ADS

click to open

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Mia Palia Photogafia K' Ena Gramma

Χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα.
Ναυτικός.
Ήταν το πρώτο μου μπάρκο.
Δόκιμος μηχανικός σ’ ένα ατμοκίνητο γκαζάδικο του χίλια εννιακόσια πενήντα.
Ταξιδεύουμε στης θάλασσας τα πλάτη κάτω απ' έναν έναστρο ουρανό, πάνω στους πέντε ωκεανούς του πλανήτη. Νοιώθω το πλοίο να σκίζει τα κύματα κάτω από τ’ απόκοσμο και χαοτικό βάθος του ουρανού, κάτω από μακρινούς πλανήτες και γαλαξίες. Χιλιάδες τόνοι μέταλλο ταξιδεύουν ακούραστα στις πέντε ηπείρους του πλανήτη μέσα στο χρόνο με μοναδικό φόντο τον ορίζοντα. Εκεί που το μπλε της θάλασσας ανταμώνει και φιλιώνει αρμονικά με το μπλε του ουρανού. Μια νοερή οριζόντια γραμμή τα χωρίζει. Η αείροη πηγή του μυστηρίου της ζωής τα συνδέει..
Ώρα οκτώ το πρωί.
Ο μονότονα σταθερά επαναλαμβανόμενος ήχος απ’ το σήμαντρο (καμπάνα) υπενθυμίζει την κλασσική παραδοσιακή παράδοση-παραλαβή της βάρδιας του μηχανοστασίου. Αγκομαχώντας, ανέβηκα τις μεταλλικές σκάλες του μηχανοστασίου, προχώρησα στο εξωτερικό κατάστρωμα της πρύμνης και εξουθενωμένος κάθισα στις πρυμιές πίντες (δέστρες), κοντά στον τεράστιο εργάτη της Άγκυρας για να ξεκουραστώ και να βλέπω πέρα από τα ρέλια του καραβιού τον ορίζοντα στις τροπικές θάλασσες, μακριά από τα καζάνια και τις τουρμπίνες του μηχανοστασίου.
Πλέοντας την τροπική θάλασσα με την αφόρητη ζέστη και την ανυπόφορη υγρασία που κάνει την αναπνοή σου να «πιάνεται» σ' αυτή την περιοχή της πρύμνης δεν ήμουν ο μόνος. Ο Συριανός θερμαστής …ο Αντώνης…. ανέβαινε πίσω μου μετά την κοπιαστική του βάρδια στο στόκολο των καζανιών με τα ρούχα μουσκεμένα απ' τον ιδρώτα και κάνοντας πάντα την ίδια κίνηση. Να σκουπίζεται στο λαιμό με ένα δικτυωτό μαντήλι …το μαντήλι της φωτιάς….. 
Κουρασμένος κι αυτός, απ’ την βάρδια του να παρακολουθεί τις φωτιές και τα νερά στα καζάνια, προσπαθούσε τώρα να ανασάνει και να δροσιστεί στις πίντες του πρυμιού καταστρώματος.
Ο Αντώνης ήταν ένας άνδρας πενήντα περίπου χρονών είχε μέτριο ανάστημα, ένα κανονικό σώμα, και παρά την πολύ σκληρή δουλειά στα καζάνια του πλοίου είχε μερικά έξτρα κιλά συγκεντρωμένα γύρω από την κοιλιά του. Η κοιλιά του, θύμιζε αυτή των εγκύων, έχοντας λεπτά χέρια και πόδια. Τα σπαστά γκρίζα μαλλιά του ήταν αραιά κι από κάτω τους φαίνεται το δέρμα της κεφαλής του.
Το στόκολο του λεβητοστασίου ήταν η περιοχή του, το βασίλειό του, εκεί όπου κυβερνούσε τις φωτιές και τα νερά των καζανιών του πλοίου σαν απόλυτος μονάρχης.
Αραγμένος δίπλα από την οβάλ πόρτα της κουζίνας που δεν έκλεινε καλά, τώρα ξεκουραζόταν με τα χέρια πίσω από το σβέρκο,ακουμπώντας πάνω στο πρώτο σκαλοπάτι της σιδερένιας σκάλας που οδηγούσε στο ντεκ της τσιμινιέρας. Τον βλέπω μετά από λίγο να χαϊδεύει τα αραιά κοντά γένια του, καπνίζοντας ένα τσιγάρο, και γερνώντας προς πίσω ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στον γκρίζο σιδερένιο μπουλμέ και χαμογελούσε με το τσιγάρο στο ακρόχειλο του με τα μάτια μισόκλειστα και ο καπνός από το τσιγάρο να κάνει δαχτυλίδια ανεβαίνοντας προς τα πάνω .
 Τον παρατηρώ έτσι που χαμογελά, και τον νοιώθω ότι χάνεται στην ανακουφιστική αγκαλιά του χρόνου. Η μήπως και ονειρεύεται με τα μάτια μισόκλειστα;. 
Χαμογελώντας συνεχίζει να χαϊδεύει τα γένια του. Κι αυτή τη φορά για τα καλά κλείνει τα μάτια πλημμυρισμένος απ’ ένα πέπλο λάμψης στο μέτωπο, παραδίδεται στο όνειρο του. Ίσως να γυρνά στα χρονιά της εφηβείας του, περπατώντας τα σοκάκια της Άνω Σύρου, στην εποχή που ερωτεύτηκε μια καθολική κοπελιά.  Φαίνεται ότι την θυμόταν γιατί τα μάτια του λαμπύριζαν, κι έπειτα άρχιζαν να αλλάζουν να γίνονται υγρά, θολά και το χρώμα τους ν’ ανοίγει. Ίσως να βλέπει κάπου χωμένο σε μακρινές ομίχλες το πρόσωπο της που απομακρύνεται και χάνεται στα βάθη του ορίζοντα, ανάλαφρα σαν πούπουλο.
Ταξιδεύοντας αφήνουμε πίσω μας το Πορτ Λούις, συνεχίζουμε βόρεια κατά μήκος της μεγάλης δαντελωτής ακτογραμμής του Αγίου Μαυρικίου. Άσπρες αμμουδιές, οργιώδης ζούγκλα, απότομες βουνοπλαγιές, καταρράκτες και χιλιόμετρα κοραλλένιας δαντέλας στον Ινδικό ωκεανό. Ένας παράδεισος επί της γης. Ήλιος που καίει, σμαραγδένια νερά, τροπική βλάστηση και αμμουδιά απαλή σαν πούδρα. Ένας επίγειος παράδεισος ανατολικά της Μαδαγασκάρης, στον Τροπικό του Καρκίνου. Εδώ που πριν από εκατομμύρια χρόνια δημιουργήθηκε από έκρηξη υποθαλάσσιου ηφαιστείου ένα νησί.
Η θάλασσα λαμπερή γαλάζια, παντού όσο φτάνει το μάτι, λικνίζεται απαλά και αναστενάζει σαν μια πελώρια αναπνοή. Το φως του ήλιου ξεχύνεται σαν άστρα που σπιθίζουν, που παρασύρουν, ψιθυρίζουν και λαμπυρίζουν από τις κορυφές των κυμάτων πέρα μακριά και σχηματίζουν ένα φωτεινό μονοπάτι στην επιφάνεια, που συνεχίζει προς τον ορίζοντα.
Σιγά, σιγά ένας-ένας μαζεύονται από το πλήρωμα, όσοι αυτή την ώρα ξυπνούν, στην πρύμη, για να πιουν τον πρωινό καφέ τους.
Είναι η ώρα που σε λίγο θα πάμε όλοι για δουλειά, ...over time.... τόσο το προσωπικό καταστρώματος όσο και προσωπικό μηχανής. 
Σήμερα η ζέστη είναι ανυπόφορη. Στο κατάστρωμα οι τρέχουσες καιρικές συνθήκες είναι σχετικά υποφερτές, έχει ασθενή αέρα που είναι αναζωογονητικός και δροσίζει. Στο μηχανοστάσιο όμως οι συνθήκες είναι πιο δύσκολες, οι θερμοκρασίες υψηλές και η υγρασία αφόρητη. Αυτή την εποχή που ταξιδεύουν στα τροπικά κλίματα θέλει μεγάλη προσοχή.
Το πλοίο ένα χαλύβδινο γκαζάδικο, ατμοκίνητο, παλαιάς ήδη τεχνολογίας.... και ο αερισμός του όχι τόσο καλός σε ιδιαίτερα επιβαρυμένους θερμικά χώρους, όπως το μηχανοστάσιο και το λεβητοστάσιο.
«Σήμερα θα έχουμε καύσωνα στο μηχανοστάσιο». Λέει ο Λευτέρης ο λαδάς, που μόλις τώρα πίνει τον καφέ του κι αυτός. Οι συνθήκες εργασίας μέσα στον πιο «σκληρό» χώρο του πλοίου, στο μηχανοστάσιο, όπου οι θερμοκρασίες που επικρατούν είναι υψηλές και ο αέρας κακής ποιότητας είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Εκτός από τα επικίνδυνα ταξίδια στη θάλασσα και τις όποιες στερήσεις συνεπάγεται η ζωή πάνω στο πλοίο, τα πληρώματα μηχανής, οι επαγγελματίες αυτοί, ασκούν μια κοπιαστική και ανθυγιεινή εργασία.
Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν οκτώ και μισή. Ήξερα ότι εάν δεν ήθελα να έχω μουρμούρα από το Δεύτερο, έπρεπε να σηκωθώ αμέσως και να κατέβω στο μηχανοστάσιο. 
Στο πλοίο υπήρχε ένα γνωμικό για το Δεύτερο μηχανικό.
«Λένε ότι το δάγκωμα του είναι χειρότερο απ’ το γάβγισμα του».
Ο Αντώνης ήταν ακόμη μισοκοιμισμένος. 
«Που πας». Με ρώτησε. 
Είχε μια δυσκολία να σηκωθεί από το πρωινό ραχάτι, άλλα του ήταν αδύνατο να βρει κάποια δικαιολογία ώστε να μην κατέβει στο μηχανοστάσιο για το over time. 
«Περίμενε έρχομαι μαζί σου». 
Ακούμπησε στην άκρη το άδειο του φλιτζάνι, σηκώθηκε από το σκαλοπάτι, κούμπωσε τη φόρμα του και πέρασε γρήγορα την είσοδο του μηχανοστασίου. 
Κι εγώ αγαπώ τόσο πολύ αυτές τις πρωινές στιγμές της αδράνειας που στη διάρκεια τους ξεχνάς ακόμη και τα τέσσερα αυγά μάτια και το μπέικον με τα ψωμάκια που έμειναν άθικτα πίσω μας στη τραπεζαρία.
Ο Δεύτερος μοίρασε τις δουλειές του over time.
Στον Αντώνη ανέθεσε να βοηθήσει το θερμαστή της πρωινής βάρδιας. Λόγω της κακής ποιότητας των καυσίμων που το πλοίο είχε εφοδιαστεί τελευταία, οι καυστήρες στους λέβητες άφηναν προσμίξεις από λασπώδη και στερεά κατάλοιπα  στο δάπεδο της εστίας που έπρεπε να αναδευτούν και να καούν πριν αποκτήσουν μεγάλο όγκο και δημιουργήσουν περαιτέρω λειτουργικά προβλήματα στο σύστημα.
Ο Αντώνης μ’ ένα μεγάλο σε μήκος σιδερένιο λοστό που χωνόταν βαθιά μέσα στο σωρό αποσπούσε από το δάπεδο τα ανθρακώδη στερεά κατάλοιπα. Ταυτόχρονα αύξανε την παροχή του αέρα καύσης στην εστία του λέβητα. Τα κατάλοιπα αμέσως αναφλέγονταν. Άστραφτε και βροντούσε η εστία του λέβητα. Η αναλαμπή απ’ τις φλόγες χόρευε τρελά πάνω στο δάπεδο, συνέχιζε το δαιμονισμένο της χορό πάνω στους πλαϊνούς υδρότοιχους και την οροφή. Κόκκινες και πορτοκαλιές σκιές σειούνται, λυγιούνται, σφιχταγκαλιάζονται ή ξαφνικά ξεμακραίνουν. Αργότερα ζαρώνουν και γίνονται τόσες δα μικρούλες, και μετά σε κάθε νέο ανάδεμα, ώσπου να πεις τρία σηκώνονται τεντώνουν το λαιμό τους με ορμή, και τα ανθρακώδη έπαιρναν και πάλι φωτιά, βγάζοντας μια κίτρινη στριγκή λάμψη. Σαν ένα γιγαντιαίο ταμπούρλο που βροντούσε ρυθμικά.
Ο Αντώνης, χειριζόταν το λοστό με χορευτική ικανότητα. Σ’ αυτό ήταν πραγματικά άπιαστος, ήταν ο καλλιτέχνης του στόκολου. Η μια προσπάθεια μετά την άλλη και δώσ’ του, έριχνε με το λοστό και δε σταματούσε.
Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του, έτρεχε στα μάτια του.
Έτσι κύλησε η ώρα μέχρι το coffee time των δέκα.
Ο μοναδικός χώρος στο πλοίο που είχε κλιματισμό ήταν η τραπεζαρία και το καπνιστήριο του πλοίου με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια υποφερτή ατμόσφαιρα. Στη διάρκεια λοιπόν της εικοσάλεπτης διακοπής από τις εργασίες όλο το πλήρωμα μαζευόταν εκεί για τον καφέ του.
Ο Δεύτερος μηχανικός του πλοίου ήταν ένας τριανταπεντάρης άνδρας από εκείνους τους γυμνασμένους τύπους με ευθυτενές σώμα και έκφραση ετοιμότητας στο πρόσωπο. Υποψιαζόμουν ότι πίσω απ’ το στεγνό του ύφος κρύβονταν ωκεανοί συναισθήματος. Αλλά εκείνος το κρατούσε για τον εαυτό του. Πάντα ψύχραιμος, ολιγόλογος, ολιγαρκής. Στεγνός, ναι, αυτή την αίσθηση που μου έδινε. Λες κι είχε μεγαλώσει σε μια Ατακάμα συναισθημάτων. Αν δεν ξέρετε τι είναι η Ατακάμα, αναζητήστε «η πιο άνυδρη έρημος της Γης».
Με ρώτησε για τον Αντώνη, και αν ξέρω γιατί δεν ήρθε στον καφέ.
Πήρε τηλέφωνο τη βάρδια του μηχανοστασίου και ρώτησε. Ένοιωσε ανακούφιση μαθαίνοντας ότι ο Αντώνης πίνει τον καφέ του παρέα με τον συνάδελφο του στο στόκολο. Η ασφάλεια των ανδρών της επιστασίας του ήταν το πρώτο μέλημα του. Για την ακρίβεια ενδιαφερόταν για τη σωματική και ψυχική υγεία των υφισταμένων του και ας μη το φανέρωνε το στεγνό πρόσωπο του.
Τελειώνοντας το coffee time το προσωπικό μηχανής συναντηθήκαμε στην πλατφόρμα έλεγχου του μηχανοστασίου. Ο Δεύτερος φώναξε εμένα και τον Αντώνη.
«Θα πας στην πλατφόρμα του βοηθητικού ψυγείου να σκουπίσεις και να καθαρίσεις το μπουλμέ στη πλευρά της θάλασσας». Είπε του Αντώνη.
«Κατάλαβες;»
«Κατάλαβα». Επανέλαβε ο Αντώνης γεμάτος ανακούφιση όταν συνειδητοποίησε την εργασία που του αναθέτει ο Δεύτερος.
«Διάβολε, είμαι το κατάλληλο άτομο γι’ αυτή τη δουλειά». Δήλωσε με στόμφο.
Ο Δεύτερος συγκρατήθηκε με κόπο για να μη γελάσει
«Εσύ θα πας στο αριστερό ιππάριο τροφοδοσίας να αλλάξεις σαλαμάστρες στα βάκτρα παλινδρόμησης. Μπορείς;». Με ρώτησε.
«Δεν έχω πρόβλημα». Είπα και το εννοούσα.
«Και έχε το νου σου στο θερμαστή δίπλα σου, θα αράξει άλλα μην τον ανησυχείς, έχει ταλαιπωρηθεί τις προηγούμενες ώρες, έχουμε και αυτή τη διαβόλου υγρασία που σου τρυπάει το κόκκαλο». Με συμβούλεψε ο Δεύτερος.
Δεν είχε περάσει μισάωρο, ο Αντώνης νοιώθοντας ταλαιπωρημένος απ’ τον πόλεμο με τις φωτιές των καζανιών, έγειρε το κορμί του άβολα να αναπαυτεί στο μεγάλο εγκάρσιο νομέα του σκάφους πίσω από το τεράστιο ψυγείο, πάνω στην επιφάνεια της δροσερής λαμαρίνας. Εκεί που κανείς δεν τον έβλεπε. Ο τραχύς θόρυβος του μηχανοστασίου και οι δονήσεις της προπέλας τον νανούρισαν. Ο Αντώνης αποκοιμήθηκε. Χάνοντας τον Αντώνη από την οπτική επαφή χαμογέλασα με κατανόηση. Θυμήθηκα μια παλιά ιστορία που έλεγε ο παππούς για έναν κολλήγο εκατοχρονίτη γέροντα.
«Προσπαθούσε έντιμα να κάνει τη δουλειά που του ζητούσαν, δουλειά πολύ πάνω από τις δυνάμεις του, εξαντλημένος εδώ και πολύ καιρό. Υστέρα κοιμήθηκε».
Αποκοιμιόταν παντού, ακόμη και στο μηχανοστάσιο, με τον ιδρώτα να μουσκεύει τα ρούχα του.
Πετάχτηκε ξαφνιασμένος, διαπιστώνοντας ότι εγώ είχα ήδη φύγει από το μηχανοστάσιο αποκαρδιώθηκε. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα κοιμήθηκε κουρνιασμένος εκεί.
«Σκατά», μονολόγησε όταν κατάλαβε ότι η ώρα ήταν ήδη δώδεκα, κατέβηκε στο δάπεδο της πλατφόρμας και με ύφος σκυθρωπό ξεκίνησε για το μεσημεριανό δείπνο.
Ώρα δώδεκα και δέκα μεσημέρι.
Βρισκόμασταν στο χώρο της μεγάλης τραπεζαρίας πληρώματος του πλοίου, το πλήρωμα βαδίζοντας γοργά ελάμβανε θέση για το μεσημεριανό γεύμα. Ο Αντώνης με το στόμα ορθάνοιχτο κρατούσε τα ματιά προσεκτικά χαμηλωμένα έριχνε κλεφτές ματιές γύρω του και στο πρόσωπο του καμωνόταν επιδέξια τον δύσμοιρο και ταλαιπωρημένο από την δύσκολη εργασία που του είχαν αναθέσει να εκτελέσει. Είχε τα μελαγχολικά λαμπερά του ματιά καρφωμένα στο κενό με σφιγμένο χαμόγελο και πονεμένη ματιά. Τα αραιά μαλλιά του ήταν τραβηγμένα πίσω με το λευκό μαντήλι της φωτιάς δεμένο γύρω από το μέτωπο να συγκρατεί τον ιδρώτα του. Προσπαθούσε να προσελκύσει την προσοχή απ’ το πλήρωμα γύρω απ’ τα δυο μεγάλα τραπέζια της τραπεζαρίας του πλοίου στραμμένη επάνω του. Κοίταζε φευγαλέα προς τη διεύθυνση που βρισκόταν ο Δεύτερος μηχανικός με την άκρη του ματιού και το στόμα ανοικτό φροντίζοντας να μην χάσει την ταλαιπωρημένη έκφραση, ώστε να αποσπάσει την προσοχή του, να δείξει ότι εργάστηκε με ζήλο και έφερε εις πέρας τη δουλειά που του είχε αναθέσει.
Κάπου κάπου κοίταζε πάνω από τον ώμο του προς το μέρος μου, να δει εάν είχα αναφέρει κάτι για το ραχάτι του. Αντικρίζοντας το φιλικό μου χαμόγελο μάζεψε το κουράγιο του και προχώρησε να καθίσει στο κάθισμα του.
Ο καμαρωτός μη αναγνωρίζοντας τον καθημερινό μας Αντώνη, σ’ αυτή την γεμάτη ανησυχία έκφραση στο πρόσωπο του συνειδητοποίησε ότι κάτι συμβαίνει σήμερα.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε
«Τι;» ψιθύρισε.
Η φωνή του βγήκε βραχνή, σαν να μην ήταν συνηθισμένος να μιλά καθώς καθόταν στην θέση του.
Το πρόσωπο του στράφηκε στο καμαρότο, που η παρέμβαση του έγινε η αιτία να διακοπεί η πρόσκαιρη θεατρική του παράσταση.
Αυτό τον επανέφερε από την παράσταση του. Έμεινε για λίγο ασάλευτος σχεδόν υπνωτισμένος.
«Αναρωτιόμουν για την καλή σου υγεία. Χαλάρωσε δείχνεις χλωμός σαν ζυμάρι.» Συνέχισε ο καμαρωτός.
Τα καπνιστήρια και οι τραπεζαρίες των πλοίων είναι ένα περιβάλλον που τα αστεία και οι φάρσες ευδοκιμούν.
Ο Αντώνης ακόμη και στα πενήντα και, χρόνια του ζούσε ακόμη την εποχή της αθωότητας. Η αθωότητα κάποιες στιγμές, με εκείνο το ανόητο, λαμπερό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του, έμοιαζε λες και η χαρά είχε ριζώσει σαν ουράνιο τόξο μέσα στο κεφάλι του.
Για μένα είναι πολύ δύσκολο να δεχτώ ....και με ξενίζει η κατάχρηση.... σ' αυτές τις φάρσες, που συνήθως έχουν σαν στόχο ορισμένα επιρρεπή άτομα. 
Πιστεύω ότι είναι βαναυσότητα απέναντι τους η ευκολία να γίνονται θύματα.
Θα κάνω μια αναδρομή σε πολύ πρόσφατα γεγονότα και πως περνούσαν την ελεύθερη ώρα τους το πλήρωμα. Θα αναφερθώ ιδιαίτερα στον πύρινο λόγο που έβγαλε ο Αντώνης στην τραπεζαρία την προηγουμένη εβδομάδα.
«Λόγο, θέλουμε λόγο». Τον παρότρυνε σύσσωμο το πλήρωμα.
Ο Αντώνης έπλεε σε πελάγη ανείπωτης χαράς, με αίσθημα ενθουσιασμού ένιωθε να υψώνει το ανάστημά του και αυτό του δίνει θάρρος και δύναμη να υπερασπίζεται με πείσμα τις ιδέες του.
Για να τον βλέπει καλύτερα και να τον ακούει όλο το πλήρωμα, έπειτα από παρότρυνση του Γραμματικού, έβγαλε τα παπούτσια του και ανέβηκε πάνω στο τραπέζι. Μιλούσε ενάντια στη ανάλγητη πρακτική της εφοπλιστικής εργοδοσίας και την ανύπαρκτη ευαισθησία τους.
Έλεγε πολλά και ασυνάρτητα μεταξύ τους.
Τον ρωτούσαν τι θα έκανε στο δικό του πλοίο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, έπλεξε το εγκώμιό του φανταστικού πλοίου με την στεντόρεια φωνή του.
«Θα βάλω μασίνια με κόκα κόλα». Έλεγε.
Το πλήρωμα ξέσπασε στα γέλια και χειροκροτούσε ενθουσιωδώς από κάτω.
Ο Αντώνης ίσιωνε με καμάρι τους ώμους, και ανταπέδιδε το χειροκρότημα.
Είχε μια ψύχωση με τα μασίνια του νερού, τα ήθελε να ρέουν άφθονη κόκα κόλα.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Τις στιγμές αυτές ο φτωχός καταφρονεμένος Θερμαστής μεταμορφώνεται, ένιωθε πως δεν ήταν ένας ξένος, ένας παρείσακτος. Ένιωθε ο κόσμος που ανήκει τον δέχεται σαν κάτι ξεχωριστό στην αγκαλιά του.
«Ευδαιμονία» ήταν η λέξη που μου ερχόταν στο νου έτσι όπως έβλεπα την παρουσία του.
«Νιώθει όμορφα», συλλογίστηκα. 
«Νιώθει την ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει τα ίχνη του.»
Ώρα εννέα το βράδυ.
Ο Αντώνης ήταν ανοικτός τύπος, ευδιάθετος και πομπώδης συνήθως, που εξακολουθούσε να φέρεται σαν μικρό παιδί. Ήταν ένας πτωχός εργαζόμενος θερμαστής στο στόκολο του πλοίου με αφάνταστα αγαθή καρδιά. Μπορεί με τις φωτιές να μάλωνε μα δεν ήξερε να πει όχι σε κανέναν. Μια τέτοια καλοσύνη καρδιάς συνήθως οι γύρω του τον αντάμειβαν με ευγένεια και συμπάθεια. Ήταν και φορές που μερικοί τον πλήγωναν και τον ταπείνωναν. Κρυφογελώντας συνωμοτικά έλεγαν πως, με το πέρασμα του χρόνου το μυαλό του έμεινε πίσω, δεν ακολούθησε τη βιολογική ανάπτυξη του κορμιού του.
Λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την προσωπική του ζωή. Δεν είχε τελειώσει σχεδόν ούτε το δημοτικό σχολείο στο νησί του τη Σύρα. Ο πατέρας του,  απουσίαζε συχνά στα καράβια και μικρός έμενε με τη μητέρα του μια αγαθή νησιώτισσα. Η μητέρα του τον έστελνε στο σχολείο μα έλα όμως, που δεν άρεσαν στο Αντώνη τα αναθεματισμένα τα γράμματα. Προτιμούσε να κάθεται στο λιμάνι να χαζεύει τα καράβια και ο νους του ταξίδευε μακρυά. Καμιά φορά, έκανε και κανένα θέλημα, δούλευε σαν αχθοφόρος στην αγορά του λιμανιού και του δίνανε κάποιο χαρτζιλίκι, όταν δεν έπαιζε ποδόσφαιρο στις αλάνες της γειτονιάς του. Στη περιπετειώδη εφηβεία του δούλευε πρόσκαιρα σε βοηθητικές εργασίες στην αποβάθρα του λιμανιού. Τη στρατιωτική του θητεία, την υπηρέτησε απαλλασσόμενος από το όπλο, είχε ξενοιάσει από ένοπλες υπηρεσίες που του επίτρεψε να γλιτώσει από την περισσότερη ταλαιπωρία του στρατού, δεν εκτελούσε σκοπιές, δεν πήγαινε σε βολές, πορείες και ασκήσεις.
 Από όσα γνώριζα δεν είχε κάνει δική του οικογένεια ήταν ελεύθερος δεν είχε παντρευτεί ποτέ του.
Στην εφηβική του ηλικία πολλές φορές τις ελεύθερες ώρες ο Αντώνης τις περνούσε περιδιαβαίνοντας τακτικά το δρόμο της γειτονιάς τους στην πλευρά που ζούσε μια νεαρή και πολύ όμορφη γειτονοπούλα του η Βενετία, με την οποία ακόμη και σήμερα στις αναμνήσεις του είναι «το πάθος της ζωής του» ο κρυφός του έρωτας που καίει τα σωθικά του. Οι γονείς της αλλά και η ίδια η κοπέλα ήταν καθολικοί στο θρήσκευμα, έμεναν στην Άνω Χώρα, όπως αναφερόταν παλιότερα η Άνω Σύρος, που βρίσκεται στον έναν από τους δύο μεγάλους λόφους πάνω από την Ερμούπολη. Αναφέρεται ενίοτε και ως «λόφος των καθολικών» και είναι εκείνος που βρίσκεται αριστερά, μπαίνοντας στο λιμάνι. 
Ήταν μια μουντή φθινοπωριάτικη ημέρα που νεαρός άνδρας τώρα στέκεται στη παραλία της Σύρου. Τα βήματα του τον έχουν οδηγήσει εκεί, γιατί δεν ξέρει που να πάει. Ο πατέρας του εδώ και μερικά χρόνια δεν υπάρχει πια και η μητέρα του μόλις άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο της πόλης. Το στομάχι του γουργούρισε σ’ αυτές τις σκέψεις. Αφόρητη σιωπή τον πλάκωσε, σκίρτησε από τον πόνο που καυτός αφόρητος απλωνόταν σιγά σιγά στο κορμί του, ανέβασε λυγμούς από τα στήθη και πότισε με καυτά δάκρυα τα μάτια. Η μητέρα του ήταν γι' αυτόν η βαθιά, η μεγάλη, η τρυφερή του αγάπη. Ένιωσε ξαφνικά εντελώς μόνος και απροστάτευτος που πρέπει να διαχειριστεί την μοναξιά του. Μεμιάς εικόνες – ενός έρημου σπιτιού, ανασφάλειας, και όλων όσων αντιπροσωπεύει μια μητρική θαλπωρή, ξεπήδησαν στις σκέψεις του και τον πλημμύρισαν φόβους. Δεν υπήρχε τρόπος να καταπνίξει η να παραμερίσει τα συναισθήματα του. Η αίσθηση της μοναξιάς τον πλημμύρισε. Ένοιωθε εντελώς μόνος και απροστάτευτος με την αίσθηση ότι είναι μηδαμινός και μόνος σε όλο το σύμπαν. Και δεν έχει πλέον και κανένα στήριγμα, ουδείς στην οικογένεια υπάρχει να σταθεί στο πλευρό του. Μόνος κι έρημος είναι!
Ο Αντώνης έβαλε τα κλάματα. Δεν έκλαψε υστερικά, ούτε ούρλιαξε, όπως συνήθως κάνουν οι άνθρωποι για να πνίξουν την οργή τους στα δάκρυα. Έκλαψε με τα συνεχή μονότονα αναφιλητά κάποιου που μόλις ανακάλυψε ποσό μόνος είναι και θα συνεχίσει να είναι για πολύ καιρό ακόμη. Έκλαψε γιατί κάθε ίχνος ασφάλειας και λογικής έμοιαζε να έχει χαθεί από τον κόσμο του. Η μοναξιά ήταν μια πραγματικότητα. Σ’ αυτή την κατάσταση όμως, η παραφροσύνη ήταν ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Ο Αντώνης άρχισε να βαδίζει στον ανηφορικό δρόμο της μικρής πόλης, έχοντας πίσω του το λιμάνι και την ανατολή. Φθάνοντας στο μικρό τους σπίτι έπεσε βουβός μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι του. Τα δάκρυα του μούσκευαν το μαξιλάρι. 
«Είμαι ορφανό! Είμαι ορφανό!» έλεγε μέσα στ’ αναφιλητά, και μια ασήκωτη πέτρα του πλάκωνε το σβέρκο. Αυτό που του έδινε τον ίλιγγο ήταν ο θάνατος της μάνας του. 
«Είμαι ορφανό! Είμαι πεντάρφανο!» μουρμούριζε στο μαξιλάρι. 
Ήταν ένα τυφλό βρέφος που το ξεκόλλησαν απ’ το βυζί που θήλαζε. Ο κόσμος γύρω μου ήταν καθαρό σκοτάδι. Τα ματιά του γέμισαν και πάλι καυτά δάκρυα κι ευχήθηκε να ήταν εκεί η Βενετία και να τον αγκάλιαζε. Το πρόσωπο του κοκκίνισε σ’ αυτή τη σκέψη. Ο ύπνος τον νίκησε. Κοιμήθηκε προτού σταματήσουν ολότελα οι λυγμοί του. Κοιμήθηκε κουλουριασμένος γύρω από το μαξιλάρι του φορώντας τα καθαρά του ρούχα. Τα δάκρυα του είχαν ζωγραφίσει γραμμές στα πυρωμένα μάγουλα του και στο χέρι κρατούσε χαλαρά το ναυτικό φυλλάδιο που πρόσφατα είχε αποκτήσει.
Έξι μήνες αργότερα ο νεαρός Αντώνης είχε σχεδόν ξεφύγει από την απελπισία του. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, έμοιαζε να έχει ωριμάσει, παρακάμπτοντας τις φοβίες του, απόκτησε τη διάθεση που είχε χάσει ώστε να καταφέρει να επιβιώσει ολομόναχος σαν αυτάρκης ενήλικας πλέον.
Σύντομα στο μυαλό του τα έχει ξεχάσει όλα διότι απλούστατα στη ζωή η σαρκοβόρα σκόνη της πραγματικότητας κάθεται πάνω και στην πιο μαύρη εικόνα και ξεθωριάζει ακόμα και το πιο μαύρο γεγονός. «Ακόμα και η πιο σκοτεινή νύχτα τελειώνει και ο ήλιος ανατείλει ξανά.» Αποφάσισε να κάνει το πρώτο του ταξίδι. Μπαρκάρισε ναυτικός-καθαριστής- σ’ ένα  φορτηγό πλοίο Liberty.  Ένα από τα πολλά θρυλικά πλοία ανάγκης, γεννημένα μέσα στη δίνη και στην ταραχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου που το όνομά τους συνδέθηκε με την αναγέννηση της ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας. Ήταν η πρώτη φορά υστέρα από πολύ καιρό που ο Αντώνης δεν φοβήθηκε να αντιμετωπίσει τη ζωή.
Αυτά όλα συνέβησαν πριν από τριάντα χρόνια.
.......Τις τελευταίες μέρες ο Αντώνης βλέποντας πόσο σοβαρά τον αντιμετώπιζα σε αντίθεση με το υπόλοιπο πλήρωμα με γυρόφερνε για μια πολύ προσωπική του υπόθεση.
Σήμερα μετά την βραδινή βάρδια των τέσσερις οκτώ βρισκόμασταν παρέα οι δυο μας στην μικρή, στενάχωρη γκρίζα καμπίνα του. Απολαμβάνοντας ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο, μου ανοίγει την καρδιά του, και μιλάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας του. 
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Αντώνης ανατρέχει νοερά στο παρελθόν και ξετυλίγει σταδιακά κλωστή - κλωστή το κουβάρι του παρελθόντος και κεντά μια ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.! Κάθε κόμπος της κλωστής και μια πίκρα, μια χαρακιά στο κέντημα της ζωής του. 
«Τη ζωή πρέπει να τη δέχεσαι όπως έρχεται. Αυτή είναι η πρώτη εντολή ακόμα και πριν τις Δέκα εντολές. Πρέπει να δέχεσαι το απρόοπτο και ότι προκύπτει από αυτό. Χωρίς το απρόοπτο η ζωή δεν είναι ολοκληρωμένη, είναι σαν κάποιος που δεν ξέρει κολύμπι να τσαλαβουτάει στα ρηχά, όταν η πραγματική θάλασσα είναι μόνο εκεί που υπάρχει βάθος. Αυτό είναι κάτι που μου δίδαξε ο σοφός βοσκός παππούς μου.» Του είπα.
«Θέλω να με βοηθήσεις να γράψω ένα γράμμα» και μου εξήγησε τι ακριβώς ζητούσε.
Ήταν η πρώτη μου φορά βρισκόμουν στον ιδιωτικό του χώρο, και είχα απορροφηθεί να κοιτάζω με ιδιαίτερη προσοχή ένα ημερολόγιο με καλλιτεχνική αξία κατά την κρίση μου, που βρισκόταν κρεμασμένο πάνω από το μικρό γραφειάκι του.
Καθώς μου μιλούσε ο Αντώνης σκέφτηκα στην αρχή ότι αστειεύεται μ’ αυτή την παιδική αφέλεια που είχα συνηθίσει στη συμπεριφορά του.
Τ’ άκουγα όλα αυτά χωρίς να λέω τίποτε. Μια τέτοια ιστορία μου φαινόταν εφηβικά καμώματα, κακόγουστη και αστεία και αναρωτιόμουν πως στα κομμάτια θα γλίτωνα απ’ αυτή την ιστορία.
Κι όμως το γράμμα που ζητούσε να του γράψω δεν ήταν γι’ αυτόν ένα αστείο με αποτέλεσμα να καταλάβω πως δεν θα γλίτωνα πια…… Πίσω από τα μαύρα λαμπερά μάτια του διαπίστωσα έκπληκτος ότι μου μιλούσε με απόλυτη σοβαρότητα.
Βλέποντας πόσο σοβαρά αντιμετώπιζε ο Αντώνης την υπόθεση, χάρηκα που είχα προλάβει να συγκρατηθώ από κάποιο πολύ φθηνό και πικρόχολο σχόλιο.
Έτσι λοιπόν κάτι που ξεκίνησε σαν κακόγουστο αστείο για μένα, σύντομα έγινε πολύ αλλόκοτο, και αποκτούσε ενδιαφέρον.
«Δεν έχω πρόβλημα θα σε βοηθήσω όσο μπορώ». Του είπα και το εννοούσα.
«Είμαι φίλος σου και θα σε βοηθήσω, ακόμα και αν δεν συμφωνώ μαζί σου».
«Λοιπόν να σου κάνω αυτή τη μικρή εξυπηρέτηση. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, αν δεν θέλεις να γίνουμε ο περίγελος του βαποριού».
Ο Αντώνης το σκέφτηκε πριν απαντήσει και κούνησε το κεφάλι καταφατικά λέγοντας πως, ναι, νόμιζε ότι καταλάβαινε. «Ότι πεις εσύ, και σ’ ευχαριστώ». Είπε.
Ήταν μια απλή αυθόρμητη πράξη καλοσύνης, αλλά ο Αντώνης βρέθηκε να παλεύει για να πνίξει τα χαρούμενα συναισθήματα του.
Τελικά κατόρθωσε να χαμογελάσει.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ». Είπε πάλι.
Όλα αυτά απλά γρατζούνιζαν την επιφάνεια της χαράς του Αντώνη, που άγγιζε την απόλυτη ευδαιμονία.
Ξεκινώντας την ιστορία, κουβεντιάζαμε για τις αναμνήσεις του τις γεμάτες όνειρα. Και η κουβέντα καθόλου δεν άργησε να φτάσει στον μεγάλο του καημό που τσιγκλούσε ακόμη και τότε τα σώθηκα του. Ναι η κουβέντα οδήγησε εκεί που σχεδόν όλοι ζήσαμε κάποια στιγμή! Έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. . Και του Αντώνη ο ανεκπλήρωτος έρωτας ήταν η Βενετία... Χήρα σήμερα ζούσε μόνη της εκεί πίσω στο ανηφορικό καλντερίμι της Άνω Σύρου και της καθολικής συνοικίας της γενέτειρας του. Στην Ερμούπολη της Σύρου..
Πρέπει να είχε κάτι μαγικό πάνω της η γυναικά αυτή για τον Αντώνη. Συζητώντας μαζί μου βίωνε ξανά το δέος και την ευφορία των ονειροφαντασίων του. Το συμπέρασμα που έβγαζα από την κουβέντα μας ήταν ότι οι ονειροφαντασίες του ήταν αληθινές και ο Αντώνης τις μοιραζόταν με κάποιο τρόπο μαζί μου. Και αυτό ήταν η χαρά του.
Κάτι μέσα του έλεγε πως πρέπει να το κάνει, πως θα ήταν για αυτόν ένας σκοπός, απελευθέρωση, ανάρρωση και ξύπνημα από το μαρμάρωμα του εαυτού του.
Μια ώρα μετά εγκατέλειψα την προσπάθεια να αποφύγω αυτό που μου ζητούσε. 
«Επιμένεις;»
«Ναι! Θέλω να μου γράψεις αυτό το γραμμα.» είπε.
«Έχεις φωτογραφία;»
«Ναι! Είναι απαραίτητη;»
«Τότε πώς θα στη περιγράψω;»
Με δέουσα προσοχή έβγαλε από το πορτοφόλι του μια φωτογραφία, ένα γυναικείο, ασπρόμαυρο πορτραίτο, την απέθεσε σαν θησαυρό πολύτιμο, στο μικρό τραπέζι εμπρός μας. Στη φωτογραφία είναι η Βενετία. Ένα γλυκό μελαχρινό κορίτσι, με μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια αμυγδαλωτά κι ένα χαμόγελο στα χείλη. Συνδυάζει την κοριτσίστικη γοητεία με την γυναικεία κομψότητα. 
Εικόνα ελαφρά ξεθωριασμένη, μισοχαμένη στην αχλή του παρελθόντος.
Πέρασαν πολλά χρόνια που απέκτησε αυτή τη φωτογραφία. Την φυλάει τυλιγμένη προσεκτικά, με ευλάβεια, σε καθαρό λευκό χαρτί να μην τη διαβρώσει ο χρόνος. Την ξετυλίγει αργά, αργά σε τακτά χρονικά διαστήματα και νοιώθει την ίδια συγκίνηση, όπως εδώ και πολλά χρόνια. Η λάμψη που ανάβλυζε απ’ τα μάτια της φωτογραφίας ήταν για τον Αντώνη μαγική πηγή. Νοιώθει αυτό το λαμπερό βλέμμα να τον λούζει, να τον χαϊδεύει. Αχ και να γινόταν να κρατήσει αυτή η μαγική στιγμή όσο γίνεται περισσότερο. Συναίσθημα ωραίο σαν ίλιγγος. Ένοιωθε ξαφνικά ότι η φωτογραφία ήταν όλη γεμάτη μέλι κι αρωματικά βότανα.
Για μια στιγμή πιστεύω ότι ένοιωσε να τον πλημμυρίζει η νοσταλγία.
Είδε τον εαυτό του νεαρό, μ’ ένα σακάκι ριγμένο στον ώμο και τη γραβάτα του χαλαρή σαν κάποιος που επιστρέφει από το γύρο του κόσμου και ξαναβρισκόταν και πάλι στο δρόμο της γειτονίας της. Τα πόδια του δεν ήθελαν να προχωρήσουν, όλοι οι μύες ως και τα κόκαλα, του φαίνονταν δυο φόρες βαρύτερα. Αχ και να την έβλεπε να βγαίνει από το σπίτι της, από τη μπροστινή τη πόρτα, να διασχίζει τον πεζόδρομο, με τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά, το μεταξωτό φουλάρι ν’ ανεμίζει στους λεπτούς της ώμους και το άρωμα της γλυκιά ευωδία να διασκορπίζεται γύρω της, με τις ριπές τ’ απαλού ανέμου. Και, μ’ αυτή τη σκέψη, χαμογελούσε.
Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Στη καμπίνα έφτανε στα αυτιά μας ο ανεπαίσθητος θόρυβος από τις τουρμπίνες του μηχανοστασίου που στριφογυρίζουν αδιάκοπα σα να βαστούν από τα βάθη του πλοίου τον έντονο ρυθμό της ζωής. Ο Αντώνης σήκωσε το ποτήρι με το ποτό στο χέρι του και πρόσεξε ένα μικρό ράγισμα στο χείλος. Προσπαθούσε να εκτιμήσει όλα όσα η φωτογραφία του ιστορούσε άλλα το μυαλό του αρνιόταν να συντονιστεί. 
«Πριν είκοσι πέντε χρόνια». Μουρμούρισε χαμηλόφωνα.
«Την είδα,» είπε κάποια στιγμή, κι έπνιξε τον αναστεναγμό του. Είχαν ξυπνήσει μέσα του οι καημοί. 
«Ναι. Ωραία. Χαίρομαι για σένα. Αλλά… Όταν λες την είδες; Εννοείς τι;»
«Το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου.»
«Αυτό είναι καλό νέο. Πού την είδες;»
«Χθες βράδυ στον ύπνο μου! Είμαστε στη Ντελαγκράτσια.»
Είπε αυτή τη φράση, έχοντας την έκφραση της απόλυτης ευτυχίας στο πρόσωπο, περιμένοντας από μένα… Δεν ξέρω τι. Να χειροκροτήσω;
Αν ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που να με είχε συνηθίσει σε παρόμοιες δηλώσεις, ίσως και να το έκανα. Ίσως να γελούσα. Αλλά ήταν ο πτωχός μου Αντώνης.
Συνήλθα όταν συνέχισε να μιλάει.
«Δεν ήταν απλό όνειρο. Ήταν εκεί, μπροστά μου, ολοζώντανη. Θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια απ’ το πρόσωπο της.»
Χαμογέλασα και του γύρισα την πλάτη. Υποτίθεται για να βάλω ποτό! Όμως ήθελα να σκεφτώ πώς θα αντιδρούσα. Έπρεπε να πάρω μέρος στη ψευδαίσθηση του; Δεν ξέρω γιατί, αλλά αποφάσισα να είμαι ειλικρινής.
«Πως τη γνώρισες; είχατε κάποια σχέση, επαφή στο παρελθόν.» ρώτησα.
«Είναι μια γειτονοπούλα μου. Μια κοπελιά της Πάνω Γειτονιάς, που.......» είπε ο Αντώνης.
«Όχι, θέλω να πω. Έχετε μιλήσει έχετε βγει πουθενά; Κάπου. Πέρα απ’ τ’ όνειρο της Ντελαγκράτσια;». 
Ο Αντώνης δεν μ’ άκουγε. Δεν τέλειωσε ποτέ τη φράση του, την έκοψε στη μέση. Η λαχτάρα του πετούσε σε αλαργινούς καιρούς και στη φαντασία του σύχναζαν άλλες νωπότερες σκιές. 
Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε. Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω μου, με τη λάμψη να ‘χει χαθεί τώρα από μέσα τους, να ‘χει σβήσει σαν τη φλόγα ενός κεριού στον άνεμο. Ανοιγόκλεισε το στόμα του, δεν βγήκε κανένας ήχος όμως. Δεν ήξερε τι να πει. Ήταν τόσο βαθιά η συγκίνηση του.
Η μορφή της Βενετίας πρέπει να χάθηκε, και στη θέση της να είδε τώρα το πρόσωπο της μητέρας του στο νοσοκομείο, με τα λευκά μαλλιά της να κρέμονται από την άκρη του φορείου με τα μάτια ολοσκότεινα, το δέρμα της κάτασπρο, και τα χείλια της να κουνιούνται σαν να παραμιλάν, να απαγγέλλουν ποιήματα, χωρίς να βγάζουν μιλιά. Η μητέρα του απλώνει το χέρι της, όμως αυτός δεν προλαβαίνει να το πιάσει. Δεν θα ξαναγυρίσει. 
Πέθανε του λένε. «Πάει.» Κι αυτό το «πάει», αυτό το τελεσίδικο, το μαύρο του θανάτου, αδυνατεί να το καταλάβει. Δεν μπορεί να το δεχτεί ότι πέθανε, δεν μπορεί να δεχτεί πως δε θα την ξαναδεί, δε θα ξανακούσει τη φωνή της, δε θα μοιραστεί πράγματα μαζί του. Δάκρυα κυλούν στα μάτια του και παγώνει το μέσα του. Αρνείται.
Η ζωή είναι ένας κόμπος που διαρκώς πρέπει να θυμάσαι πώς λύνεται και ένα  ξέφτισμα του πανιού της ζωής μας φανερώνει ότι το υφάδι της είναι το πιο πολύ καμωμένο από τη θλίψη. Πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια θα συλλογίστηκε, όπως το βλέμμα του νοερά θα πλανιόταν στον κόλπο της Ντελαγκράτσια με τους κατάφυτους κήπους που κοσμούν το νησί, μέχρι την άκρη του φάρου στο Βιγλοστάσι. Έτσι απλά! Σαν ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού.
Εγώ τον κοιτούσα παρασυρμένος, η ζωή του ξετυλίχτηκε μπροστά στα συμπονετικά μάτια μου.
Η ταραχή του δεν διήρκεσε παρά λίγες στιγμές μονάχα. Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία του τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα είναι φως, μια γλύκα: Το πρόσωπο του σαν να έκρυβε ένα χαρούμενο μυστικό έγινε και πάλι εύθυμο και φωτεινό σαν όμορφη φθινοπωρινή μέρα. Αυτός ήταν ο Αντώνης. Πίσω απ' αυτό το χαρούμενο, αθώο κι καλόκαρδο πρόσωπο κρύβεται ένα θλιμμένο παιδί. Μ’ ευκολία κατόρθωνε να βάζει στο περιθώριο κάθε άσχημη σκέψη.
Αναστέναξε, πήρε μια τελευταία βαθιά ανάσα, ρουφώντας τη γλυκιά λάμψη που ανέδινε η φωτογραφία αναζητώντας αυτή την αίσθηση της ευτυχίας, την αίσθηση του ουράνιου τόξου. Πίνοντας μια γουλιά ουίσκι από το ποτήρι του, δίπλωσε με αργές προσεκτικές κινήσεις την παλιά φωτογραφία και την έβαλε πάλι στο πορτοφόλι του.
Κάθισα όσο πιο αναπαυτικά μπορούσα, άφησα τον Αντώνη να μιλήσει, τον ρώτησα για κείνα που δεν αφορούσαν τόσο το όνειρο του -την όμορφη κοπέλα- αλλά τον ίδιο τον ονειρευτή, και άρχισα να γράφω και να του διαβάζω μες στη σιγαλιά της νύχτας. Έγραφα λέξεις που ρίζωναν μέσα στην ψυχή του και στέκουν σαν αερικά μέσα του. Ένα γράμμα γεμάτο λέξεις που κατάφεραν να πετάξουν σα μαγικό χαλί κατευθείαν στην καρδιά του κι εκεί ρίζωσαν και βλάστησαν κι αναπόλησαν και σχημάτισαν χίλιες δύο άλλες εικόνες από εκείνες τις εποχές της νιότης του. Για όλα τα ανεκπλήρωτα όνειρα του, για όλα όσα πόθησε να κάνει. Και γέμισε η ψυχή του φως κι αγάπη και σκέψεις για όλα όσα φέρνει ο καιρός κι ο χρόνος. Έγραφα σα να του ζωγράφιζα εικόνες που μένουν, θύμησες και λόγια που δεν θα θέλει να ξεχάσει. Του διάβασα πολλές φορές εκείνο το γράμμα. Ήθελε να θυμάται όλες τις λέξεις, τις φράσεις, το δέσιμο τους με εικόνες που ίσως κι αυτός έζησε κάποτε.
Μόλις τέλειωσα για τελευταία φορά την ανάγνωση δεν μπορείτε να φανταστείτε τη βαθιά εντύπωση που του έκαναν καθώς και την συγκίνηση που προκάλεσαν στην ψύχη του. Το ρούφηξε μονορούφι. Όλα αυτά τον συνάρπαζαν. Είχα την αίσθηση ότι όλα όσα άκουγε τα ένοιωθε ότι τα έζησε στ’ αλήθεια.
Ήταν ήδη μεσάνυχτα. 
«Θα πρέπει κι εγώ να πηγαίνω τώρα». Του είπα.
Έμεινε και πάλι μόνος του με τον εαυτό του, με το παρελθόν του, και με το κεφάλι του γεμάτο από παλιές βασανιστικές ιδέες. Αναζητούσε χέρια αόρατα να τον πάρουν στη γλυκιά αγκαλιά τους….  να βιώσει την αίσθηση…. να χαθεί βουτώντας στον πλούτο ... της μαγείας των ονείρων του. 
Ευχαρίστως θα ανανέωνε αυτά τα σύντομα όνειρα του τουλάχιστον για μερικές ακόμα στιγμές άλλα τελικά ακόμη και ο ίδιος το ήξερε πως τα όνειρα του είναι χλωμά και διαλύονται σαν το πρωινό σκοτάδι.  Τον έρωτα που δεν γεύτηκε γιατί του τον πήρε στρόβιλος δυνατός και χάθηκε σαν τα κύματα που φεύγουν. Κι ο πόνος που φωλιάζει μέσα του μοιάζει με «Σιωπητήριο» στο ακατοίκητο χάος.
Το γράμμα δεν το έστειλε ποτέ. Ήταν ένα γράμμα προορισμένο ότι δε θα έφτανε ποτέ στον παραλήπτη του ... Ξέρω ότι το χρησιμοποιούσε να τυλίγει με έκφραση περίσσειας λατρείας και με μοναδική ευλάβεια την παλιά φωτογραφία.
Κράτησε το λόγο του. Κανείς άλλος δεν έμαθε αυτά που εγώ του έγραψα εκείνο το βράδυ....

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Web Informer Button