράδια…
»Και δεν το περιμένομε, αγάπη μου, να ’ρθει; Σε τρεις μήνες θα ’ρθει, τι θα κάμει, πού θα πάει;
»Στο διάολο τα μεγάλα φορτηγά με τους υπερπόντιους πλόες τους, τις λίρες και το σαλάδο[17]. ’Δω μας χρειάζεται ένα ταχύπλουν και ηλεκτροφώτιστον θαλαμηγόν. Δυο φορές τη βδομάδα στον Περαία και τη μια διανυχτέρευση.
»Ναι, αυτό μας χρειάζεται τώρα, ένα ποσταλάκι, στο διάολο τα μακρινά ταξίδια.
»Χαλκίδα – Βόλον – Θεσσαλονίκην.
»Χανιά – Ρέθυμνον – Ηράκλειον.
»Δυο φορές τη βδομάδα να σε βλέπω κάπου κάπου να κάνουμε καμιά βόλτα μαζί τα βράδια στα ήσυχα δρομάκια του Περαία.
»Θα το περιμένω το καλοκαίρι να ’ρθει, θα το περιμένω, αγάπη μου…
»Το καλοκαίρι ήρθε και πέρασε, όμως εμείς ποτές δεν περπατήσαμε μαζί, ποτές, κανένα βράδυ.
»Μαύρο καλοκαίρι.
»Πείνασα και δίψασα και κοιμήθηκα στους δρόμους, όμως ποτές μου δε στο βαρυγγώμησα, ποτές μου.
»Τι έφταιγες εσύ;
»’Γω έφταιγα που πήρα κείνα τα λόγια σου τοις μετρητοίς, που τα ’δεσα σε ψιλό μαντίλι, κείνο το τίποτα, κείνο το κοπλιμέντο.
»Ας είσαι ευτυχισμένη.
»’Πόψε γιορτάζεις. Φώτα, χαρές, λουλούδια. Μ’ αν κάποτε κουραστείς από το χορό και θελήσεις να ξαποστάσεις λίγο, μην πας σε καμιά γωνιά του σαλονιού, έβγα στο μπαλκόνι σου, και σαν δεις τη θάλασσα θυμήσου με για μια στιγμή, θυμήσου με.
»Από τα γαλανά ακρογιάλια του Σαρωνικού ως δω πάνω στα φιόρδ της Βαλτικής, που βρίσκομαι απόψε, η απόσταση δεν είναι μικρή, μα τα κύματα θα μου το πούνε.
»Μου το ’πανε τόσες βραδιές τα περασμένα χρόνια…»
Κείνη τη στιγμή μπήκε, τρέχοντας και φωνάζοντας, στην πλώρη ο μικρός ο καμαρότος ο Λινάρδος.
- Καπτάν Σάββα, καπτάν Σάββα, λωλάθηκε ο καπετάνιος.
- Τι ’ναι μωρέ, τι τρέχει;
- Έχει πάρει τη βαριά κι ό,τι άφησε γερό η θάλασσα το σπάει• γυαλιά καρφιά τα ’κανε όλα πάνω στο ντεκ.
Χαμογελάσαμε όλοι…
Να ήτανε να ’χε λωλαθεί… Μα τα ’χε δεκατέσσερα. Ήξερε τι έκανε για να εισπράξει πιότερη ασφάλεια. Να ’τανε να ’χε λωλαθεί…
Μα ας είναι καλά που μπήκε και σταμάτησε το διάβασμα• έγινα και ’γω ιερόσυλος τυμβωρύχος κι ας είχε για τάφο του την Κίτρινη Θάλασσα ο Δημήτρης.
Όμως… να ’σαι ναύτης με το s/s «Πιπίτσα», να κρατάς τη σημαία σε κάθε δίκαιη φασαρία, να καθαρίζεις τον απόπατο βδομάδες, μήνες, τις ώρες της ανάπαψής σου ώσπου να τους συνηθίσεις στην πάστρα και τους άλλους και να ψάχνεις τον ίδιο καιρό στις εφημερίδες, στα ψιλά γράμματα, στα «γνωρίζετε ότι…», να βρεις κομψές αιθέριες εμφανίσεις, αυτό είναι από τ’ άγραφα, άνω ποταμών, δεν το ’βαζε ποτές ο νους μου.
Εχ, μάνα μου, ο καθένας με το ντέρτι του σ’ αυτόν τον κόσμο, λέω.

Ο Μανόλης κι ο Δημήτρης πάνε, μα ο καπετάν Λεωνίδης έκανε λεφτά, πολλά λεφτά, λίρα με το τσουβάλι. Λες κι οι θεοί αυτή την ανθρωποθυσία περίμεναν για να τον ευλογήσουν.
Πριν τελειώσει εκείνο το ταξίδι, πήραν τα ναύλα τον ανήφορο σαν τρελά (μακάρι να το ’χε χάσει το κατσέλο). Από δεκάξι σελίνια που ’ταν το Πλέιτ[18], σταματημένο κει μήνες και χρόνια, βδομάδα τη βδομάδα ανέβαινε ώσπου έφτασε τα σαράντα μέσα σε λίγους μήνες.
Είχε αρχίσει ο πόλεμος στην Ισπανία και κείνος ο πόλεμος, κείνη η κατάρα η θεϊκή για κείνο τον ευγενικό κι ηρωικό λαό, λες κι έγινε για να γλυτώσουν τις παλιοκαγιάσες τους οι Ρωμιοί εφοπλιστές και να θησαυρίσουν. Σαράντα σελίνια το Πλέιτ και να πλερώνεις τα ίδια εργατικά, τα ίδια λιμανιάτικα, τα ίδια μιστά! Μόνο το κάρβουνο και τ’ ασφάλιστρα, σε ορισμένες περιοχές, είχαν πάρει λίγο πάνω, μα ασήμαντα πράματα, πενταροδεκάρες.
Μ’ αυτό ήτανε σωστό θεϊκό δώρο.
Να σπάσει η μηχανή, να σπάσει κι ο «τηλέγραφος»:
«Γκραάν – γκρουν – γκραάν. Κράτει.
«Γκραάν – γκρουν – γκρααααάν. Πρόσω ολοταχώς.
Φούντο τη δεξιά. Βίρα την αριστερά. Δώσε σπριν[19]. Πάρε τον κάβο μέσα.
Αμάν, λέγαμε, να πάμε σε κανένα παράσκαλο, κάνα λιμανάκι, να φορτώσουμε, να ξεφορτώσουμε. Τα μεγάλα, Αμβέρσα, Ρότερνταμ, Λίβερπουλ, Χουλ, ξορκισμένα να ’ναι, για ώρες φορτώναμε, για ώρες ξεφορτώναμε. Ούτε να γράψεις γράμμα δεν πρόκανες στο πόρτο, ούτε να διαβάσεις κείνο που λάβαινες.
«Γκραάν – γκρουν – γκρααααάν! Πρόσω ολοταχώς, πρόσω ολοταχώς, πάση δυνάμει, ολοταχώς, ολοταχώς!
Γκραν – γκρουν. Γκραν – γκρουν!
Και να μιλήσεις για μιστό, πηγαίνεις χαμένος. Γεμίσανε οι φυλακές των λιμανιών από Έλληνες ναυτεργάτες. Μόνο να μιλούσες, να ’λεγες ή αύξηση ή το φυλλάδιο, αμέσως τη ρετσινιά οι καπετάνιοι, κομμουνιστής. Αυτό ήταν το φάρμακο δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν.
Τύλιγμα σε μια κόλλα χαρτί, και για την Ελλάδα δεμένος. Μα όσο να βρεθεί βαπόρι να σε πάρει, σε φιλοξενούσαν τα κρατητήρια των λιμανιών Ευρώπης, Αμερικής, Ασίας, ως κι οι γιαπωνέζικες φυλακές ακόμα φιλοξενήσανε από μας τότε. Όσο για τις αργεντίνικες και τις εγγλέζικες, ε, μ’ αυτές είχαμε παραγνωριστεί, είχαμε γίνει σπιτικοί να πούμε.
Γελούσαν οι «πόλισμεν» κι οι «βιχιλάντες[20]» σαν ερχόντουσαν να μας πάρουν από το βαπόρι.
Κει μας κλείνανε στη φυλακή και χωρίς καμιά φασαρία, για να μην το σκάσουμε• φυλακή προληπτική…
Αυτή τη φάμπρικα, η αλήθεια είναι πως την είχαν βρει τ’ αφεντικά κι οι καπετάνιοι τρία τέσσερα χρόνια πριν, τον καιρό της μεγάλης φτώχειας, μα τότες με τις φούριες, από το φόβο τους μη χασομερήσουν, μην τους φύγεις, αν ήταν τρόπος να σε φυλάκιζαν από το πέλαγο με τον ασύρματο. Δεν είναι ένα ούτε δύο τα βαπόρια που φτάνοντας στην Αμέρικα, μόλις τελείωνε το ριμέτζο[21] ερχόντουσαν οι πόλισμαν και παίρνανε το πλήρωμα, εξόν από τους έμπιστους, για έξω. Κείνη τη φυλακή του Νιου Όρλιτς (Νέα Ορλεάνη, στον κόλπο του Μεξικού) ούτε σε κινηματογράφο δεν έχω δει τέτοια. Ανεβαίναμε, κατεβαίναμε, δεξιά, αριστερά, από ’δώ, από ’κεί, και τελευταία ένα στενόμακρο πηγάδι όλο σίδερο. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, όλα σίδερα. Και τα κάγκελα ανοίγανε και κλείνανε μονάχα τους, τις ορισμένες ώρες με ηλεχτρικό.
Το έγκλημα; Μα είπαμε, να μην το σκάσεις.
Κι ο παπάς ο ρωμιός μπροστά στο διευθυντή της φυλακής, που τον φωνάξαμε, καλοναρχούσε όλη την ώρα:
- Ολ ράιτ, μάι μπόις! - Ολ ράιτ, μάι μπόις!

Έγινε μεγάλος άνθρωπος που λες ο Λεωνίδης, μα κατά το τέλος του τριάντα οχτώ – τότες γράφτηκε τούτη η ιστορία, είναι η τελευταία απ’ όσες είχα γράψει τότε – σαν να του ’στριψε λιγάκι.
Τώρα, να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν ήταν μόνο από τις λίρες, πιο πολύ τον πήρε στο λαιμό της η μικρή εφημερίδα π’ έβγαινε στον τόπο του.
Σαν ήρθε με το καλό στον Περαία το βαπόρι, ο καπετάν Λεωνίδης πήγε στο σπίτι του να δει τους δικούς του, την Πιπίτσα του την άλλη, να ξεκουραστεί πια, και κείνη η μαλαγάνα, ο κύριος Αντρίκος, π’ έβγαζε την εφημερίδα, έπιασε κι έγραψε ένα κύριον άρθρον προς τιμήν του. Ένα άρθρο που τύφλα να ’χουνε μπροστά του κάποιοι μαγκιόροι της Αθήνας.
Κρίμα που δεν το θυμάμαι όλο να στο πως ολόκληρο. Θυμάμαι λίγο μόνο το τέλος του. Άκου:
«Ως ευ παρέστης εις την μικρά μας νήσον, μεγάλε και τρανέ νικητά των τυφώνων.
Ευοί! Ευάν!
Ένας ο Λεωνίδας της Σπάρτης εις τας Θερμοπύλας και ένας εσύ, τέκνον αυτής της ευάνδρου νήσου, των τυφώνων ο νικητής εις τας ωχράς θαλάσσας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Ως ευ παρέστης, Λεωνίδα, νεότερε.
Ευοί! Ευάν!»

Ε; Πώς σου φαίνεται; Δεν είναι θαύμα; Δε βάζει κάτω και τους πιο μαγκιόρους καλαμαράδες της Αθήνας; Βγήκε όμως ο κόπος του και με το παραπάνω.
Εξόν από το φακελάκι, «δια ενίσχυσιν του κοινωφελούς και εθνοσωτηρίου έργου της εφημερίδος», έγινε του σπιτιού ο κυρ Αντρίκος. Με τις δυο μασέλες μασούσε από το πρωί ως το βράδυ.
Κι είχε φέρει κάτι πράματα των τυφώνων ο νικητής, κάτι πράματα! Χαβιάρια από τη Ρωσία, αντζούγες σπανιόλικες, ροκφόρ, κουτάκια με μυαλά και γλώσσες από την Αργεντίνα, ουίσκια και μπορντό, και τι δεν είχε φέρει… Του πουλιού το γάλα!
Μασούσε ολοένα, γκρατς-γκρουτς, ολοταχώς, πάση δυνάμει, γκρατς-γκρουτς ο κυρ-Αντρίκος.
Κάνανε και μια εκδρομή. Μονάχα άντρες. Ο νικητής όλα. Και τ’ αρνιά στη σούβλα και τα κρασιά και τα ουίσκια και τους μεζέδες τους ευρωπαϊκούς και τα βιολιά και τα κλαρίνα, όλα δικά του.
Φάγανε, ήπιανε• ξαναφάγανε, ξαναήπιανε. Τραγουδήσανε, χορέψανε, είπανε ιστορίες με πολύ πιπέρι, με λίγο αλάτι. Ξαναφάγανε, ξαναήπιανε. Τον καπετάν Λεωνίδα δεν τον έλεγε κανείς πια με τ’ όνομά του, του κόλλησε ο «νικητής», μα δεν του κακοφαινότανε γι’ αυτό, κάθε άλλο, κάθε άλλο. Δε ’ναι μικρό πράγμα να ’σαι ο νικητής των τυφώνων!
Αργά το βράδυ πήραν το δρόμο του γυρισμού και σαν ζυγώσανε στο σπίτι της χήρας, της μικροπαντρεμένης της Ζαμπέτας, ο νικητής το πήρε αργά, βαριά, μερακλίδικα:
«Θάλασσα λεβεντοπνίχτρα,
θάλασσα φαρμακερή,
συ που κάνεις το νησί μας
πάντα μαύρα να φορεί…»

Το ευοί ευάν, που λες, από τη μια μεριά και οι λίρες από την άλλη. Τώρα που ξεκουράστηκε, που διασκέδασε, να κοιτάξει και τη δουλειά του πάλι.
Τι να τις κάνει τις λίρες; Έτσι θα κάθονται στο Γουέντ Μίνστερ μπανκ με τρία τα εκατό; Να ’γοράσει κι άλλο βαπόρι, δυο βαπόρια ’κόμα: Αν γινόταν πόλεμος, έτσι έπρεπε να κάνει, μ’ αν δε γινότανε, με τις επιχορηγήσεις που ’δινε το εγγλέζικο κουβέρνο στα εγγλέζικα φορτηγά, τα πράματα δεν πηγαίνανε καλά• φοβότανε το κραχ καμιά ώρα.
Αν δε γινόταν πόλεμος, έπρεπε ν’ αγοράσει μια πολυκατοικία, σίγουρα πράματα, την είχε κιόλας στο μάτι, μια σπιταρόνα στην οδό Πατησίων. Πήγαινε κάθε μέρα κι έπινε καφέ σ’ ένα αντικρινό ζαχαροπλαστείο και την καμάρωνε κι εξήταζε τους νοικάρηδες που μπαινόβγαιναν με το μάτι, σαν να φοβόταν απ’ τα τώρα να μην του φάνε κάνα νοίκι.
Και συλλογιζότανε:
Στο «Πιπίτσα» είκοσι οχτώ σκλάβοι να τους πληρώνω να δουλεύουν, να βγάζω λίρες και λίρες, και τούτοι δω διπλοί από κείνους, μπορεί και παραπάνω, σκλάβοι και τούτοι πάλι, κι ας μας παριστάνουν τον καμπόσο με τις ελληνικούρες τους και τα καθαρά πουκάμισα, σκλάβοι και τούτοι, να μου φέρνουν κάθε μήνα το χαράτσι.
Και χαιρόταν η ψυχή του και φούσκωνε από περηφάνια.
Όμως, αν γινόταν πόλεμος και τον εύρισκε με τρία βαπόρια, πόση λίρα, Θε μου, πόση λίρα…! Τότες, σαν τελείωνε, θα ’γόραζε όχι μια πολυκατοικία, μα τη μια πάντα αυτού του δρόμου ολάκερη, από την Ομόνοια ως το τέρμα…
Ο κύριος Τοτός, που ’ρθε μια ματιά ’πό το Λονδίνο για δουλειές του, είπε πως θα γίνει πόλεμος• αναπόφευκτος.
Μα ο γερο-Νέστορας του νησιού του, ο καπετάν Μιχάλης, λέει όχι, αδύνατο να γίνει πόλεμος.
Ποιον ν’ ακούσει; Ποιον ν’ ακούσει;
Στην απελπισία του αποτάνθηκε στους Άγιους. Έκανε λειτουργίες, έταξε βαποράκια από ασήμι στην αρχή, από ατόφιο μάλαμα κατόπι.
Τίποτα. Κανένας Άγιος δεν ήθελε να παρουσιαστεί τη νύχτα στον ύπνο του και να του πει. Ας μην του ’λεγε με το στόμα, δεν πειράζει. Ας κουνούσε μόνο το κεφάλι του λιγάκι κατά πάνω κατά κάτω, το φρύδι του μόνο ας έπαιζε λιγάκι κι αυτός θα καταλάβαινε, δε χρειαζόταν πιο πολύ.
Τίποτα. Κατέφυγε τότες στις Άγιες. Έταξε της Αγίας Θαλασσινής να της χτίσει καινούργια εκκλησία.
Τίποτα. Σιωπηλή κι αμίλητη εξακολουθούσε να τον κοιτάζει η Αγία με τα θλιμμένα της μάτια, σιωπηλός και σύνοφρυς τον κοίταζε από ψηλά ο Παντοκράτωρ.
Πήγαινε να σκάσει… να τρελαθεί:
Θα γίνει, δε θα γίνει;…
Γι’ αυτό, όποιος του ’λεγε καλημέρα, τον ρωτούσε:
- Τι λέτε, θα γίνει πόλεμος;
- Τι λες, ρε, τι ιδέα έχεις, θα γίνει πόλεμος; (του λούστρου που του γυάλιζε τα παπούτσια).
Σωστό Ινστιτούτο Γκάλοπ μοναχός του ο αθεόφοβος.
- Πες κι εσύ τι ιδέα έχεις; θα γίνει πόλεμος;
Είναι και τώρα πολλοί καπετάν Λεωνίδηδες και ρωτούνε:
Τι ιδέα έχετε, θα γίνει πόλεμος;
Τους τρώει ο ίδιος καημός, το ίδιο μαράζι.

Βασίλης Λούλης
(Γράφτηκε όπως είναι τώρα, στις 20 Ιούλη 1947)
Πηγή: http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/loulhs_tufwnes.htm

[1] Το βιβλιάριο επιταγών.
[2] Το μηχάνημα που μεταβιβάζει από τη γέφυρα του πλοιάρχου τις οδηγίες στο μηχανοστάσιο.
[3] Ισημερινός.
[4] Παραπόταμος του Λα Πλάτα στην Αργεντινή.
[5] Τα μικρά ελληνικά παλιοφορτηγά που ταξιδεύουνε στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα.
[6] Μεγάλα σφυριά για το χτύπημα της σκουριάς.
[7] Γαιανθρακαποθήκες.
[8] Το κήτος του σκάφους στην πρύμνη.
[9] Το μέρος του κήτους που χώνεται η αλυσίδα.
[10] Προναύλωση.
[11] Η επιθεώρηση του πλοίου από τις ασφαλιστικές εταιρείες.
[12] Σημείωμα με τεμπεσίρι της λαμαρίνας που πρέπει ν’ αλλαχτεί.
[13] Μέγαρα στο Σίτυ του Λονδίνου, όπου έχουν τα γραφεία τους οι ασφαλιστικές εταιρείες.
[14] Λεβητοστάσιο.
[15] Προκυμαία.
[16] Ξενοδοχείο για ναυτικούς.
[17] Παστό κρέας.
[18] Ο ναύλος κατά τόνο από την Αργεντινή στην Ευρώπη.
[19] Ο συρματένιος κάβος.
[20] Ιδιωτικοί αστυνόμοι της Αμερικής.
[21] Το δέσιμο του καραβιού.

2 comments:

  1. Πολύ ωραίο διήγημα , μια ναυτική ηθογραφία , πολύ ευχάριστο στην ανάγνωση, με πληροφορίες για μια πολύ δύσκολη εποχή για την Ελλάδα που την μάστιζε η απόλυτη φτώχεια και οι περισσότεροι Έλληνες ήταν ελεύθεροι δούλοι!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συμφωνώ Γιάννη είναι ένα όμορφο διαχρονικό και φιλοσοφημένο κείμενο σε όμορφη γλώσσα…

    ΑπάντησηΔιαγραφή

 
Web Informer Button