ADS

click to open

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

To Deutero Mparko: 3rd Engineer In The Largest OBO..

Είμαστε στο Φθινόπωρο του χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε. Είναι η τελευταία Κυριακή του Σεπτέμβρη. Τo αεροδρόμιο του Ελληνικού σφύζει από κίνηση. Τα δρομολόγια της Ολυμπιακής πάνε κι έρχονται. Τα μεγάφωνα αναγγέλλουν τις πυκνές αναχωρήσεις και αφίξεις των αεροπλάνων. Από τη λεωφόρο Ποσειδώνος, όπως μπαίνουμε στο χώρο του αεροδρομίου, δεξιά βρίσκεται το κτίριο για πτήσεις του εξωτερικού και αριστερά για του εσωτερικού. Και οι δύο αίθουσες αναμονής είναι γεμάτες από κόσμο. Στην αριστερή αίθουσα βρίσκονται εκείνοι που περιμένουν καρτερικά να επιβιβαστούν στο αεροπλάνο που θα τους πάει στο προορισμό τους. Με τα διαβατήρια και τα εισιτήρια ανά χείρας συναντιόμαστε στην αίθουσα αναχωρήσεων η αφεντιά μου και νεαρός συνομήλικος τρίτος πλοίαρχος..... Όταν συναντηθήκαμε συστηθήκαμε με αμοιβαία εγκαρδιότητα και τελειώνοντας σχετικά γρήγορα τον έλεγχο εισιτηρίων (check-in) παραδώσαμε τις αποσκευές μας και φτάσαμε στην πύλη αναχώρησης χωρίς άγχος. Ξεκινάμε λοιπόν με την απογευματινή αναχώρηση από το αεροδρόμιο με πτήση της Olympic Airways για Παρίσι και με τελικό προορισμό τον λιμένα Χάβρη Γαλλίας προς ναυτολόγηση μας σε πλοίο μεταφοράς πετρελαίων πολύ γνωστής ελληνικής ναυτιλιακής εταιρείας.
Ο ταξίδι μας περιλάμβανε ενδιάμεσο σταθμό την Ζυρίχη της Ελβετίας. 
Από τα πηγαινέλα των αεροσυνοδών κατέληξα στο συμπέρασμα πως το ταξίδι έμπαινε στην τελευταία φάση του. Το αεροπλάνο της Olympic airways, είχε αρχίσει πια την καθοδική του πορεία, για να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης. Καθισμένος στις πρώτες σειρές επιβατών πλάι στο παράθυρο, ρουφούσα το θέαμα της πόλης που εκτείνεται γύρω από το βόρειο άκρο της ομώνυμης λίμνης και τις όχθες του ποταμού Limmat, περιτριγυρισμένη από καταπράσινους λόφους. Ολόκληρα χιλιόμετρα λόφων γεμάτων βίλες φωλιασμένες μέσα στη φροντισμένη βλάστηση.
Η αεροσυνοδός πέρασε ξυστά δίπλα μου και με έβγαλε από τις σκέψεις. Μου έδειξε τη ζώνη. Το χαμογελαστό υγιές πρόσωπό της, περασμένο μια ελαφριά στρώση ρουζ και πλαισιωμένο από καστανά σχεδόν κόκκινα, μαλλιά, της έδινε μια εμφάνιση που δεν συναντάς εύκολα στην Ελλάδα. Τη χάζευα καθώς εκείνη επιθεωρούσε ζώνες, αναμμένα τσιγάρα! πλάτες καθισμάτων. 'Ήταν πολύ καλή. Άρχισα να νιώθω την ερωτική έξαψη του ταξιδιώτη που ταυτίζει τις καινούργιες πόλεις με καινούργιες γυναίκες. Κάθε ταξίδι οδηγεί αναπόφευκτα σε μια εκπληκτική γυναίκα, ένα αίσιο τέλος, έναν καλύτερο σταθμό. Γιατί όχι η αεροσυνοδός; Προσπάθησα να συναντήσω με το βλέμμα μου το δικό της, εκείνη όμως τσέκαρε τους επιβάτες με ακλόνητο επαγγελματισμό με προσπέρασε σαν ένα αντικείμενο που έχει ήδη καταγραφεί και αποθηκευτεί. 
Κατέπνιξα την ερωτική μου επιθυμία και τέντωσα τον λαιμό του να δω, πέρα το ευθυγραμμισμένο πράσινο μιας Ζυρίχης που μεγάλωνε καθώς το αεροπλάνο έχανε ύψος. Από την Ζυρίχη ύστερα από ένα επεισοδιακό ταξίδι πετώντας με ένα μεσαίου μεγέθους ελικοφόρο αεροπλάνο φτάσαμε περασμένα ήδη μεσάνυχτα στο Παρίσι. Το αεροπλάνο ήταν ένα ελικοφόρο Φόκνερ Φρέντσιπ, ένα επιβατικό τριάντα πέντε μόλις θέσεων, ασφυκτικά γεμάτο με επιβάτες. Αυτά τα μικρά αεροσκάφη έχουν στενά καθίσματα και είναι τόσο στριμωγμένα το ένα πλάι στο άλλο που μπορείς να δεις οτιδήποτε συμβαίνει στο χώρο των επιβατών.
Παρίσι! Η «πόλη του φωτός» δεν έχει πάρει άδικα τον τίτλο αυτό. Αποτελεί μια πόλη κόσμημα με αποτέλεσμα άλλες όμορφες πόλεις, να συγκρίνονται περιφραστικά με αυτή (το Παρίσι της Ανατολής, λαμπερή σαν το Παρίσι κτλ.).
Απ' όποια πλευρά και αν το δει κανείς, το Παρίσι είναι η πόλη που λάμπει σαν κόσμημα μέσα στο φως του μεταμεσονύκτιου ήλιου και σε καλεί για να σε θαμπώσει. Είναι η πανέμορφη και σαγηνευτική μητρόπολη που γοητεύει τους επισκέπτες.
Από το αεροδρόμιο του Παρισιού η μετάβαση στη Χάβρη έγινε με το τρένο, καθώς υπάρχει άμεση σιδηροδρομική σύνδεση και το ταξίδι διαρκεί περίπου δυο ώρες.
Η Χάβρη (γαλλικά Le Havre) είναι πόλη στη βόρεια Γαλλία, λιμάνι στις ακτές της Μάγχης στη Νορμανδία. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη των εκβολών του ποταμού Σηκουάνα και είναι το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Γαλλίας μετά τη Μασσαλία στο νότο.
Οι Τελευταίες πληροφορίες ήταν ότι δεν υπήρχαν κενές δεξαμενές αποθήκευσης στις εγκαταστάσεις των διυλιστηρίων και το πλοίο έμεινε (αρόδο) έξω από το λιμάνι, στα ανοιχτά εν αναμονή.
Εγώ με τον ανθυποπλοίαρχο καταλύσαμε σ' ένα μικρο οικογενειακό ξενοδοχείο, σε κεντρικότατο σημείο της πόλις, πολύ φιλικό και με ζεστούς ευγενικούς ανθρώπους έτοιμους να σ' εξυπηρετήσουν. Τα δωμάτια ήταν μικρά αλλά καθαρά. Μείναμε πέντε μέρες στο ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν εναλλάσσονταν συνήθως δυο νεαρές γυναίκες. Η μεγαλύτερη γύρω στα τριάντα και η μικρότερη κάτι παραπάνω από είκοσι την έκανα. Η εικόνα μιας νεαρής γυναίκας με την ομορφιά της Μεσογείου, της μεσογειακής ακτής, ουδεμία σχέση με τις άχρωμες γυναικείες παρουσίες της περιοχής. Γρήγορα αποκτήσαμε μια ανοικτή, ειλικρινή, φιλική σχέση μεταξύ μας. Μου εκμηστηρεύτικε ότι όνειρο της ήταν ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Της υποσχέθηκα αν το αποφασίσει να ταξιδέψει Ελλάδα με μεγάλη ευχαρίστηση θα την φιλοξενούσα.
Μετά τις πρώτες τρεις ημέρες ο ανθυποπλοίαχος «καρδούλα ψυχοπονιάρικη» με μαλώνει φιλικά.
«Δεν σε καταλαβαίνω, ρε φίλε. Τι καπνό φουμάρεις τελικά. Το κορίτσι κρέμεται από τα χείλη σου. Βοήθησε και εσύ με τον τρόπο σου, στείλε της μία ευχάριστη είδηση, δεν το βλέπεις ότι η ματιά της γαληνεύει και ένα χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη της όταν σε βλέπει.» 
«Φίλε μου κάποιος μακρινός προπάππους μου στα χρόνια της ενετοκρατίας στα μέρη μας, σκότωσε ένα παλικάρι γιατί απλώς πείραξε την αδελφή του. Και τώρα εσύ μου ζητάς να δώσω ψεύτικες ερωτικές υποσχέσεις που γοητεύουν. Άστο το κορίτσι να ονειρεύεται! Σύντομα θα αποφασίσει να κοιτάξει μπροστά να  βρει κάτι καλύτερο για εκείνη. Έναν πρίγκιπα να της στρώσει το κόκκινο χαλί για να τον υποδεχτεί στην αγκαλιά της. Να βολευτεί σε έναν ώμο τελοσπάντων. Τέτοιοι ώμοι, φίλε μου δεν βρίσκονται έτσι εύκολα. Στο χέρι της είναι λοιπόν να τον ανακαλύψει.»
Την πέμπτη ημέρα το αυτοκίνητο του πράκτορα σταμάτησε στην πύλη του λιμένα.
Μπροστά μας είχαμε την θέα της αποβάθρας όπου διακρίναμε μια συνεχή κίνηση από ανθρώπους και οχήματα που προετοιμάζονταν να υποδεχτούν το γιγάντιο πετρελαιοφόρο που κατάφτασε στο λιμάνι προερχόμενο από τις πετρελαιοφόρες πηγές του Περσικού Κόλπου.
Επειδή είχε μια ελαφριά καταχνιά όλα τα φώτα στην περιοχή της προβλήτας ήταν αναμμένα και ανά διαστήματα ψιλή βροχή έπεφτε στο λιμένα και στο περιβάλλοντα χώρο..
Οι υγρές πλάκες της αποβάθρας γυάλιζαν σαν στιλβωμένο δέρμα στο ωχρό λευκό τεχνητό φως. Το μεγάλο πετρελαιοφόρο πλησίαζε αργά, με σχολαστική ηρεμία στην θέση εκφόρτωσης.
Τα νέου τύπου πετρελαιοφόρα της εποχής είχαν τεράστιο μέγεθος και χάρη στην ευρυχωρία τους οι καμπινές του πληρώματος ήταν άνετες σαν τυπικές μικρές φοιτητικές γκαρσονιέρες.
Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο στάθηκα ακίνητος ατενίζοντας για λίγες στιγμές το τοπίο κι άφησα το θαλασσινό αεράκι να με αναζωογονήσει σαν βάλσαμο. Η θάλασσα ήταν γαλήνια ήσυχη, η πόλη διακρινόταν στα ανατολικά και πέρα μακριά στο βοριά διακρινόταν η ορεινή στεριά που ξεφύτρωνε από τη θάλασσα σκούρα και δασωμένη.
Τις επόμενες ώρες βρίσκομαι ναυτολογημένος, είναι το δεύτερο μου μπάρκο και για πρώτη μου φορά Τρίτος Μηχανικός στο μεγάλο Δεξαμενόπλοιο "Άτλαντας», το οποίο ταυτόχρονα είναι σχεδιασμένο και για μεταφορά ξηρών φορτίων, λόγο για τον οποίο το πλήρωμα του υπερηφανευόταν ότι εργάζονται στο μεγαλύτερο φορτηγό του κόσμου, (Ένα ΟΒΟ 230.000 τόνων μεταφορικής ικανότητος), βαπόρι σύγχρονο και καλοτάξιδο, που κατέπλευσε στο λιμάνι κοντά στο σούρουπο, κάνοντας τους διάφορους ελιγμούς για να γίνει η παραβολή του στην προβλήτα εκφόρτωσης.
(Τα πετρελαιοφόρα πλοία αποτελούνται από δεξαμενές που αποθηκεύεται το πετρέλαιο για να μεταφερθεί από τον τόπο εξόρυξης στον τόπο διύλισης.
Το μέγεθος τους μεγάλο, είναι ικανά να μεταφέρουν έως και 500.000 τόνους. Καράβια υψηλού κινδύνου καθώς μεταφέρουν επικίνδυνο φορτίο. Οι ναυτικοί που δουλεύουν σ’ αυτά είναι άνθρωποι που αντέχουν και έχουν κότσια και υπομονή να αντέχουν μια ζωή που είναι γεμάτη κινδύνους και απομόνωση, διότι η ζωή στα πετρελαιοφόρα (γκαζάδικα) απαιτεί μεγάλες αντοχές, αφού τον περισσότερο καιρό ταξιδεύουν και ελάχιστα πατούν στεριά.
 Ζωγραφισμένη είναι η χαρά στον καθένα από το πλήρωμα, που τελείωσε ακόμα ένα ταξίδι μέσα από τα σταυροδρόμια της θάλασσας.
Φθάνοντας στο λιμάνι, πατώντας στεριά στο πρώτο δρασκέλισμα στο μουράγιο του μεγάλου και πολυσύχναστου λιμανιού, ξεχνούν όλα εκείνα που πέρασαν στο πέλαγος. Κι ύστερα, αρχίζει όλο εκείνο το αλισβερίσι που χαίρεται κάθε ναυτικός στο σμίξιμο των χνότων του με τους στεριανούς, όποιοι και να 'ναι αυτοί.
Τελειώνοντας το πρατιγάρισμα από τις αρχές του λιμανιού, ακολουθεί η έξοδος του πληρώματος στην στεριά.
Η ιστορία των ναυτικών είναι γνωστή και επαναλαμβάνεται χιλιάδες χρόνια. Η επαγγελματική ζωή τους είναι μια γραμμή στο χάρτη που περνάει από πλεύσιμα μέρη, βαθιές θάλασσες, σύντομους δρόμους, γαλάζιους βουβούς ωκεανούς και καταλήγει στο λιμάνι του προορισμού. Είναι η συντομότερη γραμμή, ο συντομότερος δρόμος απ' το ένα μέρος στο άλλο. Ένας μεγάλος γαλάζιος δρόμος που ανάλογα γίνεται μουντός, συννεφιασμένος, ψυχρός, αγριεμένος. Δρόμος των περιπλανήσεων, των στεναγμών, της λησμονιάς και της πίκρας.
Σήμερα σ' ετούτο ο λιμάνι ο βαρυφορτωμένος με μαύρα σύννεφα ουρανός δεν τους επιτρέπει να ξεχωρίσουν το ξημέρωμα απ' το σούρουπο, τα μεσάνυχτα απ' το μεσημέρι και το τοπίο φαντάζει ωσάν να υπάρχει ολόγυρά τους τόση απόγνωση που τους κάνει μόλις πατήσουν στην στεριά να κάνουν πράγματα, που αργότερα ίσως δεν θα μπορούν να τα δικαιολογήσουν, και το μόνο θα μένει τότε μέσα τους είναι ένα αίσθημα πικρό. 
Δεν πέρασε παρά ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα από την επιβίβαση μου στο πλοίο και υπήρξε για μένα προς μεγάλη μου χαρά μια πολύ απροσδόκητη έκπληξη.
«Βρε καλώς το παλικάρι. Τι μικρός που είν' ο κόσμος πως τα φέρνει η ζωή. Καλώς ήρθες φίλε μου.» Άκουσα πίσω μου μια γνώριμη φωνή.
Γύρισα σαστισμένος. «Μου ακούγεται γνώριμη η φωνή σας, κύριε, αλλά ποιος είστε;»  Γελώντας του είπα περιπαικτικά,
Χαμογελώντας με ζέση απλώσαμε και σμίξαμε τα χέρια μας δυνατά. Μεταξύ μας υπήρχε μια βολική οικειότητα, η οποία ήταν απότοκος της γνωριμίας μας στο πρόσφατο παρελθόν σε άκρως φιλικό περιβάλλον. Ήταν ο υποπλοίαρχος του πλοίου, ένας τριαντάρης άνδρας, ψηλός γεροδεμένος, ευχάριστος στο παρουσιαστικό, με καταγωγή από τα μέρη της Αιτωλοακαρνανίας. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου τραχιά ανεμοδαρμένα, τα πλούσια ξανθά μαλλιά του ατημέλητα και τα γένια του αξύριστα. Φορούσε ένα ξεθωριασμένο τζιν και σκούρο ναυτικό πουλόβερ καλυμμένο με αδιάβροχο επανωφόρι.
Είχαμε γνωριστεί προ καιρού σε περιβάλλον κοινής οικογενειακής εκδήλωσης απ’ αυτές τις εκδηλώσεις που το κρασί ρέει άφθονο και συνοδεύεται από πλούσιους καταπληκτικούς μεζέδες, μουσική και αστείρευτο κέφι & χορό. Εκεί μας διηγήθηκε την ιστορία του και την παρ’ ολίγον τραγική κατάληξη της. Η διήγηση της έφερε στην επιφάνεια της μνήμης του εικόνες του πρόσφατου παρελθόντος και τις μοιράστηκε μαζί μας. Εκεί στην μάζωξη της εύθυμης παρέας για μερικά λεπτά η θύμηση του πισωστράτησε μέσα στο χρόνο. Ξαναθυμήθηκε το τραγικό του δυστύχημα, όταν μίλησε με το θάνατο και σώθηκε γιατί η τύχη έπεσε πάνω του βρίσκοντας το δρόμο μέσα από μια πολύ μικρή χαραμάδα.
Ήταν ναυτολογημένος και υπηρετούσε σε πλοίο που εκτελούσε πλόες στην Καραϊβική θάλασσα. Το πλοίο ήταν στο Μισισιπή ποταμό και αγκυροβολημένο στο αγκυροβόλιο του λιμένα της Νέας Ορλεάνης στη Λουϊζιάνα. Υπό πολύ καλές καιρικές συνθήκες ο φίλος μας έπεσε μέσα στον θηριώδη ποταμό από το πρώτο σκαλοπάτι της ανεμόσκαλας που κρατούσε με τα δύο χέρια του τα σχοινιά της για να κατέβει στην πλώρη να πάρει το βύθισμα του πλοίου. Το συμβάν δεν είχε τελικά την τραγική κατάληξη, γιατί το πλήρωμα παραπλέοντος σε πολύ κοντινή απόσταση ρυμουλκού σκάφους εντόπισε την πτώση του υποπλοιάρχου και κατάφερε και τον περισυνέλεξε πολύ σύντομα πριν τον καταπιούν νερά του ποταμού, σε πολύ κακή κατάσταση. Σαν από θαύμα τον έσωσαν από τα ορμητικά και θολά νερά του θηριώδους ποταμού.
Εκείνα τα δευτερόλεπτα στα ορμητικά νερά ένοιωσε παράλυτος από το φόβο και το σοκ, πίστεψε πως έφτασε η τελευταία ώρα του. Δεν θυμόταν να έκανε συνειδητή προσπάθεια να σωθεί. Το στόμα κι η μύτη του γέμισαν νερό, η παγωνιά που ένοιωθε ήταν κάτι το ασύλληπτο και το κορμί του είχε παραλύσει από τον πόνο. Παραδόθηκε παθητικά στις αρπαγές του υγρού στοιχείου, όταν τα χεριά του άγγιξαν κάτι που κινούνταν αντίθετα μ’ εκείνον. Ενστικτωδώς ένοιωσε ξάφνου να ανασύρεται στην επιφάνεια. Αρπάχτηκε από τα παρατεταμένα χεριά που τον έσωσαν και τον έσυραν στο κατάστρωμα του ρυμουλκού, βήχοντας και ξερνώντας τα θολά νερά του μεγάλου ποταμού. Ύστερα ανάσανε λαίμαργα τον καθαρό αέρα που θρόιζε στο περιβάλλον. Από την στιγμή της πτώσης του μέχρι την στιγμή της ανάδυσης του στο κατάστρωμα μεσολάβησαν πολύ λίγα λεπτά. Που βέβαια του φάνηκαν αιώνες.
Όλοι καθηλωμένοι ακούν τη αφήγηση του, με μεγάλο ενδιαφέρον και περιέργεια τα όσα μας ιστορούσε. Όταν η μνήμη του άδειασε από τις σκληρές εικόνες του παρελθόντος με νωχελική ματιά σήκωσε το ποτήρι του στην υγεία της παρέας μας. Τελειώνοντας την ιστορία του στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε η έκφραση προσκυνητή που έφτασε στους Άγιους Τόπους. Ευλάβεια ανάμεικτη με δέος και μια δόση φόβου γι’ αυτά που είχαμε ακούσει. Στο μυαλό μου ήρθαν οι μαγικοί στίχοι του μεγάλου και αξεπέραστου ποιητή των θαλασσών Νίκου Καββαδία.
«Οι προσευχές των ναυτικών»
Πλοίαρχος του γιγάντιου πετρελαιοφόρου πλοίου ήταν ο Καπετάν Λύσανδρος με καταγωγή από ένα ορεινό χωριό της ναυτομάνας νήσου. Της Άνδρου. Τον υπολόγισα να πλησιάζει στα πενήντα του χρόνια, λεπτός και ηλιοκαμένος με μαύρα σγουρά μαλλιά που είχαν ήδη γκριζάρει και να αραιώνουν στους κροτάφους. Ανήσυχος και δραστήριος άνδρας, τα σπινθηροβόλα μάτια του έσφυζαν από ζωντάνια, πνεύμα ανήσυχο, με ανθρώπινες αδυναμίες και ελαττώματα, διέθετε το γνωστό φλεγματικό χιούμορ που χαρακτηρίζει του κατοίκους του ορεινού χωρίου του. Μεταξύ άλλων, ξεχώριζε για την ακούραστη ενεργητικότητα του. Η ενεργητικότητα του μου θύμιζε την κλώσα στο χωριό μου (στα παιδικά μου χρόνια) που έχασε τα φώλια της και στριφογύριζε ακατάπαυστα να τα βρει και να φωλιάσει.
Ήταν ήδη ένας παλαίμαχος και επιτυχημένος πλοίαρχος, μα πάντα με μεγαλόπνοα σχεδία στο μυαλό του ταυτόχρονα. Με το πέρασμα του χρόνου πρέπει να το παραδεχτώ το έλεγε η καρδούλα του. Αυτό σήμαινε πως είχε μεγάλες πιθανότητες να δει αυτά τα σχεδία του να παίρνουν σάρκα και οστά.
Ήταν δε φανερό ότι το πλήρωμα του πλοίου είχε σε μεγάλη υπόληψη τις ικανότητες του. Για το πρόσωπο του κυκλοφορούσαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιστορίες που μου έδωσαν ώθηση να κάνω σκέψεις και ορισμένες ερωτήσεις για να μάθω περισσότερα και να ανοίξω πόρτες κλειστές και γιατί όχι και σκοτεινούς διαδρόμους για τη προσωπικότητα του. Συνδυάζοντας πληροφορίες από διάφορες ανεπίσημες πηγές κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το μεγάλο και γρήγορο οικονομικό κέρδος μπορεί για κάποιους να ανοίξει πόρτες, που για τον πολύ κόσμο είναι κλειστές. Οι φήμες δίνουν και παίρνουν ότι ενεπλάκη σε συναλλαγές μεγάλου κυκλώματος μεταφοράς λαθραίων τσιγάρων συνεργαζόμενος με την ιταλική μαφία η οποία οργάνωνε και συντόνιζε τις μεταφορές μέσω του πλοίου που εκτελούσε πλοιαρχία στο παρελθόν και σε νεαρά ηλικία. 
Λένε πως σε ανύποπτο χρόνο η ίδια η ιταλική μαφία τον αιφνιδίασε και τον «έδωσε» στις διωκτικές αρχές πάταξης του λαθρεμπορίου. Αν και προσωρινά κρατούμενος στις ιταλικές φυλακές, οι Ελβετοί δικηγόροι του κατόρθωσαν να επιτύχουν την σύντομα την αποφυλάκιση του με χρηματική εγγύηση, και με υποχρέωση του την διαμονή στο δημοτικό διαμέρισμα της περιοχής του δικαστηρίου και την φυσική του παρουσία κάθε δεκαπενθήμερο στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Λένε επίσης πως αμέσως μετά την προσωρινή αποφυλάκιση του, επιβιβάστηκε σε αυτοκίνητο και διέφυγε από τα βόρεια σύνορα της χώρας. Την μια στιγμή ήταν εκεί και την άλλη είχε εξαφανιστεί από την ιταλική επικράτεια και τελούσε πλέον φυγόδικος για την ιταλική δικαιοσύνη.
Δεν έμεινε άπραγος. Πολύ σύντομα βρέθηκε να έχει στην ιδιοκτησία του ένα μεσογειακό φορτηγό πλοίο δυο χιλιάδων τόνων, που εκτελούσε ταξίδια κυρίως στους λιμένες της Αδριατικής θάλασσας.
Στο τελευταίο του ταξίδι με καπετάνιο όχι τον ίδιο το πλοίο είχε αναχωρήσει από τις ανατολικές ακτές της Σικελίας με προορισμό γιουγκοσλαβικό λιμένα στη βόρειο ανατολική Αδριατική θάλασσα, όπου βρέθηκε να πλέει ακυβέρνητο εξ’ αιτίας σφοδρής καταιγίδας. Το πλήρωμα του πλοίου έστειλε σήμα κινδύνου και διεσώθη από την ιταλική ακτοφυλακή, με το πλοίο να βυθίζεται κάπου πενήντα μιλιά Νότια των Δαλματικών ακτών.
Ήταν φανερό πως δοκίμαζε την τύχη του, αλλά τα τελευταία χρόνια τον καταδίωκε για κάποιον ανεξήγητο λόγο η κακοδαιμονία και όλα του πήγαιναν στραβά. Η ζωή του είχε πάρει μια τρελή τροχιά ξεφεύγοντας από κάθε έλεγχο, και τώρα είχε χάσει σχεδόν τα πάντα. Το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει γίνεται όλο και πιο έντονο καθώς η πίεση που του ασκείται από τα γεγονότα ξεπερνά σε ένταση τα όρια του συνηθισμένου ανθρώπου.Το μόνο που τον ανακούφιζε και τον παρηγορούσε ήταν η ενεργητικότητα του, που παρέμενε ακμαία, και πιθανώς να σκεπτόταν με πίκρα, τίποτα άλλο δεν μπορεί να του πάει χειρότερα πια. Ότι κι αν σκεφτούμε γι’ αυτόν, είναι σίγουρα ένας γενναίος άνδρας.
Αλλά πραγματικά δεν θα μ’ άρεσε να’ μαι στη θέση του.
........Το πλοίο τρεις ημέρες αργότερα τελειώνοντας την εκφόρτωση αφήσαμε πίσω μας τη Χάβρη στο γλυκό απογευματινό φως και βάλαμε πλώρη νοτιοδυτικά, σαλπάραμε για τις ακτές της Νιγηρίας προς φόρτωση με προορισμό εκφόρτωσης τις Ολλανδικές Αντίλλες στην καραϊβική θάλασσα. Το ταξίδι στον ανοικτό ωκεανό ήταν ήσυχο καθώς αρμενίζαμε προς τον προορισμό μας. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας διασχίζαμε τον ωκεανό με πλώρη στο νοτιά, αφήνοντας πίσω μας στα βορειοδυτικά την σκοτεινή θάλασσα των Σαργάσσων και με το πλοίο να πλέει λουσμένο στο ασημένιο φεγγαρόφωτο. 
Ολόκληρη η περιοχή χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ευμετάβλητες καιρικές συνθήκες και ιδιαιτέρως έντονα μετεωρολογικά φαινόμενα τα οποία είναι συνήθως εντελώς απρόβλεπτα και βραχύβια. Στο φως του φεγγαριού που κρεμόταν σαν χρυσοκόκκινο μενταγιόν στον ουρανό, ένα νησί ξεπρόβαλε μεσ’ από τα σκοτεινά νερά σαν μια ασαφή γραμμή στο σημείο που έσμιγαν ουρανός και θάλασσα.
Περασμένα μεσάνυχτα έχουμε τελειώσει την δεύτερη τετράωρη βάρδια και βρισκόμαστε με τον ανθυποπλοίαρχο τον καπετάν Επαμεινώνδα στην πρύμνη του πλοίου για ένα τελευταίο τσιγάρο.
Γύρω μας επικρατεί ηρεμία, γαλήνη. Σιωπηροί κοιτάζουμε την ήρεμη θήλασα βυθισμένοι ο καθένας στις σκέψεις του. Ο θόρυβος από την προπέλα του πλοίου που στροβίλιζε ρυθμικά στα ήσυχα νερά ήταν ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν σαν μουσική που κάλυπτε όλους τους άλλους ήχους.
Η σιωπή παρατείνεται... Ξαφνικά ο καπετάν Επαμεινώνδας σπάει την άβολη σιωπή μ' ένα μικρό νεύμα προς εμένα και με ήρεμη φωνή μου λέει.
«Σ’ αυτές εδώ τις θάλασσες αγγίζουμε το μυστήριο. Κάθε τι που μας περιβάλλει και που δεν είναι ορατό, είναι μυστήριο.»
«Εγώ πιστεύω ότι αυτά είναι μύθοι και δεισιδαιμονίες. Προϊόντα καλπάζουσας φαντασίας ή φυσικά φαινόμενα που πήραν διαστάσεις λόγω άγνοιας.» Του απάντησα.
«Προλήψεις και δεισιδαιμονίες συναντιόνται από τα αρχέγονα χρόνια μέχρι σήμερα.» μου αντέτεινε. Και με μια φευγαλέα κίνηση αγγίζει με το χέρι του τον ξύλινο στυλοβάτη της σημαίας στην πρύμνη, προκειμένου να επικαλεστεί την προστασία του και να μη μας συμβεί κάτι που μόλις ειπώθηκε.
«Σήμερα όλα αυτά αντιμετωπίζονται περισσότερο ως αστείο, ωστόσο κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν στο ανεξήγητο.» Αντέτεινα.
«Τα κακά τελώνια και πνεύματα. υπάρχουν, δεν τα βλέπουμε! Κι’ όμως υπάρχουν.»
«Πάνε πάνω από έξι χιλιάδες χρόνια που η θεία εκδίκηση αλυσόδεσε στο βράχο τον Προμηθέα και ο Ηρακλής τον ελευθέρωσε για να απαλλαγούμε απ’ αυτά τα δεσμά.» Του ανταπάντησα.
«Άλλωστε μην ξεχνάς ότι ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζουμε την μοίρα μας σαν κάτι το αναπόφευκτο και προκαθορισμένο αγαπητέ μου.» Μου συμπλήρωσε τις σκέψεις του κι ένα αμυδρό χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπο του.
Δεν υπήρχε στη σκέψη μου κάτι άλλο που θα μπορούσα να προσθέσω στη μακροσκελή συζήτηση για αντεπιχείρημα και ούτε το επιθυμούσα….
Διαισθάνθηκα ότι υπερέβη από τις κόκκινες γραμμές με την πλήρως αρνητική μου θέση στην συζήτηση μας και στα πιστεύω του και δεν το επιθυμούσα να χαρακτηριστώ αναιδής από τον συνομιλητή μου.
Συμφωνήσαμε ότι …διαφωνούμε! Έμεινα σιωπηλός με το βλέμμα στραμμένο στον έναστρο ουρανό αναζητώντας μία οδό διαφυγής από την συζήτηση που έγινε ασφυκτική.
Παροδικά με συνεπήρε μια συγκίνηση ενθυμούμενος παρόμοιες συζητήσεις και στιγμές από τις πιο γλύκες της μέχρι τώρα ζωής μου.
Την τελευταία χρονιά φοίτησης στην Ναυτική Ακαδημία, είχαμε την τύχη να έχουμε καθηγητή έναν νεαρό αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού.
Η μελέτη του μαθήματος ξέφευγε από τα συνηθισμένα και διεισδούσε σε μονοπάτια σκέψης σαν τα αποψινά. Ο λόγος του σε αιχμαλώτιζε, αβίαστα κυλούσε σαν μέλι στις παλλόμενες αρτηρίες των ακροατών του που είχαν την ευτυχία να τον ακούν.
Μείναμε εκεί έξω στην πρύμνη γύρω στα δέκα λεπτά και αναχωρήσαμε για ύπνο.
«Έχουμε χρόνο να τα ξαναπούμε για το θέμα αυτό αγαπητέ μου φίλε,» Του είπα αναχωρώντας.
Ο καπετάν Επαμεινώνδας, είναι πρακτικός τρίτος πλοίαρχος του πλοίου, ένας σαρανταπεντάρης λεπτός, στεγνός, ζωντανός άνδρας, αγαπητός και χαμογελαστός, καταδεχτικός και πρόσχαρος, τόσο χαριτωμένος, που όλοι μας στο πλοίο τον αποκαλούσαν «ο καλός μας φίλος».
Εκτελώντας τις ίδιες βάρδιες, είχαμε αποκτήσει μεταξύ μας μια έκδηλη οικειότητα, κάνοντας ταυτόχρονα πολύ καλή παρέα και τελειώνοντας τις βάρδιες μας παίρναμε το βραδινό δείπνο παρέα.
Τον ενθυμούμαι που ποτέ του δεν με άφησε να τελειώσω ένα πλήρες χορταστικό γεύμα.
«Από τραπέζι είναι απαράβατος κανόνας να σηκώνεσαι πεινασμένος.» Μου έλεγε. Περνώντας τα χρόνια ομολογώ πόσο δίκιο είχε.
Φορτώσαμε ανοικτά στο πέλαγος της Νιγηρίας  και φτάσαμε στο Κουρασάο στα τέλη του Νοέμβρη. Μπορεί ο χειμώνας να μην είναι και ο βαρύτερος στο βόρειο ημισφαίριο τα τελευταία χρόνια, ωστόσο υπάρχουν κάποιες περιοχές στον κόσμο που έχουν πάντα καλοκαίρι. Μια από αυτές είναι και οι Ολλανδικές Αντίλλες στην Καραϊβική θάλασσα, και αποτελούν όπως και η ευρύτερη περιοχή, ιδανικό σκηνικό για τουριστικό προορισμό.
Ο κατάλογος με τα αξιοθέατα στις Ολλανδικές Αντίλλες είναι συναρπαστικός, σε σύνδεση με την φιλόξενη κουλτούρα των ντόπιων κατοίκων.
Τα καυτά σημεία της νυχτερινής ζωής στο Κουρασάο κινούνται σαν κινούμενες θίνες, από περιοχή σε περιοχή σε οποιαδήποτε δεδομένη νύχτα. Μπορείτε να μείνετε έξω αργά κάθε βράδυ για περιπέτεια, και έντονη νυχτερινή ζωή με χορό, κοκτέιλ και ζωντανή μουσική μέχρι το πρωί.
Ο ρυθμός και η μελωδία της κέντρο-αμερικανικής μουσικής έχουν μια αίσθηση μαγική.
Η μεγάλη τοπική «μάντρα» έχει ακόμη και τη νύχτα, πανέμορφες Κολομβιάνες κυρίες, που είναι προφανώς αρκετά δημοφιλής και μεταξύ των ναυτικών από τα πλοία που καταπλέουν στο νησί.
Εκεί γνώρισε και ο νεαρός μας ναύτης από την Κατερίνη την κοκκινομάλλα Κολομβιάνα καλλονή που του αιχμαλώτισε το νου και την καρδιά. Ήταν ψηλή και ντυμένη απλά κι άνετα, μ’ ένα σκούρο μπλε πουκάμισο , μπεζ σορτς και σανδάλια. Τα σφικτά στήθη της τσίτωναν το δροσερό ύφασμα και το σορτς μόλο που δεν ήταν προκλητικά κοντό, αποκάλυπτε ένα ζευγάρι μακριά ηλιοκαμένα πόδια στο χρώμα του μελιού. Τα μαλλιά της τα είχε τραβηγμένα πίσω, τυλιγμένα σε χοντρή κοτσίδα που έφτανε στους ώμους. Τα μάτια της ήταν σκούρα γαλάζια, η μυτούλα της αναιδής και τα χείλη της σαρκώδη και μισάνοιχτα. Ένοιωσε να βουλιάζει στα πανέμορφα υγρά της μάτια. Κάθε της βλέμμα, κάθε της άγγιγμα, ξυπνούσε μέσα του ένα ακατανίκητο πάθος, βάζοντάς τον σε πειρασμό. Δεν αστειευόταν μιλούσε σοβαρά και με ζέση γι αυτήν. Έκανε όνειρα να την στείλει στην πατρίδα του στην Ελλάδα.
«Πες σε παρακαλώ πως είναι δυνατόν να μπλεχτείς σε μια ιστορία που την θεωρώ φαντασιοπληξία;» Του απεύθυνε σοβαρά την ερώτηση ο Καμαρότος του πλοίου.
«Φαντασιοπληξία;» Μας κοίταζε έκπληκτος σαν να μην μπορούσε να πιστέψει την αντίδραση μας.
«Δεν είναι φαντασιοπληξία μου. Το κορίτσι είναι εκεί πέρα και με περιμένει.» Το δήλωνε και το πίστευε. Την ονειρευόταν ήδη στο αεροπλάνο με προορισμό την Θεσσαλονίκη.
Τα γεγονότα που στην αρχή φαντάζουν μάλλον απλά, αρχίζουν και σκουραίνουν  όταν ο εφήμερος έρωτας γίνεται υπαρξιακό συναίσθημα. Ο νεαρός μας ναύτης μέσα στο κεφάλι του φαίνεται να ζει τον δικό του μετά-εφηβικό και εντυπωσιακά ονειρεμένο κόσμο. 
Ποιες είναι οι λογικές συμβουλές και οι εναλλακτικές λύσεις που μπορείς να δώσεις σ’ ένα νεαρό που τον κατακλύζει το κεραυνοβόλο αίσθημα του έρωτα; Ίσως εκ πρώτης όψεως να φαίνεται εύκολο αλλά για δοκίμασε να θέσεις το ερώτημα στον εαυτό σου. Προσωπικά σκέφτηκα ότι όλοι μας ψάχνουμε να βρούμε μια γυναίκα που να ανταποκρίνεται σ' έναν τίμιο και σωστό σύντροφο.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η μετακίνηση του νεαρού μας ναύτη από τον λουλουδιάσμενο λιβαδότοπο της φαντασίας στην πραγματικότητα θα είναι ξαφνική και δυσάρεστη.
«Οι περισσότερες κοπέλες σ’ αυτά τα μέρη που συχνάζουν οι ναυτικοί ψάχνουν για κάποιον που θα του κάνουν παρέα για τις διακοπές του. Ελπίζουν στη συνηθισμένη περίπτωση ότι θα βγάλουν κάποια καλά χρήματα και στην ακόμη καλύτερη ότι μπορεί και να είναι η ευκαιρία τους για να ξεφύγουν για λίγο από αυτή την κοινωνική μιζέρια που ζουν και να περάσουν ευχάριστα ...» Τον συμβούλεψε και πάλι ο καμαρότος.
Εγώ επικουρικά θα πρόσθετα ότι χιλιάδες είναι οι ιστορίες που έχουν γραφεί με παρόμοιους διάλογους και θα συνεχίσουν να γράφονται ακόμη.
Το πλοίο ήταν χρονοναυλωμένο στη πολυεθνική εταιρεία πετρελαιοειδών «SHELL» και τους επόμενους μήνες του χειμώνα εκτέλεσε τέσσερα συνεχόμενα ταξίδια μεταφοράς Αργού πετρελαίου από τις πετρελαιοπηγές της Νιγηρίας στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης / εφοδιασμού των διυλιστηρίων σto Willemstad του Κουρασάο.
Μερικούς μήνες αργότερα βρισκόμαστε στην αρχή της άνοιξης του επόμενου έτους και το συμβόλαιο ναύλωσης έχει τελειώσει μετά το τελευταίο μας ταξίδι στο Κουρασάο.  
Ο ασυρματιστής του πλοίου ήταν συντοπίτης με τον πλοίαρχο μας. Στα τριάντα πέντε χρόνια του μέτριο ανάστημα συνηθισμένη σωματική διάπλαση και στρωτά ίσια καστανά μαλλιά, θα τον χαρακτήριζε κάνεις αρκετά εμφανίσιμο. Ήταν μοναχικός άνθρωπος, ακόμη και στο χωριό του ζούσε σ’ ένα απομακρυσμένο απλό σπίτι κρυμμένο πίσω από τις ελιές του κτήματος.
Είναι Κυριακή. Τις πρώτες απογευματινές ώρες η ένταση της απόγειας θαλάσσιας αύρας, ο «μπάτης» έχει αυξηθεί και η ένταση του ανέμου είχε αρχίσει να φουσκώνει την θαλάσσια επιφάνεια δημιουργώντας λευκό αφρό από κύματα.
Τις ώρες εκείνες ο ασυρματιστής του πλοίου καταφθάνει στο σαλόνι κομίζοντας τα τελευταία νέα.. 
Τα νέα μιλούσαν για προετοιμασία και ετοιμότητα του πλοίου να εκτελέσει ναύλο από Νιγηρία για Γένοβα Ιταλίας.  Νέα απολύτως δυσάρεστα για τον πλοίαρχο μας. Η απόλυτη καταστροφή για τα σχέδια του πλοιάρχου μας και την προσωπική του ελευθερία. Ήταν μια πολύ δυσάρεστη εξέλιξη.
«Ίσως είναι καιρός να φύγω για διακοπές.» Σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο πλοίαρχος.
«Προς το παρόν δεν θα ήθελα να προχωρήσω σε καμία βιαστική ενέργεια διότι υπάρχει πάντα η έννοια του απρόβλεπτου, .» Ολοκλήρωσε τις σκέψεις του.
Όσο δυνατός και ψύχραιμος κι αν είναι κάνεις, υπάρχουν και κάποιοι που εντυπωσιάζουν μ' αυτή την απρόβλεπτη δυναμική τους και καταφέρνουν πάντα να μένουν ψύχραιμοι. Τον ζήλευα γι’ αυτό.
Με το ξημέρωμα της Δευτέρας νεώτερες πληροφορίες καθιστούσαν το πλοίο αδρομολόγητο.
(Κάθε πλοίο που ολοκλήρωσε τους όρους ναύλωσης του και είναι έτοιμο για νέα ναύλωση λέγεται αδρομολόγητο ή ελεύθερο.)
Νέες οδηγίες από την εταιρεία ήταν να πλεύσουμε με προορισμό προς Περσικό κόλπο με ενδιάμεση στάση στο λιμάνι του Κέιπ Τάουν που βρίσκεται στο ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στη Νότια Αφρική για μερικές εργασίες συντήρησης και επισκευών.
Ομολογουμένως ο πλοίαρχος ένοιωσε βαθιά ανακούφιση τη στιγμή εκείνη που παρέλαβε τις νέες οδηγίες μέσα στο αποκορύφωμα της σύγχυσης και της έντασης που υπήρξε το προηγούμενο διάστημα. Η ανακούφιση αυτή ήρθε στο μυαλό του σαν πουλάκι που ξεπετάγεται φτεροκοπώντας στον παγωμένο ουρανό, και η παγερή αίσθηση και τα μαύρα πανιά που είχαν κατακλύσει τον νου του τις τελευταίες ώρες έγινε ικανοποίηση.
Είχαν κυλίσει ήδη δυο εβδομάδες από τις τελευταίες οδηγίες και είχαμε μπει στα χωρικά ύδατα της Νοτίου Αφρικής. Θαυμάσια βραδιά, καθαρή ατμόσφαιρα, κοιτούσα έκθαμβος στον ουρανό και έμεινα άφωνος από το πόσο ξάστερος ήταν, με την θαλάσσια αύρα να γίνεται αισθητή σε όλα τα μήκη του πλοίου, προμηνύοντας την καινούργια αυγή που έρχεται.
Στην αρχή το φημισμένο ακρωτήριο ήταν μια μικρή κουκκίδα στο βάθος του νυκτερινού ορίζοντα, άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή καθώς πλησιάζαμε. Μόλις το πλοίο έφτασε στην είσοδο του μεγάλου περιβάλλοντος κόλπου έκοψε ταχύτητα, παρέλαβε πλοηγό και κατέπλευσε αργά αργά στο ευρύχωρο λιμάνι του Κέιπ Τάουν. Στο αγκυροβόλιο του λιμανιού ήταν αραγμένα αρκετά μεγάλα ποντοπόρα πλοία και πολλά γιοτ, επικρατούσε συνωστισμός και φασαρία, μέχρι να προσδέσουμε στην προβλήτα επισκευών.
Η Πόλη του Ακρωτηρίου ιδρύθηκε από τους Ολλανδούς ως απλός σταθμός ανεφοδιασμού για τα πλοία τους που μετέβαιναν στην Ανατολική Αφρική, τις Ινδίες και την Άπω Ανατολή πάνω από δύο αιώνες πριν τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ. 
Στην προβλήτα μας ανέμενε και ένα μεγαλοστέλεχος της εταιρείας. Δυσάρεστα με εντυπωσίασαν μερικά απ' τα μέλη του πληρώματος. 
Αν έχετε δει την γέννηση της Αφροδίτης, με τη θεά πάνω στην αχιβάδα κι όλα τα αγγελούδια να κάνουν πίσω εκστατικά και θαμπωμένα από το μεγαλείο της, είναι σαν να ‘χετε δει αυτά τα πληρώματα ενός πλοίου όταν φθάνει άρτι αφιχθείς ένα ανώτερο στέλεχος της εταιρείας στο πλοίο.
Στο Κέιπ Τάουν στο πλοίο ναυτολογήθηκε επίσης άρτι αφιχθείς ο μάστρο Νικόλας, ένας νεαρός κρητικός, Τρίτος Μηχανικός. Μόλις πάτησε το πόδι του στο πλοίο βάλθηκε να καταπλήξει το υπόλοιπο πλήρωμα με τη αλέγρα φυσιογνωμία του..
Δεν ήταν παρά η τρίτη ημέρα παραμονής στην επισκευαστική ζώνη και ο μάστρο Νικόλας δεν έδωσε σημεία ζωής για δυο ολόκληρα εικοσιτετράωρα. Ο ήρωας μας πηγαίνοντας στην εταιρεία τηλεφωνίας για να τηλεφωνήσει στην πατρίδα, γνώρισε, εντυπωσιάστηκε και μαγεύτηκε από την τραγουδιστική προφορά, τα πλούσια στήθη και τις υποσχέσεις της τρυφερής αλλά επίμονης νεαρής υπαλλήλου.
Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο ιδιόρρυθμος κρητικός όλο αυτό το διάστημα που απουσίαζε δεν είχε σηκωθεί από το κρεβάτι παρά μόνο για τις σωματικές του ανάγκες. Το διάστημα που η νεαρή ήταν απασχολημένη στην εργασία της, η μητέρα της τον απασχολούσε στο κρεβάτι τον νεαρό μας φίλο.
Τελείωσαν οι επισκευές απομακρυνθήκαμε από την προβλήτα και στραφήκαμε προς την έξοδο του λιμανιού. Πίσω μας τα έντονα φωτισμένα κτίρια της μεγαλούπολης άρχισαν να χάνονται αργά αργά μέσα στο ζοφερό σκοτάδι. Το πλοίο ανέπτυξε ταχύτητα καθώς κατευθυνόταν στον ανοικτό ωκεανό με προορισμό τον Περσικό κόλπο. Μπροστά μας το φεγγάρι ξεπρόβαλε πίσω από τα σύννεφα και εμείς αρμενίζαμε στο φωσφορικό του μονοπάτι.
Το πλοίο έφτασε ανοικτά από τα στενά του Hormuz το μεσημέρι της δωδέκατης ημέρας από την αναχώρηση μας από το Κέιπ Τάουν. Η θάλασσα ήταν λάδι, ο ουρανός είχε το χρώμα του ατσαλιού. Σκέφτηκα πως έχουμε σταθεί υπερβολικά τυχεροί σε ότι αφορά τον καιρό. Ήταν η εποχή της έναρξης των μουσώνων και η ένταση των ανέμων σ' αυτά τα μέρη φτάνει συχνά σε θυελλώδης καταστάσεις. Οι μουσώνες στη Αραβική χερσόνησο κρατούν μεγάλο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα η θάλασσα γίνεται πολύ επικίνδυνη ακόμη και για μεγάλα πλοία.  Εκτός από δυο ανούσια βροχερά χαμηλά βαρομετρικά, με υγρασία και πυκνές ομίχλες που ήλθαν από τον ωκεανό ο τελευταίος μήνας πέρασε ανώδυνα. Σε αυτή την περιοχή, αν και βρέχει σπάνια, η ομίχλη του ωκεανού παρέχει επαρκή υγρασία για να ευδοκιμούν πολλά λιβάδια, θάμνοι και μερικοί δασότοποι.
Αφού επιλέξαμε, το κατάλληλο σημείο ρίξαμε την Άγκυρα στα εξήντα μετρά βύθισμα περίπου, τρία ναυτικά μίλια μακρυά από την πλησιέστερη ακτή και αγκυροβολήσαμε εν αναμονή ναύλου.
Έχουν ήδη περάσει δέκα μέρες και παραμένουμε στο αγκυροβόλιο άπραγοι εν αναμονή ναύλου.
Την δεκάτη ημέρα με το πρώτο φως της αυγής αποπλεύσαμε με την σωστική λέμβο του πλοίου που απομακρύνθηκε με νωχελική χάρη από το πλοίο βάζοντας πλώρη προς την πλησιέστερη βραχονησίδα, αρματωμένοι με αρκετά σύνεργα ψαρικής. Στα απόνερα της λέμβου αναρριπίζονταν φωσφορικοί ιριδισμοί, σαν διαμαντένιο κομπολόι πάνω στα γαλάζια νερά.
Ήταν ένας άτυπος διαγωνισμός ψαρέματος για μια παρέα έξι ατόμων. Μια μικρή ανάπαυλα να ξεφύγουμε από τα συνηθισμένα και καθημερινά.
Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση τώρα, μια μεγάλη πυρακτωμένη σφαίρα στον καθαρό ουρανό, έβαφε πορτοκαλή τον ορίζοντα και ρόδινη τη στιλπνή επιφάνεια των βράχων. Είχαμε ψαρέψει όλη μέρα ο ένας πλάι στον άλλο κουτσομπολεύοντας τους συναδέλφους μας και σχολιάζοντας διάφορα θέματα που μαθαίναμε από το ραδιόφωνο. Άλλες φορές μέναμε σιωπηλοί μερικές στιγμές, απολαμβάνοντας ο ένας τη συντρόφια του άλλου. Απλώς περιμέναμε να κάνει ο άλλος την πρώτη κίνηση.
Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο παφλασμός των κυμάτων πάνω στα βράχια του νησιού, αναμειγμένος με τον ήχο από τα θαλάσσια θηλαστικά. Μερικά ιστιοπλοϊκά σκάφη ήταν ακόμη έξω ανοικτά, μακρινές σκιές κάτω από τον καυτό ήλιο του δειλινού στο νερό που είχε ένα εκτυφλωτικό μπλε σμαραγδένιο χρώμα, αποτέλεσμα ίσως των ορυκτών κοιτασμάτων στον κοραλλένιο βυθό, μια απόχρωση που θα νόμιζες ότι υπάρχει μόνο στις διαφημίσεις. 
Οι τελευταίες ακτίνες του ηλίου κρύφτηκαν δειλά πίσω από τις κορυφογραμμές των βουνών. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει ο ουρανός θαρρείς από τη θλίψη του, και οι φώκιες εγκατέλειπαν τα καταφύγια από τις σπηλιές έβγαιναν για κυνήγι, καθώς παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το πλοίο. Φθάνοντας ανεβάσαμε τα ψάρια στο πλοίο με τη βοήθεια του βιντσιού της πρύμνης. Ο μάγειρας παρακολουθούσε την επιχείρηση σκυμμένος στην κουπαστή, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί την ανυπομονησία του. Μόλις ακούμπησε το κιβώτιο στο κατάστρωμα της πρύμνης και διέκρινε το περιεχόμενο στο πρόσωπό του είχε ζωγραφιστεί ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης. Αμέσως έδωσε εντολή στο βοηθό του και στα καμαρωτάκια του πλοίου να μεταφέρουν την πλούσια ψαριά στην κουζίνα.
Τις επόμενες ημέρες το πλοίο ναυλώθηκε, φορτώσαμε crude oil από το λιμάνι Port of Mina Al Ahmadi,  το major port in Kuwait στο Περσικό κόλπο και αποπλεύσαμε με προορισμό το Vopak Terminal Europoort (Rotterdam), στον λιμένα του Ρότερνταμ στις κάτω χώρες.
Στο Ρότερνταμ το πλοίο αφού ολοκλήρωσε την εκφόρτωση εισήλθε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του  Verolme yard, located in Rotterdam's Botlek harbor, ξεκινώντας να πραγματοποιήσει την επιθεώρηση πενταετίας (special survey), που περιλαμβάνει εκτεταμένες επισκευές και ελέγχους κατά τη διάρκεια του δεξαμενισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πλοίο να παραμείνει εκτός ναύλων για μερικές εβδομάδες, σύμφωνα με το πρόγραμμα δεξαμενισμού του.
Στον λιμένα ο πλοίαρχος με τις απαραίτητες γνώσεις του και διασυνδέσεις απευθύνθηκε στην αγορά του Ρότερνταμ σύμφωνα με τα σχέδια που είχε ήδη καταστρώσει από καιρό και βρήκε αυτό που ζητούσε.
Ήταν ένα τζενεραλάδικο 4.500 τόνων που όπως μου είπε καθελκύστηκε το ’67 σε Δανέζικα ναυπηγεία με πολύ καλό εξοπλισμό. Η πολύ καλή ντιζελομηχανή του έδινε υπηρεσιακή ταχύτητα δεκατεσσάρων μιλίων, σκάφος ιδανικό για τους λιμένες της μεσογείου θαλάσσης.
Υπήρχε μόνο ένα μικρό πρόβλημα. Ανέμενε κατ' αρχήν την δικαστική εξέλιξη με τα ασφάλιστρα από το «ολική απώλεια» του σκάφος του στην Αδριατική θάλασσα και λόγω της εκκρεμότητας αυτής υπήρχε δυσκολία να προστρέξει σε τράπεζα για δάνειο. Γνωρίζοντας ότι τόσο εγώ όσο και ο Τρίτος πλοίαρχος με σκληρή δουλειά στο πλοίο είχαμε αποκτήσει ένα μικρό «κομπόδεμα» στην τράπεζα, το οποίο ήταν εν γνώσει του.
Μας ζήτησε την συνδρομή στο επιχείρημα του με την ανάλογη συμμετοχή μας σ' αυτό το επιχειρηματικό σχέδιο. Να συμμετάσχουμε τόσο οικονομικά όσο και στην επάνδρωση του. 
Ακούγοντας την πρόταση του πλοιάρχου θα πρέπει να παρουσίαζα κωμικό θέαμα έτσι όπως έχασκα με το στόμα ορθάνοιχτο, γιατί άκουσα διπλά μου το πνιχτό γέλιο του Τρίτου πλοιάρχου.
Δεν τον ρώτησα που βρίσκει το αστείο. Απλώς ένοιωθα σαστισμένος και απορημένος. Και πολύ μάλιστα.
Το ξυπόλητο αγόρι μέχρι χθες δεν είχε εθιστεί σ αυτόν τον τρόπο σκέψης. Το οικονομικό πλαίσιο στα εμπορικά αλισβερίσια με τους ανθρώπους δεν ήταν νοητό στον τρόπο ζωής μου. Δεν το κατανοούσα συναισθηματικά.
«Ρεαλιστικά θεωρώ ότι με υπερβαίνει η πρόταση σου» είπα.
«Σοβαρά; Εκπλήσσομαι! Επιτρέπεται να μάθω τους λόγους;» Με ρώτησε ο πλοίαρχος.
Προσπάθησα να ζυγίσω τα πράγματα αναγνωρίζοντας ότι η πρόσφορα του έχει πιθανότητα μία πολύ ελκυστική προοπτική.
Δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι υπάρχει λάμψη και θέλγητρο να βρεθώ κάποια στιγμή της ζωής μου συμμέτοχος σε πλοιοκτησία. Θεωρούσα ότι εγώ δεν έχω ταλέντο για τέτοιου είδους ενασχολήσεις, αντιθέτως είχα σε μεγάλη υπόληψη τις ικανότητες του πλοιάρχου, και αυτό ήταν διαπίστωση που την είχα αποκτήσει με τον καιρό.
Ο πλοίαρχος λατρεύει αυτό που ονομάζεται ρίσκο της αγοράς με μια ζέση που σε άλλες εποχές επιφυλασσόταν στη θρησκεία. Προσπάθησε πολλές φορές να αποκτήσει δικά του πλοία.
 Παρ, όλο που δεν είμαι προκατειλημμένος για την ακεραιότητα του, στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε μια αμφιβολία, που ζητούσε επιβεβαίωση γι’ αυτό.
Ένοιωθα να βυθίζομαι στις σκέψεις μου, σα ν’ αναζητούσα την κατάλληλη αόρατη συμβουλή ώστε να υποστηρίξω με κατάλληλα επιχειρήματα την άποψή μου χωρίς να τον προσβάλλω.
Ο πλοίαρχος αντιλαμβανόμενος τους δισταγμούς μου και την αναποφασιστικότητα μου προσπάθησε να με βγάλει από το στιγμιαίο ονειροπόλημα.
«Λοιπόν άκου νεαρέ μου. Κάθε σκέψη που κρατάς στο μυαλό σου σε κατάσταση σιωπής είναι κι εντολή, γιατί δεν υπάρχει χώρος για άλλες σκέψεις να την ανταγωνιστούν.  Σήμερα δεν έχω διάθεση να συζητήσουμε τα διλήμματα της λογικής σου. Αυτές οι εμπειρίες ανήκουν σ’ ανθρώπους με άλλη διάθεση.» Μου είπε.
Το αποτέλεσμα ήταν η επαγγελματική συνεργασία μας σε εταιρική βάση έμεινε μόνο στους διαλόγους, ναυάγησε από δική μου και μόνο άρνηση να συμμετάσχω στο εγχείρημα, και η δίκη μου άρνηση παρέσυρε στη συνέχεια και τον Τρίτο πλοίαρχο να αρνηθεί με αποτέλεσμα και η απόκτηση του πλοίου δεν έλαβε αίσια κατάληξη παρά την έντονη επιμονή του πλοιάρχου μας.
«Τι μαθαίνω; Μεγάλη καρδιά! και γενναιόδωρος!» Μου πετάει ο κάπτεν την ώρα που αναχωρούσα από το γραφείο του.
«Μπορείς να γίνεις πιο σαφής κάπτεν;»
«Για την όμορφη κοπελιά από το ελληνικό μπαρ λέω.»
«Πρόλαβα και έγινα βούκινο;»
«Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα και διαδίδονται πολύ εύκολα, και οι κακές φήμες ακόμα πιο γρήγορα.»
«Τι να γίνει Κάπτεν. Όποιος θέλει γυναίκες μιας βραδιάς, θα πληρώσει, μόνο αυτές προσφέρονται. Υπάρχουν χιλιάδες όμορφες νεαρές γυναίκες εκεί έξω που είναι πρόθυμες να κάνουν τα πάντα για έναν άντρα που θα τις βοηθήσει να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Ζήσε τα νιάτα σου και σπάσ' το κουμπαρά σου με συμβούλευε ο σοφός τυφλός παππούς μου κάπτεν.»
Η Κλέλια...  Η περί ου ο λόγος που πέταξε τη μπηχτή ο κάπτεν. Έτσι περίπου είχαν τα πράγματα, όταν γνώρισα τη Κλέλια σε ένα κέντρο διασκέδασης του Ρότερνταμ. Το Ρότερνταμ είναι αυτή η πόλη, που είναι πάντα φωτιά και λαύρα, τόπος και πατρίδα των ερωτικών οργίων του κάθε ναυτικού, όταν έρχεται επιτέλους η ώρα να πάρουν σάρκα και οστά τα όνειρα και οι λαχτάρες του, που τις μάζευέ λίγο-λίγο στα απέραντα πλάτη της ανοιχτής θάλασσας. Το  λιμάνι του Ρότερνταμ (Haven van Rotterdam) είναι το μεγαλύτερο λιμάνι στην Ευρώπη, αφού λειτουργεί ως πύλη εισόδου υπερατλαντικών και όχι μόνο αγαθών στη συγκεκριμένη ήπειρο. Βρίσκεται  στις όχθες του ποταμού Nieuwe Maas και αποτελεί από μόνο του, ένα αξιοθέατο για τη πόλη του  Ρότερνταμ. 
Υπάρχουν πολλά ωραία νυχτερινά κέντρα και μπαρ στο Ρότερνταμ όπου μπορείτε να δοκιμάσετε την τύχη σας για να βρείτε σεξ. Το Katendrecht place ήταν ένας δρόμος σε ένα βιομηχανικό μέρος της πόλης με τις πόρνες του δρόμου να περπατούν εκεί.
Έτσι μας βρήκε το βράδυ μια παρέα οι τρεις τρίτοι μηχανικοί του πλοίου να σουλατσάρουμε στο Katendrecht place την κακόφημη συνοικία με τα ξακουστά «Ελληνικά μαγαζιά» όπου συνέρρεε ένα πολύβουο πλήθος κυρίως τουρίστες και ναυτικοί που ερχόντουσαν στο λιμάνι και έψαχναν τρόπους για διασκέδαση. 
Ο Γρήγορης ένας σαρανταπεντάρης πρακτικός μηχανικός με αρκετές εμπειρίες στα στέκια του λιμένα, ο Νικόλας είκοσι πεντάρης στην ηλικία μου. Αποφασίσαμε να πάμε σε ένα μαγαζί με ελληνική ζωντανή μουσική το οποίον ελόγου μου είχα αντιρρήσεις, όπως να ψάξουμε για κάτι καινούργιο αντί να κλειστούμε στο βάλτο και να πλατσουρίζουμε, διότι πίστευα ότι εκεί μαζεύονται ότι σούργελα και πατσούρια γυναίκες μπορείς να φανταστείς.
«Δηλαδή εσύ προτιμάς τα νυχτερινά κλαμπ, που παίζουν μουσική κάτι παρακμιακές μπάντες τα γεμάτα κοριτσόπουλα που πεταρίζουν τις ψεύτικες βλεφαρίδες τους για ένα κερασμένο ποτό και ένα σωρό λεχρίτες που που δεν έκαναν ποτέ την καλή και τη βρίσκουν κάπως να πηγαίνουν και να εντυπωσιάζουν τα νεαρά απρόσεκτα κοριτσάκια με φανφάρες γύρω από ιδέες επανάστασης και ρομαντικής αλητείας και κοιτάνε πώς να χουφτώσουν.» Με καρφώνει ο Γρηγόρης. 
«Να το σχολιάσω αυτό τώρα; Το παραβλέπω, γιατί δε με πολυνοιάζει και τι λένε όλοι οι άλλοι! Άλλο λέω εγώ και απορώ πώς δεν το καταλαβαίνεις!» του λέω
Ήταν σχετικά πολύ νωρίς για το ζωντανό πρόγραμμα, αργούσε, συνήθως άρχιζε λίγο πριν τα μεσάνυχτα, καθίσαμε παραγγέλλουμε τα ποτά μας. Ο Γρήγορης το ξέκοψε στην παρέα. «Εγώ δεν κερνώ γυναίκα καθότι έχω μικρό παιδί και το γάλα στοιχίζει». Παντρεύτηκε μεγάλος είχε μια κόρη δυο ετών και ήταν τρέλα ερωτευμένος μαζί της. Κάθισε δίπλα μας  μια ξανθοβαμμένη νεαρά την κέρασα ένα πότο για το μεροκάματο της. Έμαθα το μαγαζί το έχει ο τύπος που τώρα ήταν πίσω από τον πάγκο του μπαρ Έλληνας με καταγωγή από την περιοχή της Μάνης. 
Κάποια στιγμή βγαίνοντας βιαστικά και απρόσεκτα από τον ημιυπόγειο χώρο με τις τουαλέτες του καταστήματος η σύγκρουση μ' ένα θηλυκό ήταν έντονη, έπεσα κυριολεκτικά επάνω του. Η γυναίκα στηρίχθηκε πάνω μου για να μην στραβοπατήσει. Τη συγκράτησα από τη μέση και ενστικτωδώς κόλλησα τα λαγόνια μου στους γοφούς της μυρίζοντας ταυτόχρονα το άρωμα από τα μαλλιά της στο ύψος του αυτιού της.  Θεέ μου! Είδα μέσα απ’ το ντεκολτέ της. Ακόμα κι αν είχε βάλει σιλικόνη στα βυζιά της, μου φάνηκαν υπέροχα και φυσικά. Με το ζόρι μπόρεσα να ψελλίσω μια συγνώμη κι εκείνη χωρίς να πει τίποτα μου έριξε ένα βλέμμα που έλεγε «Τι να περιμένει κανείς από ένα βλάκα σαν εσένα;» κι απομακρύνθηκε βιαστικά και εγώ έκατσα στην παρέα παραμιλώντας για το θηλυκό που έβγαζε μάτια! Τι να λέμε τώρα!. Εντάξει, από θηλυκά δόξα τω Θεώ, να μην είμαστε κι αχάριστοι γιατί δεν κάνει. Όμως, ετούτο εδώ το συγκεκριμένο θηλυκό, κάτι είχε, ρε παιδί μου, που δεν το είχαν οι άλλες. Με ένα κορμί απίστευτο, όλο καμπύλες, χωρίς καμιά ευθεία, με καπούλια που προκαλούσαν σύγκρυο. Ο μόνος τρόπος που σκέφτηκα για να της πιάσω κουβέντα, ήταν να μεσολαβήσει το ξανθό θηλυκό απέναντι μου. 
«Ήρθε σήμερα. Δεν είναι τακτικός θαμώνας. Είναι Σάββατο και συνήθως έρχεται τα Σάββατα στο μαγαζί.» μου λέει.
«Κονσομασιόν κάνει η κυρία;» τη ρωτάω.
«Στο τραπέζι για παρέα συνήθως έρχεται. Για τα υπόλοιπα δεν ξεύρω, ρώτα την ίδια.»
«Έλα τώρα! Αφού ξέρεις καλά πως λειτουργούν τα πράγματα. Εδώ ηρθαμε να πιούμε, να χαλαρώσουμε, αναζητοντας την γυναικεία συντροφιά, δεν μιλαω απαραίτητα να καταληξουμε στο κρεβάτι.»
«Καμιά φορά περιλαμβάνει και το σεξ! Εξαρτάτε απ' τον πελάτη.»
«Κι εγώ πως σου φαίνομαι μωρό μου; Δεν κάνω για πελάτης; Δεν περνάει η μπογιά μας; Δεν λέω, ότι είμαι ο Ροκ Χάτσον στα νιάτα του, αλλά κι εμείς δεν έχουμε, δα, και κανένα κουσούρι.»
«Καλός είσαι! Εμένα μου κάνεις.»
Κοιτώ τη νεοφερμένη και φιλοσοφώ μέσα μου. «Τώρα να έχεις μια Φερράρι και να τη βρίσκεις με Φιατάκι δεν το θέλει ούτε ο Θεός, ούτε ο Διάολος κορίτσι μου.» Δεν το λέω βέβαια, επειδή «δεν διακυβεύω τις ευγενείς αρχές μου.» Τρομάρα μου! 
Κολλώ στο αυτί της νεαρής ξεβαμμένης και της ψιθυρίζω. «Αν θέλεις να βγάλεις μεροκάματο απόψε πέσε δίπλα στο Νικολό και στο εγγυώμαι δε θα χάσεις. Αλλά βρες τον τρόπο να έρθει στο τραπέζι μας η κυρία και σε κερνώ και άλλο ποτό, διπλό αυτή τη φορά. Τι πίνεις τσάι η χαμομήλι.;»
«Βρε άντε στο διάβολο, εσύ και η ξενέρωτη! Είσαι μεγάλο καθίκι.» 
«Μωρό μου με προσβάλλεις», της λέω. «Αλλά εγώ το βλέπεις ότι σε λατρεύω, και προσβλέπω στη βοήθεια και συμπαράσταση σου. Τα πράγματα μπορούν να ειπωθούν με πολλούς τρόπους, δεν θα σου κόστιζε τίποτε να φερθείς ευγενικά και να με βοηθήσεις σ' αυτό που θέλω, χωρίς να πιαστόυμε στα χέρια. Πρέπει να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, αλληλεγγύη λέγεται μωρό μου, αλληλεγγύη. Σου ζητώ λίγη αλληλεγγύη».
«Περιμένω εκείνο το διπλό ποτό για φιλοδώρημα.» μου λέει.
Την ευχαρίστησα και έκανα νεύμα στο μπάρμαν. «Τα βλέπεις; Λίγη ευγένεια και παίρνεις αυτό που θέλεις. Το «χαρτί» αγάπη μου δεν βγαίνει από τα χορευτικά σας, αλλά από τα ποτά που κερνούν οι πελάτες.» της λέω. Η ξανθιά δεν μπόρεσε να μη γελάσει.
«Έλα, μη νιώθεις άσχημα, όλοι την έχουμε πατήσει τη μπανανόφλουδα με κάποια…» με παρηγόρησε ο Γρηγόρης. «Πάντως, αν θες να μ’ ακούσεις, μακριά. Αυτές οι γυναίκες σε κάνουν να στενάζεις. Ή αν έχεις λίγα φράγκα, ξόδεψε όσα σε παίρνει μαζί της και καν' τη. Μη σε τυλίξει και σε σέρνει, κάηκες…» συνέχισε ακάθεκτος..
Μαζί με το ντάμπλ ποτό, ήρθε η κάτι από Cindy Crawford παρουσία στο τραπέζι μας. Πλησίασε αργά, φιλάρεσκα προκλητικά. Μου έριξε μια λοξή ματιά και απευθύνθηκε στην ξανθιά. «Καλησπέρα Κορίνα». Η φωνή της ήταν βραχνή, υγρή και καυλωτική.
Από εδώ είναι οι κύριοι...» μας σύστησε η ξανθιά..
Την κέρασα ποτό γνωριστήκαμε όπως γνωρίζεται ο κόσμος σε αυτά τα μπαρ με τις «κονσοματρίς.» Χάρηκα είμαι η Κλέλια!....
Βέβαια υπάρχουν πολλοί τρόποι να ξεκινήσεις μια συζήτηση. Μπορείς να πεις: «Δείχνεις cool τύπος και ήθελα να σε γνωρίσω», μπορείς να πεις: «Σε είδα όπως περνούσες και ήξερα πως θα μετάνιωνα αν δεν σου μίλαγα», ή απλά «Γεια, είμαι ο …». Τι στο καλό, είχα και έναν φίλο που ξεκίναγε με το «Με συγχωρείτε έχω χαθεί αναζητώ την οδός.... Μπορείτε να βοηθήσετε;». Κι όμως για αυτόν δούλευε.
«Κλέλια», ψιθύρισα το όνομά της σαν να δοκίμαζα τη γεύση του με τη γλώσσα μου. Είχε καθίσει τριάντα πόντους μακριά μου. Την κοιτούσα. Μεγαλείο ήταν. Άπλωσα το χέρι και άγγιξα τα μαλλιά της. Μαγεία ήταν. Τράβηξα το χέρι μου. 
«Είναι αληθινά δικά σου αυτά τα μαλλιά;» ρώτησα  
«Ναι» απάντησε. «Αληθινά είναι». Και άρχισε να με ρωτάει το ένα και το άλλο. 
«Έρχεστε συχνά στην Ολλανδία;». 
«Όχι αρκετά συχνά. Πάει ένας χρόνος από την τελευταία φορά»
«Θα μείνετε αρκετά;»
«Επτά με οκτώ μέρες».
«Μάλιστα. Ναυτικός είπατε;»
«Ασκώ το επάγγελμα του ναυτικού όπως λέτε. Ζω τώρα στην Ελλάδα.»
Ένιωθα άνετα μαζί της, σα να την ήξερα χρόνια κι απ’ ότι φάνηκε κι αυτή το ίδιο.
Κάτι μέσα μου με έτρωγε. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα και την ήθελα. Ήθελα να ήμαστε οι δυο μας μόνοι μας. Είναι πολλοί εκείνοι που πιστεύουν ότι οι γνωριμίες στα μπαρ δεν οδηγούν πουθενά. Ούτε σε σχέση, ούτε σε ραντεβού. Δεν ξέρω αν φταίει ότι ακόμα και το πέσιμο το ‘χουμε κάνει σύνθετο και προσπαθούμε να βρούμε τις ατάκες της χρονιάς ή να γράψουμε κείμενα ολόκληρα «πώς να καταφέρετε να τη ρίξετε». Απλά πλησιάζεις, της χαμογελάς, πετάς ένα «Αλκιβιαδης, χάρηκα» κι η χαρά είναι όλη δική σας.   
Ζήτησα συγνώμη απ' την παρέα μου τους χαιρέτισα, φύγαμε πολύ νωρίς. 
«Τον Μαλάκα! Ποιος νομίζει πως είναι;» φτύνει τις λέξεις μέσα από τα δόντια της μόλις βγήκαμε έξω στη παγωνιά της νύχτας. Στη συζήτηση που κάναμε τα είχε με τον μπάρμαν του μαγαζιού για κάποια παρατήρηση.... Μου είπε ότι στο μπαρ δουλεύει όποτε γουστάρει και γι' αυτό δεν είναι πάντα στο μαγαζί. Εγώ σκεφτόμουν ότι πριν δυο ήμερες ίσως και να ήμουν μπατίρης, όταν είχαν διαρρήξει την καμπίνα μου ληστές, την είχαν κάνει άνω κάτω αλλά τα χίλια δολάρια στην τσέπη της λερωμένης φόρμας εργασίας που ήταν πεταμένη στον καναπέ έμειναν άθικτα, δεν τα βρήκαν. Αξίζει να τα σπαταλήσουμε παρέα.
Μ’ έπιασε αγκαζέ με τις μπότες της ήταν στο ύψος μου. Η αρχική προσέγγιση επικοινωνίας μας χανόταν μέσα στις γιγαντοαφίσες και τις διαφημίσεις των περαστικών λεωφορείων.
«Που πάμε» μου λέει.
«Πεινάω σαν λύκος, λέω να πάμε στην πρώτη καλή ταβέρνα που θα 'βρούμε με καλό steak beef, αφού πρώτα πιούμε ένα ποτηράκι ζενέβα και μετά, καπάκι, μια μπίρα, εσύ αποφασίζεις που πάμε, εμπιστεύομαι την επιλογή σου και πιλοτάρεις τη διαδρομή.»
Η ζενέβα είναι τζιν, όχι τόσο φίνο και απαλό. Απόσταγμα δημητριακών που αρωματίζεται με εκχυλίσματα καρπών αρχεύθου. Πρέπει να τη ζητήσεις ειδικά από τους σερβιτόρους, επειδή τη θεωρούν πολύ σκληρή για τους άμαθους ουρανίσκους.
Φώναξε ένα ταξί. «Commercial Street, please» είπε ο Κλέλια μόλις καθίσαμε πίσω, συνεχίζοντας στα αγγλικά και ρωτώντας τον ταξιτζή αν γνώριζε το restaurant Willem van Gogh  στη συνοικία. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε απότομα και την ίδια στιγμή άπλωσα το χέρι μου στο μηρό της. 
«Τι εστιατόριο είναι αυτό;» 
«Α, θα σου αρέσει, δεν θα σε απογοητεύσει.». μου λέει. Χαμογέλασα και έστρεψα αλλού το κεφάλι. Πώς Θα μπορούσε απόψε η βράδια να με απογοήτευε; Η σκοτεινή σεπτεμβριάτικη νύχτα ήταν αποπνιχτικά υγρή. 
«Λατρεύω αυτή την περιοχή είναι ήσυχη και όμορφη. Θα το διαπιστώσεις και εσύ.» είπε ο Κλέλια και έκλεισε τα μάτια. Οι μεγάλες σκούρες βλεφαρίδες της έριχναν μακριές σκιές σαν βεντάλιες στα μάγουλά της. 
«Έχεις ξανάρθει πολλές φορές εδώ;» τη ρώτησα.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε, με τις λάμψεις από τους φανοστάτες και τα φώτα νέον να αντανακλώνται στο βαθύ μελένιο τους. 
«Μερικές φορές». 'Ήθελα να την ρωτήσω αν είχε καθίσει και σε άλλα ταξί, με την ατμόσφαιρα φορτισμένη από άδηλες υποσχέσεις και με το ανδρικό χέρι στους μηρούς της.  Αλλά δεν είχε σημασία. Μια βραδιά με τη Κλέλια σε τούτη την πόλη ήταν πολύ δελεαστικά για να χάνω τον χρόνο μου με ανόητες ζήλιες και ανώφελες σκέψεις. Βρισκόμασταν μαζί εδώ τώρα. Με το χέρι μου στο μηρό της. Στρίψαμε σε μια λεωφόρο, σταματήσαμε στο κόκκινο φανάρι και σύντομα βρεθήκαμε σε μια πανέμορφη γειτονιά. Τα σοκάκια έγιναν πιο στενά. Η άσφαλτος έδωσε τη θέση της σε λιθόστρωτο κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου. Σταματήσαμε σε μια διασταύρωση περιμένοντας να περάσει ένα όχημα που ερχόταν από τα δεξιά. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα να χαθώ μέσα στους ήχους. Γέλια, ήχοι, έντονες συζητήσεις και μουσική. Παντού μπαρ, ρεστοράν και καφέ.  Ήθελα να πιάσω το χέρι της Κλέλιας και να το σφίξω στο δικό μου, να την κοιτάξω βαθιά στα μάτια και να της πω πόσο υπέροχη ήταν, και πόσο χαιρόμουν που βρισκόμουν εδώ μαζί της. Αλλά είχα αποφασίσει να μην πάρω καμία πρωτοβουλία. Να μην πιέσω καθόλου τα πράγματα. 
«Εδώ είναι» είπε ο Κλέλια. «Ελπίζω να σου αρέσει. Παραδοσιακό ρεστοράν για  φίλους κρεατοφάγους και όσους ξέρουν από ποιοτικό κρέας. Εδώ σύχναζε ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh)» μου λέει. 
Τα φωτεινά σημαιάκια που κρέμονταν από την αψίδα της εξώθυρας διατράνωναν την παρουσία του Ολλανδού ζωγράφου που βίωσε το «παράδοξο» που δεκάδες κορυφαίοι καλλιτέχνες έχουν βιώσει.  Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε σχεδόν καμία επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα. Πλέον αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.
Τριγύρω το ντεκόρ με άφθονο σκούρο ξύλο που φαίνεται να ακτινοβολεί ζεστασιά, τα τραπέζια μοναστηριακού τύπου από Μασίφ ξύλο καρυδί, πλαισιωμένα με χάρτινα - Σουπλά μιας χρήσης και με την προσωπογραφία του ζωγράφου τυπωμένη επάνω τους.
Οι ολλανδικές ταβέρνες προσελκύουν τους πελάτες τους με τη θαλπωρή του ξύλου και του φθαρμένου τραπεζιού, δίνοντάς τους χώρο να καθίσουν και να κουβεντιάσουν. αφήνοντας την μπίρα να κατακαθίσει σιγά σιγά στο στομάχι. Για ακόμα μια φορά, σκέφτηκα πως οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά. 
Αφού καθίσαμε κοιτάζαμε τα μενού και παραγγείλαμε «Medium Rare» ζουμερές μπριζόλες στη σχάρα. 
Άλλωστε η προμετωπίδα του μενού δεν σου έδινε περιθώρια επιλογής. «Σας προσκαλούμε στο (....) Restaurant για να δοκιμάσετε τη μπριζόλα μας και να μάθετε γιατί πιστεύουμε ότι είναι οι καλύτερες μπριζόλες που μπορείτε να βρείτε.» Τις ζητήσαμε γαρνιρισμένες με λαχανικά. 
Περιεργαζόμουν το χώρο περιμένοντας ώσπου να σερβιρίσουν τα ποτά. Σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου θα ήταν ύβρις να μη συνοδεύονται οι ζουμερές μπριζόλες στη σχάρα με κρασί. Στην Ολλανδία, όμως, ύβρις θα ήταν να μην παραγγείλεις δύο ποτήρια παγωμένη μπίρα.
Καθώς επιθυμούσα τη συνέχεια στη γνωριμία σας, άρχισα να κάνω μερικές ερωτήσεις για προσέγγιση, ερωτήσεις που ταυτόχρονα να κρατούσαν τη συζήτηση ενδιαφέρουσα και την οποία θα την απολάμβανε και εκείνη από την μεριά της. Όταν  σου αρέσει μια γυναίκα λογικό είναι να θέλεις και να μάθεις περισσότερα για εκείνη.
 «Είναι πολύ δύσκολο τελικά να αποκτήσεις το δικαίωμα στον εσωτερικό κόσμο του άλλου κι ας φαίνεται εύκολο εκ πρώτης όψεως. Να θέλεις να τον ξεγυμνώσεις μέσα του και να φωτιστούν οι μορφές του εσωτερικού του κόσμου.» Σκέφτομαι και ταυτόχρονα αναρωτιέμαι, γιατί σύμφωνα με το κριτήριο μου, μια πολύ νέα γυναίκα, σαν παρουσία λίγο Άννα Μανιάνι, λίγο Σοφία Λώρεν, ποια είναι η σχέση της με το «κονσομασιόν» και την κακόφημη συνοικία Katendrecht place. 
Ηρωίδα σε θεατρικό έργο του Πιραντέλλο τη φαντάστηκα, ντυμένη μόνο με εξαιρετικής ποιότητας λύκρα και με γαλλική δαντέλα μαύρο κομπινεζόν που διατηρούσε ακμαία τις ελπίδες της για έναν καλό άντρα. Δεν ήμουν εγώ αυτός ο καλός άντρας, αλλά τώρα δίπλα της σ' ένα τραπέζι σ' αυτό το ωραίο μέρος στο Ρότερνταμ με συνέπαιρναν αυτές οι τόσο θελκτικές καστανόξανθες τούφες στα χρυσοκάστανα της μαλλιά. 'Ήταν λες και περίμενα μέσα μου εκείνο το χρώμα των μαλλιών της δεκαετία ολόκληρη... ίσως κι ακόμα παραπάνω για να γίνω και εγώ έρμαιο της ανάγκης της και της ομορφιάς της και εκείνη να υποκύπτει στις ερωτικές μου διαθέσεις. Μπορούσα να τη φανταστώ να ξεδίνει μαζί μου μ' ένα σωρό τρόπους, και σίγουρα δεν ήμουν ο πρώτος που τον αφήνει να βάλλει το φαλλό του στο αιδοίο της.
Κατέφθασαν τα πιάτα συνοδευόμενα με δυο έχτρα σουπλά επίσης με την προσωπογραφία του ζωγράφου τυπωμένη επάνω τους και ένα νούμερο τυπωμένο επάνω τους, με μια μονάδα διαφορά μεταξύ τους, έξι χιλιάδες κάτι.
«Είναι ο αριθμός των πελατών που απόλαυσαν μια μπριζόλα τους δεδομένου ότι διατηρούν αυστηρά πρότυπα.» Με ενημέρωσε η Κλέλια. «Το σουπλά το παίρνεις σουβενίρ.»
Είχαμε πιει και οι δυο μας απ΄ ένα ποτηράκι ζενέβα και μετά καπάκι μια μπίρα, και πάνω απ΄ το μισό το μπουκάλι το κρασί, και η Κλέλια είχε έρθει στο κέφι, ξαναγέμισε τα ποτήρια. Έλαμπαν και τα ματάκια της, το κατέβαζε μια χαρά το κρασί. Όπως συζητούσαμε στοές έσκαψα πάνω της να μου πει δυο λόγια για εκείνη. 
«Για μένα ήρθαμε να μιλήσουμε; Τι θες τώρα να μάθεις δηλαδή; Πότε έχασα την παρθενιά μου;»
Της πιάνω το χέρι. «Απλά μίλα μου!»
Και εκείνη άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα της και ξεχύθηκαν λόγια αγαλλίασης που φύλαγε σε μια κρυψώνα και τ’ άπλωσε μπροστά μου όσο μπορούσε καλύτερα. Θάλασσες απ' αναμνήσεις ξυπνάνε την καρδιά της απ’ τη λήθη. Το σκανταλιάρικο δαιμόνιο του οινοπνευματος την είχε γυρίσει πίσω στα παλιά, είχε γινει τρυφερή, ανοιχτόστηθη, άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να βγάζει καπνούς δαχτυλίδια.
Τέτοιες στιγμές όλες οι πόρτες της γυναίκας είναι ανοιχτές, οι φρουροί έχουν αποκοιμηθεί κι ένας καλός λόγος είναι παντοδύναμος, σαν το χρυσάφι ή σαν τον έρωτα. 
Ο νους της πέταξε ψαχουλεύοντας! Μια απλή συνηθισμένη ιστορία είναι και η δική της. Μια όμορφη νέα γυναίκα, που γίνεται έρμαιο της ανάγκης της και της ομορφιάς της. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν δέκα χρονών.
«Έχεις αδέρφια;» τη ρώτησα.
«Μια πολύ μικρότερη αδερφή από άλλο πατέρα. Δεν ήταν και πολύ καλή στο να διαλέγει άντρες η μητέρα μου. Εγώ έφυγα από το σπίτι όταν ήμουν δεκαοκτώ.»
Ένα κοριτσόπουλο πήγαινε από τραπέζι σε τραπέζι πουλώντας κόκκινα τριαντάφυλλα. 'Όταν έφτασε σ' εμάς, κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και το κορίτσι συνέχισε τον δρόμο του. 
Το άδειο ποτήρι της αντικαταστάθηκε τώρα από ένα ακόμη ποτήρι κρασί. Όπως είχαμε πέσει με τα μούτρα στις λιχουδιές συνειδητοποίησα ότι δεν είχα κοιτάξει το ρολόι από τη στιγμή που φύγαμε από το κέντρο διασκέδασης. Καθίσαμε καμιά ώρα ακόμη αφού τελειώσαμε το φαγητό. Δεν καταφέραμε να τα φάμε όλα. Πίναμε και μιλούσαμε. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε την ένιωθα όλο και πιο  ελεύθερη τόσο από το αλκοόλ όσο και από όλες αυτές τις εύθυμες στιγμές μας και με κατέκλυζε ένα αίσθημα ικανοποίησης. Βεβαιώθηκα και πάλι πόσο η ευτυχία είναι πράγμα απλό, ένα ποτήρι κρασί, και ένα όμορφο κορίτσι δίπλα σου!
«Δε σκέφτηκες ποτέ σου να παντρευτείς να κάνεις παιδιά. Όλες οι γυναίκες αυτό δε θέλουν;» ρώτησα ύστερα από λίγη ώρα.
Η Κλέλια δε με άκουσε, ένας Θεός ξέρει σε τι πέλαγα αρμένιζε ο νους της και δεν μπορούσε να την φτάσει η φωνή μου. Άπλωσα το χέρι, την άγγιξα και τη ξαναρώτησα. Τινάχτηκε. Μ΄άκουσε, κούνησε το κεφάλι της αρνητικά..
«Δεν νιώθω ότι είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο.» μου αποκρίθηκε «Το παιδί είναι ευθύνη. Εγώ δε μπορώ να προσέξω καλά- καλά τον εαυτό μου. Άλλωστε δε βιάζομαι να μεγαλώσω.»
«Ε, από ότι γνωρίζω αυτό δε γίνεται. Μόνο οι πεθαμένοι δε μεγαλώνουν.»
Είχαμε έρθει κι οι δυο στο κέφι, όχι τόσο από το πολύ κρασί όσο από την πολλή μέσα μας ανομολόγητη ευτυχία. Αναστέναξε βαθιά και άναψε καινούριο τσιγάρο! «Μιλάει εύκολα κανείς μαζί σου» σχολίασε η Κλέλια. «Σου αποκαλύπτω πράγματα που δεν λέω συνήθως στους άλλους». 
«Περίεργο. Κι εγώ έτσι νιώθω. Τι να σημαίνει;» Την ίδια στιγμή που το είπα αυτό συνειδητοποίησα πως ήταν ψέμα.
«Ίσως να μοιάζουμε αρκετά. Εσύ έχεις αδέρφια;» με ρώτησε και με το χέρι της έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της, αλλά οι αφέλειες έπεσαν αμέσως ξανά στο μέτωπό της.
Από μικρή όπως πολλά κορίτσια της άρεσε να τραγουδά και να χορεύει. Μόλις είχε κλείσει την εφηβεία της όταν βρέθηκε να γυρίζει εδώ εκεί μ' ένα Ελληνικό μουσικοχορευτικό συγκρότημα... ακόμη και Μέση Ανατολή . 
«Άλλα όνειρα είχα! Ώσπου το εγκατέλειψα. Η τύχη χτυπάει την πόρτα σου μόνο μια φορά, αλλά η ατυχία επιμένει πολύ περισσότερο. Σήμερα στα είκοσι πέντε μου αλλιώτικα μου ήρθανε βλέπεις! Βηρυτός-Katendrecht place ένα τσιγάρο δρόμος είναι και τον περπάτησα με πληγές που δεν τις κλείνει ο χρόνος.»
«Θεσσαλονίκη …  μουσικοχορευτικό… κορίτσια… Μέση Ανατολή … . Μη μου πεις ότι  ήσουν στο μουσικοχορευτικό συγκρότημα του μαέστρου Γ.  Σπάρτακος με τα κορίτσια του;»
«Εσύ που τον ξέρεις!» Με ρωτά έκπληκτη, σημάδι ότι μάλλον βρήκα στόχο.
« Έχουν περάσει πέντε με έξι χρόνια. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι πριν πάω στρατιώτης. Δέκα-εννιάχρονος δουλεύω σ’ ένα μπαρ-ρεστοράν στα Καμένα Βούρλα. Την ίδια εποχή ήταν εκεί και η μπάντα του πιανίστα μας με τέσσερα πέντε κοριτσόπουλα και παρουσίαζε πρόγραμμα. Στο ξενοδοχείο κάνει τις διακοπές του και ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Αυτός γύρω στα σαράντα πέντε μεγαλοεργολάβος στην Αθήνα έρχεται κάθε Σαββατοκύριακο. Η γυναίκα ήταν γύρω στα είκοσι πέντε μπουκιά και συχώριο, τύφλα να ΄χε η Κλαούντια Καρντινάλε. Η κυρία τις καθημερινές έμενε μόνη της, και για την εποχή εκείνη διέθετε και τέσσερις τροχούς, ένα καινούργιο Citroen DS 21, πολυτελές αυτοκίνητο 4-πόρτο sedan γαμήλιο δώρο του συζύγου. Και ποιος δεν την είχε ερωτευτεί.
Βρεθήκαμε μεσάνυχτα να διασκεδάζουμε μια μεγάλη παρέα στου Μαέστρου και η κυρία είναι μαζί μας στην παρέα. Δεν θυμάμαι να έχω μεθύσει άλλη φορά και δεν σκοπεύω να το επαναλάβω. Ήμουν βεβαίως απαρηγόρητος που την χαιρόταν άλλος, αλλά, όπως όλα τα στραβά στη ζωή αυτή, ο χρόνος ήρθε να το απαλύνει, και να το εξαλείψει τελείως σύντομα.»
«Δηλαδή ήσουν ερωτευμένος μαζί της.»
«Όχι, δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της.» Και κοίταξα προς το καβάλο μου. Αλλά αυτό το άθλιο υποκείμενο ξέρεις σε τι μπελάδες με βάζει καμιά φορά με τη βλαμμένη πείνα του.» 
Η ερώτηση μου αν αυτός ήταν ο μουσικοχορευτικός θίασος έμεινε μετέωρη κι αναπάντητη. 
Σε κάποια φάση η Κλέλια ακούμπησε και τα δυο της χέρια στην άκρη τον τραπεζιού, έγειρε και με κοίταξε για τα καλά. Εξέπεμπε ζωτικότητα! Ένιωσα δονήσεις ανάμεσά μας. Τα βυζιά της ήταν χάρμα οφθαλμών. Σηκώθηκε κι έφυγε να πάει να φρεσκαριστεί στη τουαλέτα κι είχε έναν πισινό μεγαλείο. Τον κοίταζα με λαχτάρα αυτό τον πισινό όπως απομακρυνόταν. Το μπλουτζίν της τον αγκάλιαζε και τον λίκνιζε, κι εγώ τον απολάμβανα με τα μάτια όπως απομακρυνόταν. Το κατάλαβα. Δε θα ξέμπλεκα εύκολα μ’ αυτή τη γυναίκα. Κι άλλες φορές γυναίκες που δεν ήξερα μου είχαν προκαλέσει φαντασιώσεις. Ποτέ όμως σε τόσο μεγάλο βαθμό. Όμως ήθελα και εκείνη να με επιθυμήσει. Αυτό δεν άργησε να έρθει.
Σηκωθήκαμε, πήρε την τσάντα της, εγώ βάστηξα το παλτό της και την βοήθησα για να το φορέσει.
«Σ’ ευχαριστώ! Πραγματικά ήταν ευχαρίστησή μου», μου είπε η Κλέλια. 
«Η ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου», της απάντησα ανοίγοντάς την πόρτα της ταβέρνας και την κράτησα να περάσει. Κοντοστάθηκε καθώς πήγαινε να βγει δίστασε για μια στιγμή και μετά... μου χαμογέλασε!
Την κοίταζα απορημένος και ερωτηματικά φαίνεται, γιατί χαμογελώντας πονηρά μου είπε. «Στις μέρες μας, αν ένας άντρας ανοίξει την πόρτα για μια κυρία, είναι πιθανότατα ο πορτιέρης.»
Εκεί κοντά υπήρχε ένα καλό ξενοδοχείο. Μετά τη νυκτερινή μας έξοδο, και τη γνωριμία μας και μετά από την οινοποσία η Κλέλια είχε κολλήσει επάνω μου και σιγοτραγουδούσε στο δρόμο για το ξενοδοχείο. 
Αν ένας οργανισμός σηκώνει ένα ποτήρι ζενέβα και δυο ποτήρια μπίρα, τότε αντέχει τουλάχιστον τα διπλά. Η Κλέλια το επιβεβαίωσε με το μπουκάλι το κρασί και βγήκαμε να περπατήσουμε, έτοιμη να δεχτεί ότι, τουλάχιστον στο ολλανδικό τερέν, τα πάντα έβαιναν καλώς. Τα κανάλια σκοτείνιαζαν αλλά το αίμα που κυλούσε στα δικά της ζωτικά κανάλια τα φώτιζε το αλκοόλ. 
Όταν βγήκαμε στο δρόμο η Κλέλια έσφιξε το πανωφόρι γύρω από το κορμί της. Δυτικά από τη Maasland φυσούσε ένας ψυχρός αέρας. Ο ουρανός ήταν γκρίζος. Οι πεζοί περπατούσαν σκυφτοί με βιαστικό βήμα. Προσπεράσαμε αργούς, νωχελικούς ποδηλάτες, την ίδια στιγμή που τα αμάξια ανέπτυσσαν μεγάλη ταχύτητα, επιδεικνύοντας τυφλή εμπιστοσύνη στο ένστικτο επιβίωσης των πεζών. 
Η Κλέλια γνώριζε την περιοχή, κι έτσι εξοικονόμουσαμε χρόνο.
Περπατώντας στο δρόμο με ρωτάει! «Αν δεν ερχόμουν μαζί σου θα πήγαινες μ' αυτό το χαζοχαρούμενο σαχλοκούδουνο που κερνούσες;»
«Για σεξ και τέτοια; Όχι». 
«Γιατί;» 
«Διότι η μητέρα μου μου έλεγε ότι δεν κάνει να κάνω σεξ με γυναίκα αν δεν είμαστε παντρεμένοι». 
«Δεν κάνει;» 
«Αυτό πίστευε.» 
Η Κλέλια έβαλε τα γέλια.
Είχε αρκετή ψύχρα τέτοια ώρα…και μ' αυτή τη σκέψη την έσφιξα επάνω μου δυνατά κι εκείνη βόγκηξε.
«Σε πόνεσα;» τη ρώτησα.
«Όχι, άλλο μου έκανες.» μου απάντησε με νόημα.
«Τι άλλο;» Ρώτησα ξαναμμένος.
«Ντρέπομαι να σου πω.» Μου αντιγύρισε αυτή με νάζι.
«Θα σε κάνω εγώ να μην ντρέπεσαι.» της είπα χώνοντας τα χέρια μου κάτω απ’ το πανωφόρι και χούφτωσα με θέρμη τον κώλο της. Είχε υπέροχο γυμνασμένο κώλο. Όρθιο και σφιχτό με μέγεθος ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό. 
«Καλά, εντάξει. Θα σου πω ποιος ντρέπεται. Πάμε στο ξενοδοχείο να την πέσουμε στο κρεβάτι τώρα και να δω τι γνώμη έχει αυτό το άθλιο υποκείμενο που σε βάζει σε μπελάδες». Μου λέει.
Μετά από δέκα πέντε λεπτά περίπου ήμασταν στο ξενοδοχείο. Πήραμε δωμάτιο και ανεβήκαμε. Μόλις μπήκαμε μέσα αντίκρισα μια άλλη γυναίκα. Χίμηξε επάνω μου και με μανία άρχισε να με φιλάει παντού και να τρίβεται πάνω μου. Δεν χάσαμε χρόνο και βγάζει ο ένας ανυπόμονα τα ρούχα του άλλου. Από μέσα γυμνή ήταν καυτή σαν τ’ αναμμένα κάρβουνα! Τη στιγμή που τα χέρια μου άγγιξαν το λείο δέρμα της την άκουσα να αναστενάζει, η ανάσα της έκανε την καρδιά μου σμπαράλια. Το ερωτικό μας παιχνίδι, κάποια στιγμή εκτροχιάζεται καθώς αυτοαναφλέγεται από μια άσβεστη φλόγα πάθους και έλξης.
 Ανταλλάξαμε ένα βαθύ φιλί, κι ενώ φιλιόμασταν, η Κλέλια χαμήλωσε το χέρι της προς το φαλλό μου κι άρχισε να τον χαϊδεύει αργά. Τα επιδέξια δάχτυλά της ανεβοκατέβαζαν την πόσθη του σκληρού φαλλού μου. Φιλάκι το φιλάκι, κατέβηκε μέχρι τη βάλανο, που ήταν τόσο πρησμένη, που κόντευε να σπάσει. Η λεκάνη μου  δεν είχε αναπαμό: παλλόταν από την προσμονή της συνέχειας. 
Εγώ είχα βάλει το χέρι μου στο αιδοίο της και της χάιδευα την κλειτορίδα! Φλεγόταν από πόθο. Σιγά σιγά ανασήκωσε τη λεκάνη της πάνω στο σκληρό μαρκούτσι, για να το πάρει πιο βαθιά μέσα της ήθελε να το καταβροχθίσει ολόκληρο να γίνει ένα μαζί του. Τα απαλά κουνήματα της λεκάνης της αρκούσαν για να με υποβάλουν σε μια καταιγίδα αισθήσεων. Ένιωθα τους μυς μου να πάλλονται στην παραμικρή της κίνηση, την ανάσα μου να επιταχύνεται, κρατώντας τη σταθερά από τους γοφούς. Η καύλα της Κλέλιας κορυφωνόταν και της έστελναν κύματα ηδονής σ’ όλο της το σώμα. Οι συσπάσεις του κόλπου της μεταδίδονταν στο καυλί μου που ήταν μέσα της. Η Κλέλια κατάλαβε ότι δε θα άντεχα άλλο έτσι όπως εγώ μούγκριζα, και η λεκάνη μου ανεβοκατέβαινε, τα δάχτυλά μου έσφιγγαν δυνατά τη μέση της, τα νύχια μου μπήγονταν στη σάρκα της... με δυσκολία κρατιόμουν.  Οι εκφορτίσεις διαδέχονταν η μία την άλλη σαν ριπές πολυβόλου οι οργασμοί της ξεσπούσαν κατά κύματα κι ήταν τόσο απανωτοί, που δεν ξεχώριζαν πια. Επρόκειτο για ένα συνεχές πυρ. Όλο της το κορμί συγκλονιζόταν, σπαρταρούσε με δαιμονικό ρυθμό, η κλειτορίδα της δε σταματούσε να εκρήγνυται. Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Έβγαλα ένα άγριο βογκητό, σε συγχρονισμό με τις κραυγές της. Όταν σταμάτησα να χύνω δε με άφησε, συνέχισε να με κρατεί σφιχτά. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε για ώρα και έτσι που μας πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησα ώρες μετά! Η Κλέλια κοιμόταν ακόμη. Τα μαλλιά της ήταν απλωμένα στο λευκό προσκεφάλι. Ανάσαινε ήρεμα. Τη χάιδεψα στο μάγουλο, προσεκτικά για να μην την ξυπνήσω. Άνοιξε τα μάτια της, χαμογελώντας, κοιταχτήκαμε και συνειδητοποιήσαμε ότι κοιμηθήκαμε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Της χάιδεψα και πάλι το πρόσωπο. 
«Τελικά του Σπάρτακου ήταν ο θίασος;»
Η Κλέλια έβαλε τα γέλια. Γελούσε όμορφα. Το γέλιο την κατέβαλε τόσο, που την έπιασαν τα δάκρυά. 
«Επιμονή ε;! Με ποιον κοιμήθηκα, με τον Ηρακλή Πουαρό, η τον επιθεωρητή Μεγκρέ;» 
«Αν προτιμάς, μπορείς να πεις ότι πλάγιασες με τον Λέμι Κόσιον». 
«Δεν τον ξέρω αυτόν». 
«Όπως αγαπάς. Πάντως μου πρόσφερες την εμπειρία της ζωής μου». 
«Ήταν πιο συναρπαστικό κι απ' την κυρία στα Καμένα Βούρλα». 
«Αυτή είχε ήδη έναν σύζυγο». 
Μόνο αργότερα, όταν η Κλέλια με τράβηξε από τα χέρια πάνω της, και ενώ τα πράγματα σοβάρευαν πάλι διέτρεξα με το βλέμμα τους τοίχους του δωματίου για πρώτη φορά, και τότε είδα πάνω από την οροφή την εικόνα με τα φριχτά, σχεδόν φωσφορίζοντα χρώματα. Ο κλασικός ηθικολογικός πίνακας που οι ευσεβείς αστοί είχαν στην κάμαρά τους για να αποφεύγουν τον πειρασμό για κάτι περισσότερο από το σχίσιμο στο νυχτικό της συζύγου ή «Θου Κύριε» για κάτι που μέχρι τότε είχαν ακούσει μόνο σε βρόμικα αστεία. Η εικόνα αναπαριστούσε τη βιβλική περιπέτεια της εξέγερσης του Εωσφόρου. Ο έκπτωτος άγγελος, προκλητικός αλλά ηττημένος στην κάτω γωνία του πίνακα, ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την κάθοδο της μυστηριώδους σκάλας κάτω από τη θανάσιμη απειλή του σπαθιού του αρχάγγελου Μιχαήλ. 
Ξημέρωσε Κυριακή! Της είπα είμαι ελεύθερος και διαθέσιμος.  Δεν το περίμενε. Εκεί που όλα ήταν κλειδωμένα μέσα της κι έψαχνε τον τρόπο να τα ξεκλειδώσει, ξαφνικά πήρα μόνος μου τα κλειδιά κι της άνοιξα. 'Ύστερα από δευτερόλεπτα σιωπής μου είπε: «'Ελα να σε πάρω λίγο στην αγκαλιά μου».  Αποφασίσαμε να συναντηθούμε αργά το μεσημέρι, να δούμε τα μαγαζιά, να μπλεχτούμε με τον κόσμο, ίσως για να νιώσουμε πραγματικά μαζί. Περπατούσαμε κι ήταν η πρώτη φορά που κάναμε αστεία ο ένας στον άλλο. Είχε λίγο κρύο, φυσικό για την εποχή, αλλά ο ήλιος έκανε γαλάζιο τον ουρανό όταν φτάσαμε στο Euromast. Δεν έπρεπε να αφήσω το Ρότερνταμ χωρίς να επαναλάβω τουλάχιστον μία φορά ακόμα αυτή την επίσκεψη που καταξίωνε την πόλη στο μυαλό μου. 
 Αν ψάχνεται για την καλύτερη θέα της πόλης, τότε η επιλογή είναι μια και λέγεται Euromast. 
Πρόκειται για ένα πύργο παρατήρησης από μπετόν σε σχήμα που θυμίζει κατάρτι πλοίου, που σχεδιάστηκε από τον Hugh Maaskant και χτίστηκε τη διετία 1958 –1960. Αρχικά, με ύψος 101 μέτρα ήταν το ψηλότερο κτίσμα στο Ρότερνταμ, «τίτλο» που απώλεσε όταν κατασκευάστηκε το κτίριο «Erasmus MC» με ύψος 113,5 μ., το οποίο ολοκληρώθηκε το 1968. Ανέκτησε όμως τον τίτλο του υψηλότερου κτίσματος το 1970, όταν κατασκευάστηκε ο «διαστημικός πύργος» στην κορυφή του, δίνοντάς του επιπλέον ύψος 85 μέτρων. Το συνολικό ύψος του σήμερα, μετρούμενης και της κεραίας στην κορυφή του, είναι 184,6 μέτρα, ενώ το ύψος της οροφής του είναι στα 104 μέτρα. 
Ο πύργος μου θύμιζε το ανέκδοτο: πως η Ολλανδία μόνο ένα βουνό έχει, ύψους περίπου πεντακοσίων μέτρων, και οι Ολλανδοί δεν πατάνε εκεί για να μην το χαλάσουν. Είναι σαν εθνικό τους μνημείο. 
Μπορείτε να επισκεφτείτε τη πλατφόρμα παρατήρησης σε ύψος 96 μέτρα και να γευματίσετε στο εστιατόριο που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο.
Μπήκαμε σε ένα κατάστημα στο ισόγειο! Μια περίτεχνη συσκευασία σε κουτί από ξύλο και δέρμα που περιείχε τα κεραμικά ειδώλια το αγόρι με το κορίτσι που φιλιούνται σε εντυπωσιακά μπλε κεραμικά Ντελφτ, της τράβηξε την προσοχή. 
«Σ' αρέσει;» τη ρώτησα.
«Πολύ», μου απάντησε.
«Πολύ καλά θα το πληρώσω και θα το πάρεις.»
Μου 'πιάσε το χέρι και το κράτησε σφιχτά. Κοίταξα αμήχανα έξω από το παράθυρο. Σφίχτηκε πάνω μου με ένα κλάμα βουβό, να τρέχει το δάκρυ της θαμπό να τρέχει μέχρι να γίνει κρυστάλλινο και καθαρό, αφήνοντας μέσα της ουσιαστικά, χαρά, πόθο και έρωτα. Καθίσαμε λίγο εκεί ακίνητοι, να ηρεμήσει η ατμόσφαιρα από κινήσεις κι αναπνοές, μέχρι που μίλησα πρώτος. 
«Έλα, πάμε», της είπα. Μπήκαμε στο Ασανσέρ, με αγκάλιασε, χώνοντας το πρόσωπό της στο λαιμό μου. Νόμιζα πως άκουγα την καρδιά της να χτυπάει στο στήθος μου και μείναμε έτσι μεχρι που ανεβήκαμε στο εστιατόριο να γευματίσουμε.
Περάσαμε μια εβδομάδα λιγότερο ξέφρενη όλα έγιναν πιο ήρεμα, σαν να είχαμε γνωριστεί από χρόνια και η Κλέλια ήταν καταπληκτική στο κρεβάτι, εξέπεμπε την ενέργεια της ατμόσφαιρας έπειτα από μια τροπική καταιγίδα, γεμάτη υγρή θέρμη και ώριμη πληθωρικότητα. Μπορεί να μην ήταν κανένα ντελικάτο λουλούδι, πάντως είχε φινέτσα. Το σώμα της συχνά μύριζε βούτυρο κακάο εξαιτίας της αρωματικής κρέμας που χρησιμοποιούσε τακτικά για να ενυδατώνει την επιδερμίδα της. «Τι άρωμα φοράς;» τη ρώτησα, με την περιέργειά μου κεντρισμένη από την ασυνήθιστη εκείνη οσμή. «Α, αυτό!» έκανε η Κλέλια χαμογελώντας με νόημα. «Δεν είναι άρωμα, είναι απλώς η κρέμα που απλώνω στην επιδερμίδα μου κάθε πρωί. Διατηρεί το σώμα μου απαλό. Δε σου αρέσει;» «Είναι ασυνήθιστο, το ομολογώ». 
Ήταν στα τελειώματα οι επισκευές και εγώ ένιωθα προβληματισμένος και μου φαινόταν. Δεν ήταν μόνο η ερωτική έλξη, ήταν τα συναισθήματα πιο πολύ που με βασάνιζαν.
«Τι συμβαίνει αγάπη μου, σε βλέπω σκεφτικό! Θέλεις να μιλήσουμε; Θα ήθελα πριν φύγεις να μιλήσουμε σχετικά. Τι λες;»
«Εγώ...! δεν ξέρω. Είναι στ΄ αλήθεια απαραίτητο;»
«Κοίταξε» είπε διστακτικά. Το βλέμμα της ήταν καθαρό, αποφασιστικό αλλά στο βάθος διέκρινα παράκληση. Το στόμα της χαμογελούσε αλλά τα μάτια της έλεγαν άλλα.
Είχα μια μεγάλη επιθυμία να πω ναι. Όμως κάτι με έσπρωχνε να μην αποφασίσω οποιαδήποτε δέσμευση. Όχι πως περνούσαμε συχνά ολόκληρη τη νύχτα μαζί. Άλλωστε δεν ψαχνόμουν για μια νέα μόνιμη σχέση. Δυσκολευόμουν να υποδύομαι τον ερωτευμένο. Δεν έβγαζα εκείνη την απόγνωση του ανθρώπου που αναζητά μόνιμο σύντροφο. Κάναμε έρωτα, συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων και στη συνέχεια οι δρόμοι μας χώριζαν, μέχρι την επόμενη φορά. Για μένα ήταν από εκείνες τις σχέσεις χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς κανένα στοιχείο αποκλειστικότητας. Κάλυπταν κάποιες αμοιβαίες ανάγκες, τίποτα περισσότερο. Ήταν μια σχέση στην οποία ο ίδιος είχα παρασυρθεί χωρίς να το καταλάβω. Αναμφίβολα, εκείνη είχε δώσει κάποια σημάδια, είχε ανάψει, κατά κάποιον τρόπο, το πράσινο φως, αλλά μέχρι εκεί. Από την αρχή ξέραμε ότι όλο αυτό δεν θα βγάλει πουθενά. Ότι είναι ένα αδιέξοδο! Μερικές φορές απλώς έτσι έρχονται τα πράγματα. Δεν κατάφερα να βρω τις λέξεις που θα την έκαναν να καταλάβει. Δεν ήμουν σίγουρος αν υπήρχαν τέτοιες λέξεις. Κατά βάθος η αναχώρηση του πλοίου με βόλευε ήταν μια καλή δικαιολογία να αποχαιρετίσω την Κλέλια αφήνοντας πίσω μου μια παραμορφωμένη εικόνα ειδυλλιακής σχέσης.
Τέλειωσαν οι επισκευές του πλοίου και σαλπάραμε για Νιγηρία όπου φορτώσαμε με επιστροφή στη Χάβρη για εκφόρτωση. Στη Χάβρη ξεμπάρκαρα παρέα με τον Γρήγορη τον Τρίτο και τον Μάστρο Βαγγέλη τον Πρώτο μηχανικό ο οποίος αναχωρούσε από το πλοίο εξαιτίας ενός ατυχήματος που του επέφερε κάταγμα στο αριστερό του χέρι. Μείναμε ένα βράδυ στη Χάβρη και στο ίδιο ξενοδοχείο πάλι με προορισμό την επομένη το αεροδρόμιο στο Παρίσι.
Αργά το βράδυ οι τρεις μας αράξαμε σ' ένα μικρό ήσυχο μπαράκι με ελάχιστους θαμώνες κοντά στο ξενοδοχείο να περάσει η ώρα μας. Κάποια στιγμή μια ψηλή καστανόξανθη φιγούρα γύρω στα τριάντα ζήτησε να την κεράσουμε ένα ποτό. «Έλα ψυχοπονιάρη» μου λέει ο Γρήγορης, «σε μυρίστηκε όπως οι αρκούδες το μέλι.»
Η κοπελιά μου άνοιξε την ψυχή της. Ήταν απ’ την Κροατία και είχε μπλέξει ερωτικά με Έλληνα καπετάνιο με αποτέλεσμα να ταξιδεύει μαζί του στο πλοίο αλλά κάπου το ειδύλλιο στράβωσε και ο φίλτατος καπετάνιος την ξεμπαρκάρισε στον Γαλλικό λιμένα. Παρηγοριά ζητούσε σε ανδρική αγκαλιά, με χαρά δέχτηκε να έρθει να κοιμηθούμε παρέα. Σύραμε τα πόδια μας μέχρι το ξενοδοχείο. Έλα που στη ρεσεψιόν έχει βάρδια η νεαρή κοπέλα και μου κάνει τη ζωή δύσκολη.
«Η φράση άντε και γαμήσου παλιομαλάκα» δε θα μπορούσε να βρει καλύτερη απεικόνιση στο βλέμμα της κοπελιάς καθώς με αντικρίζει συνοδευόμενο από την κυρία.
«Κύριος το δωμάτιο είναι μονόκλινο απαγορεύεται η κυρία. Γενικά απαγορεύεται η κυρία.» Μου λέει, μ' ένα παγωμένο βλέμμα. 
«Γιατί λέπρα έχει; Κοντά δυο μέτρα Σλάβα μες στο κάλος.» Μου φαίνεται πως χαμογελά αρχικά στην πελάτισσα μπροστά της προτού πάρει μια κρύα, ξινή έκφραση.
Τελικά συνθηκολόγησε αφού μου χρέωσε ακόμη ένα δωμάτιο.... βρίζοντας ατόφια Γαλλικά...
Από τα άγρια χαράματα ο Γρήγορης ταρακουνάει την πόρτα του δωματίου μου. «Το σύνοδο νοσοκόμο του Πρώτου αποκλείεται να τον κάνω εγώ, γι αυτό ξεκουμπίσου και σήκω γρήγορα μην χάσουμε το αεροπλάνο». 
Σηκώθηκα ανόρεχτα. Η αλήθεια είναι ότι ήταν μια καλή δικαιολογία να πραγματοποιήσω την ιδέα που υπέβοσκε μέσα μου να μείνω δυο-τρεις μέρες στο Παρίσι. 
Την εποχή εκείνη εργαζόμουν σε VLCC πλοία και οι συνήθεις λιμένες εκφόρτωσης ήταν Πορτ-ντε-Μπουκ, (Port-de-Bouc), η Μασσαλία, ... Cap d'Antifer. ... Χάβρη  και raffineries de pétrole Ρότερνταμ.
Με την Κλέλια συναντηθήκαμε ξανά και ξανά. Με μάλωνε γιατί δεν είχα πάρει ακόμη το δίπλωμα του Δευτέρου μηχανικού. Δεν τολμούσα να την πληροφορήσω ότι μόλις πρόσφατα είχα πάρει το δίπλωμα του Τρίτου διότι μεχρι χθες στα χαρτιά ήμουν ακόμη δόκιμος μηχανικός. Ας όψονται η Σάντρα, η Πατρίτσια και το «κακό μου» συναπάντημα.
Η Κλέλια όταν ερχόταν Ελλάδα με αναζητούσε, αλλά όλως «τυχαίως» ποτέ δεν με βρήκε. Εγώ απλώς δεν αισθανόμουν τη διάθεση ούτε είχα την ενέργεια να αναζητήσω την συντροφιά της για διασκέδαση και ευχαρίστηση. Έχουν περάσει ήδη τρία χρόνια από την πρώτη μας γνωριμία, έμαθε ότι βρίσκομαι στο λιμάνι του Ρότερνταμ. Ήταν μεσημέρι που μπουκάρισε στην τραπεζαρία αξιωματικών του πλοίου. Η θέα της μου προκάλεσε μια αντίδραση τόσο έντονη, που ήταν σαν σωματικό χτύπημα. Μου κόπηκε η ανάσα και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά, ενώ ένα κύμα παραλυτικής έκπληξης που με είχε καθηλώσει, πλημμύρισε όλο μου το είναι. Ένιωθα λες και είχα χρόνια να την δω. Την έκπληξή μου διαδέχθηκε η απόλυτη αμηχανία, όταν διαπίστωσα ότι η γυναίκα τελούσε υπό την επήρεια του αλκοόλ όταν εισήλθε στο πλοίο και σε έξαλλη κατάσταση άρχισε να φωνασκεί, να με βρίζει και να με χτυπά. Τίποτα δεν πρόδιδε την αίγλη της γυναίκας που με μάγεψε το πρώτο μας ερωτικό βράδυ, που μπροστά στη αισθησιακή παρουσία της δεν μπόρεσα να της αντισταθώ. Τίποτα εκτός.. εκτός από τα υπέροχα εβένινα μαλλιά που κάλυπταν το ταλαιπωρημένο  πρόσωπο της. Με το πλήρωμα του πλοίου που ήταν την ώρα εκείνη στο χώρο της τραπεζαρίας να βλέπει ένα πραγματικά απίστευτο και πρωτοφανές σκηνικό που έλαβε χώρα ξαφνικά. 'Όπως πάντα, η Κλέλια μου δεν έδινε δεκάρα για τα βλέμματα που της έριχναν οι άλλοι γύρω μας. «Ρε μασκαρά!, ρε καθίκι του κερατά. Το είχα καταλάβει ότι δε θέλεις να σε βλέπουν μαζί μου. Ντρέπεσαι για μένα;»  Η φωνή της είναι βραχνή και τα μάτια της υγρά από δάκρυα που δεν έχουν κυλήσει. Με αιφνιδιάζει αποκαλύπτοντας άθελά της το σκοτάδι που φωλιάζει στην ψυχή της. 
Νιώθω άβολα να την ακούω, σα να βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, να βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος και κατηγορούμενος! Καταπίνω την αυξανόμενη έντασή μου, ακούγοντας την παθητικά όσο μιλάει. Πασχίζω να κρατήσω την αυτοκυριαρχία μου όταν άρχισα να δέχομαι τις επιθέσεις της. Πάντως «Ρε ρεμάλι,» δεν με είπε «θετικό» αυτό. Μπροστά απ' τα μάτια μου πέρασαν φευγαλέα τόσο ζωντανά οι έντονες ηδονικές στιγμές που έζησα δυο χρόνια μαζί της, συνεπαρμένος από το νεανικό μου πάθος, που τώρα βάραιναν την ψυχή μου. Από την αρχή και η ίδια είχε μια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα για το πως ήταν η σχέση μας και με τον καιρό και εκείνη σιωπηλά είχε συμφωνήσει ότι δεν υπήρχε προσδοκία και λαμπρές υποσχέσεις για μέλλον, και δεν το περίμενα ότι θα ερχόταν και πάλι ξανά η ίδια να με βρει, όπως το έκανε παλιά.
«Κλέλια! Σε παρακαλώ ηρέμησε γίναμε περίγελος.» και με ήρεμη φωνή την ικετεύω να ηρεμήσει.
Σταματάει χάνοντας τα λόγια της. Πιάνει το κεφάλι στα χέρια της. Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή!
Όταν σηκώνει τα μάτια της, με ρωτάει με παράπονο. «Θα έρθεις απόψε σπίτι μου;»
«Δε νομίζω ότι θα έρθω».
Το έβλεπε, ενδόμυχα το ήξερε, το περίμενε. Η συννεφιά στο βλέμμα, η νευρικότητα στα χέρια, το σπασμένο χαμόγελο. Κοίταξε γύρω της. «Το είχα καταλάβει ότι γύρω σου υψώθηκαν τείχη. Κρίμα όμως. Τώρα πια είμαι σίγουρη. Ντρέπεσαι για μένα.»
Χαμήλωσα τη ματιά μου στο τραπέζι. Δεν μπορούσα να συναντήσω τα βλέμμα της. Μια στιγμή δισταγμού και στη συνέχεια την κράτησα τρυφερά στην αγκαλιά μου, άρχισε να ηρεμεί. Η έκφρασή της μαλακώνει, είχε χαλαρώσει, με κοίταζε ήρεμα.
«Δεν ήταν και πολύς ο χρόνος που είχα έλθει στο Katendrecht, όταν σε γνώρισα». Μου ψιθυρίζει και κλείνει τα μάτια, σαν να πρόκειται για μια ιδιαίτερα οδυνηρή ανάμνηση, και πιάνει και πάλι το κεφάλι της στα χέρια της.  «Είναι η τελευταία φορά που συναντιόμαστε, το ξέρω. Η ζωή μου δίδαξε όταν συναντάς κάποιον πρώτη φορά είμαστε ξένοι, το ίδιο κι όταν τον συναντάς για τελευταία φορά» συνέχισε.Νιώθω σαν να μου μιλάει ένα παραπονεμένο παιδί. Πρώτη φορά την έβλεπα τόσο αδύναμη, τόσο καταβεβλημένη. Ένιωσα την ανάγκη να την αγκαλιάσω να της απαλύνω τον κυκεώνα της λύπης της. Μα παρατηρώντας την εικόνα της κάτι με συγκρατούσε, και δεν το έκανα. 
Τη ρώτησα αν επιθυμεί να της βάλω να πιει έναν καφέ να ηρεμήσει. Μου έγνεψε καταφατικά, έκλεισε τα μάτια της και έπνιξε έναν λυγμό.
Έβαλα αρκετό γαλλικό καφέ από την καφετιέρα σε μια κούπα, τον έφερε στο στόμα, αλλά το χέρι της έτρεμε, που μερικές σταγόνες κύλησαν στο σαγόνι κι έσταξαν στη μπλούζα της και της έδωσα μια χαρτοπετσέτα να σκουπιστεί. Σκουπίστηκε με αργές κινήσεις. Σιωπηλά, κάθισα δίπλα της. Άφησα να πάρει μια καλή ανάσα εστιάζοντας τη ματιά μου στους γερανούς της προβλήτας. Υπήρχε ένα παράξενο συναίσθημα διάχυτο στην ατμόσφαιρα. Η Κλέλια προσπαθεί να κρύψει την νευρικότητα που διέρχεται το κορμί και ξεσπά με το τίναγμα του ποδιού, τα δάχτυλα που ανεπαίσθητα έχουν αγκιστρωθεί στη κούπα του καφέ της. Η ματιά της κινήθηκε στο χώρο. Η σιωπή της έδωσε την απάντηση που ήθελε. Σταύρωσε τα χέρια. «Πότε θα φύγετε;» Με ρώτησε με χαμηλή ένταση φωνής
«Απόψε μεσάνυχτα θα είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση.» 
Ο χυμένος καφές άφησε άσχημους λεκέδες στη μεταξωτή της μπλούζα. 'Όχι πως είχε σημασία πια. Της έδωσα κάτι βραζιλιάνικες πουκαμίσες και την παρακάλεσα να αλλάξει γιατί η μπλούζα της τώρα ήταν λερωμένη. Κάλεσα ένα ταξί, τη βοήθησα να επιβιβασθεί και την αισθάνθηκα να με περιεργάζεται διακριτικά για τελευταία φορά. Έδειχνε και σίγουρα ένιωθε τσακισμένη, αλλά παρ’ όλα αυτά όρθωσε το ανάστημά της και μου λέει. «Όταν το σκεφτείς ωριμότερα, τηλεφώνησέ μου. Θα περιμένω».  «Ίσως», απάντησα, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο. Της χαμογέλασα σαν να ήταν όλα μια χαρά στον κόσμο και την κατευόδωσα. Φεύγοντας μου θύμισε την υπόσχεση μου και με ρώτησε εάν πήρα εκείνο το δίπλωμα του Δεύτερου μηχανικού όπως της είχα υποσχεθεί.
«Είναι τόσο σημαντικό;!» 
«Για σένα ναι!» μου λέει. Με τον τρόπο της νοιαζόταν για μένα. Ήξερα ότι ήθελε μόνο το καλό μου. 
 Έμεινα στη θέση μου κοιτάζοντάς το ταξί να απομακρύνεται. Ο κυκεώνας των συναισθημάτων που ένιωθα τη στιγμή εκείνη έκανε την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Η Κλέλια με χρειαζόταν τώρα, και όμως εγώ την είχα απογοητεύσει και απορρίψει. Ο πόνος στα μάτια της καθώς το ταξί έστριψε στην έξοδο της προβλήτας με είχε κάνει κομμάτια. 
Ίσως αν την είχα γνωρίσει στο παρελθόν πριν την Βηρυτό... «Το παρελθόν είναι πράματα που έγιναν και μένουν σαν δεδομένα. Το ανασκαλίζεις, αν έχει κάτι να σου δώσει, καλώς. Αν όχι, το προσπερνάς όταν δεν σου βγάζει κάτι θετικό. Απλά το παίρνεις σαν δεδομένο! 'Έγινε και τελείωσε...» Και φυσικά, δε μπορώ να πω πως μετανιώνω για κάτι που έκανα ή έγινε. 
Γυρίζοντας Ελλάδα το αποφάσισα και απέκτησα και το δίπλωμα του Δεύτερου. Καιρός ήταν, άφησα τέσσερα ανέμελα νεανικά χρόνια να περάσουν όπου τα πάντα έδειχναν εύκολα και λαμπερά. Η αλήθεια είναι ότι δεν απέφυγα τον πειρασμό.  Ήμουν νέος, δυνατός και υγιής. Τα έζησα δεν παραπονιέμαι παρ' όλο που δεν ήμουν τέκνο της αστικής τάξης. Μα ήταν καιρός να επενδύσω με μεγαλύτερη σοβαρότητα στον ίδιο τον εαυτό μου.
Έκτοτε με την Κλέλια δεν συναντηθήκαμε ποτέ ξανά. Δεν είχαν περάσει παρά μόλις λίγα χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση και με μεγάλη μου λύπη έμαθα ότι έφυγε απ' τη ζωή. Μια όμορφη νέα γυναίκα, έγινε έρμαιο της ανάγκης της και θύμα της ομορφιάς της. Θεσσαλονίκη-Βηρυτός-Katendrecht place-κοιμητήριο, ένα τσιγάρο δρόμος ήταν και τον περπάτησε με πληγές που δεν τις έκλεισε ο χρόνος.
Δεν την θυμόμουν να είχε προβλήματα υγείας. Τουναντίον ήταν σκληροτράχηλη και ανθεκτική γυναίκα. Απλά κάποιοι άνθρωποι ζουν λίγο λιγότερο. 
Θυμάμαι τη μητέρα μου που μου έλεγε ότι όλα συμβαίνουν για ένα σκοπό. Η ζωή δεν είναι δίκαιη με όλους, κάποιοι απλά μένουν στην απ' έξω.
«Να ρωτήσω κάτι.» τη ρωτούσα τη μητέρα μου.
«Ρώτα.»
«Μα γιατί; Γιατί πάει έτσι η ζωή;» 
«Γιατί; Γιατί δεν ξέρω. Απλά έτσι πάει. Ο Θεός τα φέρνει έτσι.»
«Μα αφού ο Θεός μας αγαπά, έτσι δεν μου μαθαίνεις;»
«Ναι, μας αγαπά αλλά κάποτε τα κάνει όλα από αγάπη.»
«Πφφ! Τι αγάπη είναι αυτή άμα από αγάπη πεθαίνει νέος κόσμος;»
«Η αγάπη πονά αγόρι μου. Αλλά όσο πονά, τόσο πιο πολύ σε κάνει να θέλεις να ζήσεις.» 
«Καλά.» 
 Παίρνοντας το δίπλωμα του Δεύτερου μηχανικού, ταυτόχρονα γνώρισα τη βασίλισσα της καρδίας μου και παντοτινό σύντροφο της ζωής μου. Με την αμέριστη συμπαράσταση της απέκτησα και το δίπλωμα του Πρώτου στην ώρα του, δεν σπατάλησα ούτε μια ώρα παραπάνω.
Ο αγαπητός μας πλοίαρχος έγινε και πάλι πλοιοκτήτης πολύ σύντομα. Απέκτησε με συνιδιοκτησία ένα φορτηγό πλοίο μεταφοράς χύμα τσιμέντου το οποίο χρονοναυλώθηκε στην Αιγυπτιακή κυβέρνηση.
Η φύση διαθέτει πολύ ενδιαφέροντες τρόπους εξισορρόπησης των συνθηκών που διέπουν την λειτουργία της. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κάνεις και για τους ανθρώπινους χαρακτήρες.
 «Ο καθένας εις το είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες». Λέει η διαχρονικά και πάντα επίκαιρη διαφήμιση.
Είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε όταν τον συνάντησα και πάλι στην Ακτή Μιαούλη στον πεζόδρομο δίπλα στο περίφημο ρολόι πριν ακόμη κατεδαφισθεί.
Με μια όντως πλεονάζουσα φιλική διάθεση με ψεγάδιασε για την τότε άρνηση μου.. Με ρώτησε πως τα πηγαίνω.. Ετοιμαζόμουν να μπαρκάρω... 
«Έκανες λάθος!» Μου λέει...  και δείχνοντας μου το εμβληματικό ρολόι με σκωπτικό λόγο με μαλώνει που ήμουν τόσο πολύ αναποφάσιστος την εποχή εκείνη.. 
«Το ρολόγια και τα κορόιδα τρέχουν συνεχώς.» Μου λέει.
Έκτοτε δεν τον είδα ξανά..
Είχαν περάσει κάποια χρόνια από την τελευταία φορά που τον είχα δει. Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα που περπατώντας με την λατρεμένη μου σύζυγο και τα δυο πολύ μικρά βλαστάρια μας στην προβλήτα του λιμένος του Βόλου έμεινα να θαυμάζω πλαγιοδετημένο ένα σμιλευμένο με περίσσια μαστοριά, εξαιρετικό ξύλινο παραδοσιακό ιστιοφόρο που έχει μήκος οκτώ μέτρα περίπου, σκάφος για να σας ταξιδέψει με ασφάλεια στις ανοιχτές θάλασσες του Αιγαίου.
Πληροφορήθηκα ότι ήταν δικό του το είχε ναυπηγήσει σε παραδοσιακό καρνάγιο που το έκτισε με περίσσια αγάπη και μεράκι και σεβασμό στην παράδοση.
Ταυτόχρονα με μεγάλη θλίψη πληροφορήθηκα την απώλεια του..  
Νέος ακόμη, στα πενήντα πέντε του χρόνια τον πρόδωσε η καρδιά του.
Έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι......,
Χάραξε πορεία στο χάρτη για την ύστατη γαλήνη….. 

1 comments:

 
Web Informer Button