ADS

click to open

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

Erotiki Mythoplassia II: (Part.. 3)

...Είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει! Άναψαν τα φώτα στις κολώνες του δημοτικού φωτισμού κατά μήκος του επαρχιακού δρόμου που διέσχιζε το παραλιακό μέτωπο! Τα πρώτα αστέρια τίναξαν την ασημόσκονη τους στον λουλακί ουρανό, το νυχτολούλουδο στην αυλή τους άνοιξε τα μικρά του άνθη και βάλθηκε να μεθύσει την ατμόσφαιρα και οι σκιές των δέντρων αρχίζουν να μεγαλώνουν στον κήπο τους και να παίζουν κρυφτό καθώς η ώρα περνά και η νυχτερινή ζωή που προσφέρει ο μικρός παραθαλάσσιος οικισμός στον οποίο ζουν αποκτά κίνηση, ζωντανεύει μετά την απογευματινή ραστώνη.
 Περασμένες εννέα, βραδινή ώρα, ξεκίνησαν για την μικρή παραδοσιακή παραθαλάσσια ψαροταβέρνα της περιοχής που λειτουργούσε τους καλοκαιρινούς μήνες και αποτελεί πόλο έλξης για τους οικιστές αλλά και για τους λιγοστούς παραθεριστές.  Η Εριφύλη και η Άλκηστις φόρεσαν από ένα πανομοιότυπο Μίντι πουκάμισο φόρεμα απλά διαφορετικού χρώματος, ένα θηλυκό, αέρινο, δροσερό και άνετο ρούχο ιδανικό για κάθε περίσταση που αναδείκνυε την υπέροχη σιλουέτα τους. Ντυμένες λες και απόψε γουστάρουν ο ανδρικός πληθυσμός της ταβέρνας να τις βρίσκουν ακαταμάχητες..
Μόλις είδε τις εντυπωσιακές γυναίκες με την «εκρηκτική» τους εμφάνιση ο Νικηφόρος, σκίρτησε η καρδιά του, οι παλμοί ανέβηκαν, το βλέμμα του έκανε ολόκληρη συζήτηση από αυτό που έβλεπε, ξεκλειδώθηκε το αγόρι μας κελάηδησε και πρόδωσε τα συναισθήματα του. Εντελώς ασυναίσθητα, οι λέξεις ξέφυγαν από τα χείλη του:
«Ωχ Παναγία μου και Χριστέ μου! Τι μουνάρες!» Με λίγα λόγια, προφανώς ο συνδυασμός ξανθιάς-κοκκινομάλλας δεν μπορούσε παρά να πλημμυρίσει από συνταρακτικά ερεθίσματα τον αμφιβληστροειδή του.
Και προφανώς, τον άκουσε η Εριφύλη και φυσικά και η Άλκηστις και δεν είναι η πρώτη τους φορά που έχουν ακούσει τη συγκεκριμένη φράση από κάποιον άντρα. 
«Σ’ αρέσουμε αγορίνα μου…;» Τον ρώτησε η Εριφύλη, όχι τόσο για να πει τη γνώμη του, όσο για ν’ ακούσει τις μαγικές λέξεις, που κάνουν τις γυναίκες να νιώθουν πολλούς πόντους ψηλότερες.
«Είστε και οι δυο υπέροχες μωρό μου!  Η εμφάνιση σας, θα κάψει καρδιές στη ταβέρνα κάνοντας τον ανδρικό πληθυσμό να λιώνει σαν βούτυρο σε φρυγανισμένο ψωμί και μόνο που θα σας βλέπει. Έχετε μια γοητεία και ένα σεξ απίλ που γοητεύει και που τραβάει σαν μαγνήτης, τους άντρες. Είστε ακαταμάχητες με τις καμπυλωτές κορμάρες σας. Για νιώστε και εμένα που οι κακοπροαίρετοι μόλις μας δουν στην ταβέρνα να συνοδεύω σε κοινή θέα τα αβυσσαλέα ντεκολτέ σας και τις βυζοχαράδρες σας, θα σκεφτούν κάπως «καλώς τον κερατά».
«Μη φορτώνεις έτσι ρε Μωρό μου, όλες μας πιάνει που και που μια τάση να θέλουμε να ντυθούμε κάπως πιο.... ξέκωλα.. δε σημαίνει κάτι το ότι θέλουμε να αρέσουμε ή ότι θέλουμε να σου δείξουμε ότι αρέσουμε για να σε έχουμε λίγο στην τσίτα.»
Ο Νικηφόρος τις υπερασπίστηκε σαν άντρας ο σωστός. «Αν δεν τα βάλετε τώρα, πότε θα τα βάλετε;» ..(Οι πουτανίτσες ξέρουν πολύ καλά ότι οι βυζάρες τους είναι ακαταμάχητες, σιγά όμως μην τους δώσει πάτημα ότι τις λέει ξέκωλα. Τώρα αν στην ομήγυρη της ταβέρνας θα φανεί και λίγο φλώρος ας το καταπιεί.)
«Αρέσουμε αγορίνα, αρέσουμε, πώς να το κάνουμε; Κι αν οι άντρες καυλώνουν μαζί μας, που φταίμε εμείς για αυτό σε παρακαλώ; Όχι για πες μου έχω άδικο να σε χαρώ.» λάλησε κελαηδώντας χαρούμενα η Άλκηστις.
«Έτσι πρέπει να είναι τα αγαπημένα ζευγάρια κούκλε μου, όσο υπάρχει πάθος, υπάρχει και απόλαυση!» συμπλήρωσε η Εριφύλη.
«Άγιε μου Φανούρη μεγάλη η χάρη σου, τα κορίτσια μ’ άναψαν φωτιές μου πήραν το μυαλό, χάρισε μου χίλια μάτια για να τις θωρώ!»
«Χαχαχα! Χαλάρωσε και μη μασάς ρε χαζέ! Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι! Απόλαυσε την γυναικάρα σου αγορίνα μου να φοράει ότι θέλει, είναι δικαίωμα της, στα πλαίσια του ανεκτού! Άμα δε συμφωνούσες, δε θα έμπλεκες με μια γυναίκα που ντύνεται έτσι, δεν το ανακάλυψες υποθέτω τώρα! Μακάρι όλοι οι άνδρες να είχαν το πρόβλημα σου! Οι εννιά στους δέκα σε ζηλεύουν με το που σας βλέπουν! Παίξτο θυμωμένος και φορτωμένος εσύ βέβαια, μην παίρνει και πολλά θάρρητα η ξαδέρφη, αλλά καταβάθως να το χαίρεσαι αυτό που έχεις. Τόσα χρόνια είστε μαζί! Εντάξει τη φάση bibibo θα τη ξεπεράσει κάποια στιγμή, γι αυτό μην σκας, άσε δε που μπορεί να το έχεις συνηθίσει και 'συ και να έχει πάψει να σ' ενοχλεί! Αχ! σας ζηλεύω σα ζευγάρι.... άντε και στα δικά μου!» συμπλήρωσε η Άλκηστις.
«Ναι ρε ξαδέρφη, το καταλαβαίνω αυτό που λες! Είναι ακριβώς όπως τα λες. Συμφωνώ απόλυτα. Από την άλλη, θεωρώ φυσιολογικό και το ότι είναι κάτι που δεν παύει επιδερμικά να με ενοχλεί.»
«Ξέρεις ένα αρχαίο ρητό λέει: Σε όλα υπάρχει νόμος, στο μάτι όχι όμως! Κάτι θα ήξεραν όσοι το είπαν.»
Λόγο του ότι ήταν μεσοβδόμαδα στην ταβέρνα υπήρχαν λιγοστοί πελάτες και μια παρέα που ξεχώριζε αποτελείτο από τρεις νεαρούς στρατιώτες οι οποίοι πρέπει να είχαν μάλλον έλθει από κάποιο μακρινό στρατόπεδο διότι στη γύρω περιοχή δεν υπήρχαν στρατόπεδα.
Οι κυρίες ήταν καταπληκτικές. Κομψότητα, πρόκληση κι αισθησιασμό μαζί, κλέβανε τις ματιές περαστικών και θαμώνων! Ξαφνικά, κάποιες εκδηλώσεις θαυμασμού, ακούστηκαν από το τραπέζι των στρατιωτών για τα δυο υπέροχα θηλυκά, που ήταν εξαιρετικά τολμηρά ντυμένα, με τα ανάλαφρα φουστανάκια τους που άφηναν εκτός από τους καλλίγραμμους μηρούς, άφηναν απ’ έξω και μέρος των γλουτών. Αδιάφορες στις εκδηλώσεις οι δυο γυναίκες - έτσι έδειχναν - κατηφόριζαν συζητώντας και οι στρατιώτες απλώς σταθήκαν ν’ απολαμβάνουν και την πίσω θέα τους. Ο Νικηφόρος τις ακολουθούσε, από πολύ κοντά και μόλις έφτασε κοντά τους και βλέποντας τους να τις παρακολουθούν με θαυμασμό, άκουσε τον ένα στρατιώτη που αναφώνησε «εις ευήκοων όλων» δείχνοντας τις κοπέλες:
«Ορίστε κύριοι, αυτοί είναι κώλοι! Βολιότικοι, εκατό χρόνια μπροστά!»… 
Το τραπέζι ήταν στρωμένο κυριολεκτικά πάνω στο κύμα με θέα μοναδική στον όμορφο κόλπο. Το φεγγάρι βγήκε μέσα από τη θάλασσα ίδιο, κομμένο στη μέση, πορτοκάλι παράξενα φωτισμένο φάνταζε πλεούμενο που ερχόταν από μακριά.  Η ζέστη, τύλιγε τα σώματα τους και οι δυο γυναίκες παραδομένες στην πανσέληνο νύχτα απομακρύνθηκαν και προχώρησαν προς την αμμουδιά της ακτής.Έβγαλαν τα σανδάλια τους και ξυπόλυτες μπήκαν στο ρηχό νερό περπατώντας στον ασημένιο θαλασσινό διάδρομο. Πλατσούριζαν τα πόδια τους στη θάλασσα με φωνές και πειράγματα έβρεχε η μία την άλλη.. 
Τα σώματα τους ανατρίχιασαν, ενώ το φως του φεγγαριού έπαιζε με τον ακάλυπτο μπούστο τους και τις σκληρές θηλές τους, που όρθιες τρύπαγαν το ύφασμα του φουστανιού τους.
Δυο παιδιά πιο πέρα στα βράχια της ακτής κυνηγούσαν τα καβούρια που έκαναν το μεθυσμένο τους περίπατο στην υγρή άμμο.
Από το βάθος στο έμπα του κόλπου ακούστηκε ένα τραγούδι και στο βάθος της ακρογιαλιάς οι σιλουέτες ξεχώριζαν λουσμένες στο νυχτερινό φως. Η χορωδία ακολουθούσε τη φωνή του πρώτου που τραγουδούσε. Στο ύψωμα τα γέρικα ελαιόδεντρα άρχισαν να τρέμουν ελαφρά κι ύστερα να κυματίζουν καθώς η θαλάσσια αύρα χάιδευε τα φύλλα και τους κορμούς τους. Ο δίσκος του φεγγαριού φώτιζε τους λόφους και τη θάλασσα. Οι τραγουδιστές συνέχιζαν τη βαρκαρόλα.
« Λέω να βγάλουμε τα φουστάνια και να μπούμε στο νερό», είπε η Άλκηστις.
«Ανάθεμά σε, Άλκηστις», χαμογέλασε πονηρά η Εριφύλη.
Κοίταξαν αμήχανα η μία την άλλη, ξαφνικό κρύο διαπέρασε την επιδερμίδα τους, κατόπιν στράφηκαν προς την ταβέρνα και τότε διαπίστωσαν πως ο Νικηφόρος τις αναζητούσε.
Το μενού περιελάμβανε μικρές, τραγανές, πεντανόστιμες κουτσομουρίτσες που τρώγονταν σαν πασατέμπο! Γαρίδες ψητές στα κάρβουνα σε σουβλάκια με άρωμα σκόρδου και εσπεριδοειδή! Καλαμάρια ψητά, ο τέλειος μεζές για τσίπουρο-καταστάσεις και πατατοσαλάτα με μαϊντανό για να συνοδεύσουν το τσίπουρο. Η κυρά της ταβέρνας ξέροντας την αδυναμία του Νικηφόρου πάντα του επιφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη.  Μια μυρωδάτη πορτοκαλόπιτα σαν κέρασμα στο τέλος. Αυτή την ταβέρνα ο Νικηφόρος την ένοιωθε σαν στο σπίτι του και την απολάμβανε με την παρέα του η με την οικογένειά του τακτικά.
Περνώντας η ώρα έφτανε κανείς να το καταλάβει ότι τα φανταράκια δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους πάνω από τις δυο γυναίκες αλλά και αυτές με τις τολμηρές στιλιστικές επιλογές τους άφηναν ελάχιστα στην φαντασία. Ειδικά μετά από δυο τρία ποτηράκια τσίπουρο τόσο η ευθυμία τους, όσο και το πλεόνασμα κεφιού το άφησαν να ξεχειλίζει ξεχνιόταν και άφηναν ελευθέρα στη θέα τα πλούσια προσόντα τους και στα μάτια των φαντάρων να χαϊδεύουν το εσωτερικό των μηρών τους μέχρι τα μικροσκοπικά εσώρουχα. Είναι νέες και όμορφες, έχουν όλο τον κόσμο στα πόδια τους και μάλιστα άρχισαν να είναι πιο χαλαρές και τολμηρές ταυτόχρονα....έδειχναν να το διασκεδάζουν.
Και ο Νικηφόρος το διασκέδαζε… Χάρηκε ιδιαίτερα διαπιστώνοντας ότι τα κορίτσια απολάμβαναν την ομορφιά του καλοκαιριού, ξέγνοιαστες στις διακοπές τους, μακριά από σκοτούρες και άγχος,  χωρίς ευθύνες απόψε και με άφθονο χιούμορ. Τις κοίταξε, χαμογέλασε αμυδρά και πονηρά λέγοντας:
«Μπράβο ρε κορίτσια είμαι χαρούμενος που το απολαμβάνετε! Αλλά ρε κορίτσια… σεμνάα!»
«Το απολαμβάνουμε όσο δεν φαντάζεσαι!»  απάντησε η Άλκηστις, δαγκώνοντας τα χείλη της. «Γιατί σεμνά; Γιατί καλέ; Μα τι κάναμε;»
«Ρε κορίτσια! Τι κάνατε η τώρα που καθίσατε θα έχετε πολλά να αποκαλύψετε. Άτακτα κορίτσια με τα καυλιάρικα φορεματάκια που φορέσατε, έτσι και μόλις ανασηκωθούν λίγο δίνουν φόρα παρτίδα το περιεχόμενο τους και ανάβετε ερωτικές φωτιές. Τα φανταράκια βλέπουν εντελώς δωρεάν τις μικροσκοπικές κιλότες σας που δεν κρύβουν την απεικόνιση της όμορφης εικόνας από τις κοιλάδες με τα ειδυλλιακά τοπία σας, όμορφα σκιαγραφημένα σαν ελκυστικό πανόραμα που ζωντανεύει μέσα τους όνειρα ερωτικά.»… τους είπε
«Τι το κακό κάνουμε; Τους αφήνουμε να απολαύσουν και να χαρούν εικόνες από το φυσικό περιβάλλον και τις ομορφιές της φύσης.»
«Αυτό που κάνετε είναι να τους δημιουργείται προσδοκίες που δεν θα  εκπληρωθούν. Είναι προφανές ότι σας τρώνε με τα μάτια έτσι σεξουαλικά ντυμένες όπως είστε και σας γουστάρουν πολύ. Τα μάτια τους βγάζετε κάθε φορά που σας βλέπουν! Και θα ΄θέλουν να βγάλουν και τα δικά σας μάτια! Αλλά και τα φανταράκια μια χαρά ομορφόπαιδα είναι.»
«Και της το έλεγα της ξαδέρφης. Εριφύλη έξω βγαίνουμε σε ταβέρνα πάμε οι sic κυρίες αν θέλουν να αισθάνονται περισσότερο θηλυκά και σέξι δεν φοράνε εσώρουχα. Αισθάνονται απόλυτα ελεύθερες. Δεν τις νοιάζει πως θα κάτσουν ή πως θα σηκωθούν, διότι απλά δεν τις  απασχολεί αν κοιτάνε ή όχι.»
«Διαβολοκόριτσα είστε αυτό που λένε η πέτρα του σκανδάλου. Θα τους τρελάνετε! Δεν σας έμαθαν ότι μόνο στους άντρες επιτρέπεται να εκφράζουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες ενώ οι γυναίκες που τις εκφράζουν μπορεί να θεωρηθούν ανήθικες, λάγνες και αμαρτωλές; »
«Ε ναι! Και εμείς αυτό είμαστε! Καυλιάρες λάγνες και αμαρτωλές από πάνω μέχρι κάτω.» Του λέει ναζιάρικα η Άλκηστις ζαρώνοντας παιχνιδιάρικα την μυτούλα της και σουφρώνοντας τα χειλάκια της.
«Πάντως ξαδερφούλα μου δημιούργησες αμφιθυμία. Από τη μία είσ' ωραία, σε πάω γιατί δε μασάς πουθενά. Από την άλλη  αναρωτιέμαι πόσο σωστό είναι το free-spirit όσον αφορά το ντύσιμο,  κ.λπ.;»  είπε η Εριφύλη.
«Τι εννοείς ξαδέρφη;Τι ρωτάς;»… απάντησε η Άλκηστις.
«Να, την ιστορία με τις κιλότες! Δεν τα δείχνεις εύκολα σε ξένους ανθρώπους. Αλλά και το όλο στυλ σου, απόψε ρε παιδί μου, βγάζει μια πονηριά μια πουτανιά όταν είσαι με δικούς σου ανθρώπους!»
«Εξαρτάται από την παρέα! Μα αν δεν αισθάνομαι άνετα με εσάς, τότε με ποιους; Στη τελική, μου αρέσει να καταλαβαίνω ότι είμαι ποθητή, ακόμα και από τους «ξένους» χωρίς να νιώθω τύψεις που θέλουμε να δείχνουμε τα καλύτερα!» και χαμογέλασε πονηρά στο Νικηφόρο τρίβοντας την πατούσα της στο καλάμι του κάτω από το τραπέζι...
«Έχει τα δίκια της η ερωτιάρα ξαδερφούλα μας. Και όπως λέει ο σοφός λαός, οι άντρες οι σωστοί υποκλίνονται εις του μουνιού τη χάρη». Τόνισε ο Νικηφόρος που του φαινόταν ότι το κλίμα πυροδοτούσε τη σεξουαλική επιθυμία και διάθεση για να πει περισσότερα, αλλά πρόσεχε κάθε του λέξη μην τον παρεξηγήσει και της φανεί κανένας επιπόλαιος λιγούρης αυτός σοβαρός άνθρωπος η Εριφύλη του. Είχε ως αρχή του ότι μια σωστή σχέση βασίζεται Modus operandi στην αμοιβαία εκδήλωση εμπιστοσύνης. Αλλά απόψε με τις γκόμενες που συνοδεύει έχει πάθει την πλάκα του. Έχει φάει φλας με την πάρτη τους.
Όντως το κλίμα ήταν απολαυστικά χαλαρό. Στο βάθος του υπαίθριου εξωτερικού χώρου της ταβέρνας από κάτω από την μεγάλη πέργκολα, καθόταν μια μεγάλη παρέα που την αποτελούσαν γνωστοί και φίλοι του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος ζητώντας την άδεια τους ετοιμάσθηκε να σηκωθεί, ν' αφήσει τα κορίτσια στην ανεμελιά τους για να πάει στο τραπέζι της παρέας.
Η Εριφύλη τον πιάνει από το χέρι όταν ήταν έτοιμος να σηκωθεί ο Νικηφόρος τον τραβά να σκύψει διπλά της και του ψιθυρίζει στ’ αυτί φανερά καυλωμένη και του πετάει την ατάκα που τον έστειλε έβδομο ουρανό.
«Μην αργήσεις! Να ξέρεις ότι σε περιμένει ένα κολασμένο βράδυ ερωτικής απόλαυσης. Και ελπίζω να έχεις αντοχές, σε θέλω ταύρο απόψε.
«Για μένα το λες αυτό;»
«Εσύ τι λες; Βλέπεις κανέναν άλλο εδώ γύρω μας; »
«Δεν ξέρω, μπορεί να σας γυάλισε καμιά διαθέσιμη πούτσα στον περίγυρο και να ερεθιστήκατε.»
«Πούτσες θες να πεις. Και άμεσα διαθέσιμες μάλιστα» δείχνοντας του που να κοιτάξει με κεκαλυμμένο νόημα προς τα φανταράκια χαμογελώντας με στυλ ικανοποίησης. Παράλληλα γυρίζει και τον κοιτάει καθώς κάθεται πλάι της και τον καμαρώνει! 
«Τι κούκλος που είσαι ρε μωράκι μου;» του ψιθύρισε με αισθησιακή φωνή πλησιάζοντας στο αυτί του και του σκάει ένα φιλί στο μάγουλο.
Τα χείλη της ζωγράφισαν ένα καλοσχηματισμένο κόκκινο σημάδι. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το αφήσει έτσι. Σαν να ήθελε να επιδεικνύει κάποιο κατόρθωμά της. Γρήγορα όμως άλλαξε γνώμη και με μία κίνηση του χεριού της, του το έτριψε να φύγει. Το χέρι του Νικηφόρου κατέβηκε ενστικτωδώς στον πούτσο του, που είχε πετρώσει, σαν για να τον προστατέψει. Αυτό φυσικά δεν της ξέφυγε της Εριφύλης. Με τρόπο  βάζει το δικό της χέρι στο καυλί του πάνω από το παντελόνι του που είχε αρχίσει να καυλώνει κι απλά κρυβόταν κάτω από το τραπέζι. Τα μάτια της Εριφύλης φώτισαν, ένα χαμόγελο ικανοποίησης πλημμύρισε το πρόσωπό της καθώς τα μάτια της ταξίδεψαν στο πρόσωπό του και ανοιγόκλεισαν με σαφές νόημα.  
«Μωράκι μου εσύ!» του είπε και το άρπαξε με το χέρι της με μαεστρία.
«Εεε ! Κάτσε φρόνιμα! Περίμενε να πάμε σπίτι… Μας βλέπει ο κόσμος! » της είπε με ναζιάρικο τόνο.
«Ε άντε ρε μανάρι μου! Πήγαινε στους φίλους σου, που θέλεις και μην αργείς. Που τους έχεις δει;»
«Εδώ στο βάθος της αλέας είναι μωρούλι μου… πηγαίνω και επιστρέφω σύντομα!» της είπε και σηκώθηκε με χαρωπό τρόπο ελευθερώνοντας το χέρι του.
Επικράτησε μια σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα!  
«Μμμμ! Έτσι, μωρό μου... Έτσι, καυλιάρη μου. Μην αργήσεις μωρό μου!»
«Πουτανίτσα μου, αυτά μου κάνεις και με καυλώνεις περισσότερο!»
«Κι ακόμα δεν έχεις δει τίποτα μωρό μου.!» του τονίζει ναζιάρικα και του κλείνει το μάτι. «Και που να ήξερες τι σε περιμένει» μονολογεί με ευχάριστη διάθεση καθώς σκέφτεται πως η ερωτική βραδιά τους μόλις είχε αρχίσει. Η Εριφύλη  διαισθάνεται πως ο Νικηφόρος είναι ήδη ξαναμμένος και θα ήθελε διακαώς εδώ και τώρα να τη γαμήσει. Αν γίνεται και πάνω στο τραπέζι. Που να ξέρει τι του ετοιμάζει απόψε του καυλιάρη της. Τελευταία είχε πιάσει τον εαυτό της που και που να φαντασιώνεται κάποια φάση μαζί τους στο κρεβάτι και την ξαδέρφη της. Απόψε λοιπόν έχει σχεδιάσει να τις γαμήσει και τις δυο ο καυλιάρης της! Eε, αφού είναι απόλυτα σίγουρη πως η ξαδέρφη της θελει να κάνει σεξ μαζί του. Και είναι ευρύτερα γνωστό πως στους άνδρες αρέσει η ποικιλία και τι καλύτερο από να προσθέσουν και την Άλκηστις στο κρεβάτι τους και να τον λιώσουν στον έρωτα; Η φαντασίωση του άνδρα ότι κάνει σεξ με δυο γυναίκες ταυτόχρονα είναι ποιο παλιά από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και δεν υπάρχει άνδρας που θα σου αρνηθεί να φέρεις μια φίλη σου στο κρεβάτι για παρτούζα. Όταν κάνει κρύο η αγάπη θέλει δύο λέει ένα τραγουδάκι και αν το σκεφτείς καλή είναι η μια γκόμενα όμως με δυο έχουμε ξεφύγει από τα στερεότυπα και ανεβάζουμε επίπεδο. Και ο Νικηφόρος όπως κάθε παντρεμένος που τυχαίνει να έχει ωραία γυναίκα βλέπει σαν ξερολούκουμα τις σέξι φίλες της. Στα αρχίδια του αν είναι παντρεμένες ή ελεύθερες όπως η ξαδέρφη η Άλκηστις. Εκείνος γουστάρει τρελά να της καρφώσει το μουνάκι όταν τον καυλώνει και με το ζόρι κρατιέται να μην της ζητήσει να γαμηθούν, μα και αυτή είναι πάντα έτοιμη να του ανοίξει τα πόδια της εκλιπαρώντας να τη γαμήσει σαν ξαναμμένη τσούλα. Μην τους αφήσει λοιπόν να περιμένουν άλλο. Άντε τυχερός ο γαμιόλης, απόψε θα γαμάει δύο υπέροχα καυλιάρικα μουνάκια που θα του χαρίσουν μοναδικές στιγμές καύλας.! Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει από μια τέτοια έκπληξη, και ότι κανείς μας δεν θα ξεχάσει τη νύχτα αυτή, και θα πάμε βόλτα, όλοι μαζί, στους ουρανούς της ηδονής.
Την ίδια ώρα στο τραπέζι των φαντάρων το κουτσομπολιό έχει πάρει φωτιά..
«Μαλάκες, θα με κάνουν να χύσω, οι πουτάνες.» Λέει ο πρώτος φαντάρος που αποτυπώνει ανάγλυφα  την εύλογη επιθυμία του και τα υποβόσκοντα αισθήματα και τη διακαή επιθυμία και των υπολοίπων που αφήνονται να χαρούν και να διασκεδάσουν, όποτε βρίσκουν ευκαιρία με όλη την ορμή της ζωής τους και τη φρεσκάδα της νιότης τους, που δεν πτοείται από τις περιστάσεις. 
«Συγκρατήσου μόνο, και ήρεμα, οι Κυρίες συνοδεύονται.» Προσπαθεί να τους προσγειώσει ο πιο νηφάλιος.
«Ναι ρε Μαλάκα μου, αλλά δε φταίω. Αφού τα πουτανιά από κάποια στιγμή και μετά, άπλωσαν τις ποδάρες τους, σήκωσαν τα φουστανάκια τους πιο ψηλά και έβλεπα τα κιλοτάκια τους. Και εσύ το έβλεπες όμως.»
«Ναι τις γαμιόλες… επίτηδες το κάνουν. Και ο άλλος, χαμπάρι δεν παίρνει!.» Σιγοντάρει ο τρίτος φαντάρος τον πρώτο.
«Ναι το μαλάκα, χαϊδολογιέται όλη την ώρα μαζί τους, αλλά δεν πήρε χαμπάρι ότι οι γκόμενες μας τα δείχνουν φόρα παρτίδα. Πάντως πολύ γουστάρω να  γλείψω τα μουνάκια τους... και να πιω τα ζουμάκια τους...» Ξαναπαίρνει το λόγο ο πρώτος φαντάρος.
«Εγώ θα έγλειφα το μουνί της μικρότερης μέχρι το πρωί… μέχρι να στεγνώσει της γαμιόλας. Μ αρέσει που είναι τόσο καυλόμουνο… Την βλέπω που τρώει με τα μάτια τον .... Μαλάκα!... όλο το βράδυ. Μάλλον γκόμενος της μεγαλύτερης είναι και η πιτσιρίκα του τα ρίχνει. Ώρες-ώρες του την πέφτει με τα πόδια. Έχει βγάλει τα πέδιλα της, κάτω από το τραπέζι και του χαϊδεύει τον πούτσο, πάνω από το παντελόνι.» Τους πληροφορεί ο Τρίτος φαντάρος.
«Εγώ θα τις γαμούσα αν όχι και τις δυο έστω τη μια τη λίγο μεγαλύτερη που είναι θάνατος και η πιτσιρίκα ωραία είναι αλλά η άλλη είχε αυτό που θέλω. Αγριόμουνο να σε λιώσει στο κρεβάτι..» Κάνει ρελάνς ο πρώτος φαντάρος.
Φεύγοντας ο Νικηφόρος συνειδητοποιεί το … «Απόψε σε θέλουμε.»
«Γαμιόλες!  Το έβαλαν σκοπό η γυναίκα μου και η ξαδέρφη να παίξουν με τις αντοχές μου απόψε;  είναι όμως και οι δυο τους από τις γυναίκες που ή τις γαμάς μέχρι το μεδούλι ή καλύτερα κάνε κάτι άλλο. Θα γίνει της κόλασης».
...Πίνοντας χαλαρά το τσίπουρο τα δυο κορίτσια σε πολύ καλή ψυχική διάθεση, άρχισαν να ανοίγουν την καρδιά τους η μια στην άλλη.
«Άλκηστις να σε ρωτήσω κάτι σαν την καλή μου ξαδέλφη που είσαι;»
«Έλα ξαδέλφη, ελεύθερα, ρώτα ότι θες.»
«Απ' ότι γνωρίζω δεν είχες κάποια σχέση αυτό τον καιρό. Τελικά βρήκες γκόμενο η ακόμη έτσι μόνη είσαι;»
«Ρωτάς αν απέκτησα σχέση;.»
«Κάτι τέτοιο..»
«Όχι. Μόνη εδώ και καιρό. Ερημιά στον ορίζοντα των προσωπικών. Ούτε καν φλερτ. Δεν είμαι σε φάση.»
«Πως και συμβαίνει αυτό;»
«Τι να πω; Ίσως γιατί δεν με θέλει κανένας;.»
«Ρε συ με βρήκες μικρό και με δουλεύεις;. Άτιμη νεολαία:»
«Ξαδέλφη συνήθισα να είμαι μόνη και είναι τόσο άνετα που έχω τις ελευθερίες μου... αλλά και γιατί δεν έτυχε να βρεθεί κάτι στο διάβα μου;..»
«Παράξενο! Είναι να αναρωτιέται κανείς, μα είναι δυνατόν τέτοιος κορίτσαρος αυτές τις εποχές να είναι μόνος του;.»
«Συμβαίνουν αυτά. Που θα πάει κάτι θα τύχει και μένα. Ανησυχείς μήπως και μείνω στο ράφι; Εγώ πάλι καθόλου δεν ανησυχώ. Μια χαρά περνάω.»
«Αλήθεια έχεις νιώσει ποτέ την τρέλα να θες κάποιον τόσο πολύ; Τόσο που να έχεις πεταλούδες, ταχυπαλμία, ζαλούρα. Αυτή την ωραία ζαλούρα, σα να έχεις πιει λίγο παραπάνω όπως απόψε. Να τον θέλεις τόσο που να μην μπορεί κανείς να σε συμβουλέψει αλλά και να μη σε νοιάζει τι θα συμβεί αν, αν και αν. Να θες κάποιον που να σε απολαμβάνει επειδή το γουστάρει και σε κάνει να θολώνεις από την καύλα; Γιατί αν δεν σε κάνει να θολώνεις από καύλα, είναι σχέση νερόβραστη δεν έχει νόημα!»  
«Είναι κάποιος που μου αρέσει πολύ, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς υπεραναλύσεις, με τραβάει σωματικά και τον θέλω να τον ρίξω στο κρεβάτι αλλά το πρόβλημα είναι ότι τον χαίρεται άλλη.»
«Ααα! Για λέγε-για λέγε! Αφού το ξέρεις πως άναψες φωτιές και έχω μεγάλη περιέργεια. Λέγε λοιπόν.»
«Θα σου ανοίξω την καρδιά μου και θα σου εξομολογηθώ. Αλλά ρε Εριφύλη με όλο το θάρρος θέλω να σε ρωτήσω κάτι πρώτα εγώ! Ίσως γίνομαι κάπως αδιάκριτη αλλά σαν την αγαπημένη μου ξαδέλφη που είσαι και τα λέμε όλα μεταξύ μας θα μου πεις πρώτα τα δικά σου και μετά θα σου πω τα δικά μου!»
«Έλα ξαδέλφη, ρώτα και ΄συ ότι θες.»
«Ξαδέρφη το διάστημα που ο σύντροφος σου ο Νικηφόρος φεύγει για τα μεγάλα ταξίδια του και μένεις μόνη σου αναρωτιέμαι: Όταν εσύ τον χρειάζεσαι και είναι μη διαθέσιμος και σου λείπει από το κρεβάτι, εσύ δεν έχεις την επιθυμία να ξενοκοιτάξεις έναν άλλο άντρα που είναι «πάντα διαθέσιμος», να έχετε μια ειλικρινή, ξεκάθαρη σχέση που να σου δίνει αυτά που θες και να σου καλύπτει όλα τα κριτήρια στις σεξουαλικές σου ανάγκες;  Να σε κάνει να θολώνεις από την καύλα που λες και εσύ, και αυτή η έλξη, η τρέλα και το πάθος του κινδύνου, του παράνομου να θεωρείς ότι αξίζει το κέρατο, τόσο που να τα παρατάς όλα για να τρέξεις στην αγκαλιά του .»
«Χμ! Κάπου το πας εσύ μουσίτσα με έμμεσο, πονηρό τρόπο. Δε μπορεί! Εσύ κάτι ξέρεις και μου κάνεις την αθώα περιστερά. Εεε ναι κάποιον είχα! Αλλά τι να λέμε τώρα.»
«Μπα τι βλέπω! Έλα τώρα που σε πιάσαν οι ντροπές!»
«Κρυφή μουσίτσα αφού τον είδες στο μπιστρό στο  εμπορικό κέντρο. Άρα τον ξέρεις! Αυτός είναι. Πολύ καλός, ευγενικός και μορφωμένος, από εύπορη οικογένεια ευπαρουσίαστος, ψηλός, γυμνασμένος και στα δικά μου χρόνια.»
«Ξαδέρφη! Μου θυμίζεις μια γλυκανάλατη ιστορία με την Κοκκινοσκουφίτσα που 'τανε σωστή μουσίτσα όπως μου τον παρουσιάζεις το λεγάμενο! «Μια φορά κι έναν καιρό σ’ έναν τόπο μακρινό, ηλιόλουστο και συναρπαστικό, πάνω στο ψηλότερο βουνό, μέσα στο δάσος το πυκνό ζούσε ένα ζώο φιλικό, έξυπνο και προστατευτικό. Ήταν ένας λύκος με δέρμα λαμπερό και γκριζωπό και βλέμμα κάπως φλογερό τολμώ να πω. Τον έλεγαν Ιερεμία χάρη στης ψυχής του την ανείπωτη ηρεμία. Κείνο ήτανε το σπιτικό του και αυτός ο άγρυπνος φρουρός του. Το πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού, κρατώντας μακριά το πόδι του εχθρού. Ορκίστηκε να διαφυλάττει την ησυχία και την τάξη, για να τον αγαπά ολόκληρη η πλάση. Και τα παιδιά όταν τον βλέπουν, να πάψουν να τον αποφεύγουν και στη γούνινη αγκαλιά του με λαχτάρα να προσφεύγουν..... Πως τον γνώρισες;»
Κορίτσι μου είναι αυτός που γνώρισες εκεί στην έκθεση ζωγραφικής όταν πήγαμε καλεσμένες. Τον είχαμε γνωρίσει παρέα με την Ελπινίκη πριν από κάποιους μήνες! Θα το θυμάσαι που μας είχες δει σε εκείνο το μπιστρό στο εμπορικό κέντρο. Αυτός είναι! Εξ αρχής μας προκαλούσε έντονα ερωτικά συναισθήματα και στις δυο γυναίκες. Εσένα δε σου έχει τύχει ποτέ να γνωρίσεις κάποιον και να νιώθεις ότι θέλεις να κάνεις έρωτα από το πρώτο κιόλας ραντεβού; Αυτό πάθαμε και εμείς μαζί του. Κάθε φορά που τον σκεφτόμουν μου έβγαιναν εικόνες από άγρια γαμήσια μεταξύ μας. Είχε μια γλύκα ο πούτσος του, άστα να πάνε. Όταν με γαμούσε με ξεπάτωνε. Εκείνες τις ήμερες αυτή η σχέση με είχε παρασύρει και όταν τον σκεπτόμουν ήμουν μουσκεμένη όλη μέρα. Μου έβγαζε τέτοια καύλα που όταν τον συναντούσα απολάμβανα το γαμήσι μαζί του χωρίς όρια. Γαμιόμασταν με τέτοιο πάθος σαν να ήταν το τελευταίο γαμήσι και για τους δυο μας. Ένιωθα σαν πεταλούδα που έχει πλησιάσει επικίνδυνα στην φλόγα.»
Η Άλκηστις προσποιείται πως η ίδια δεν είχε ιδέα για την παράνομη ερωτική σχέση της Εριφύλης και κάνει πως την άφησε έκπληκτη η σημερινή αποκάλυψη της Εριφύλης.
«Ξαδέρφη! Τι είναι αυτά που ακούν τ' αυτάκια μου; Μια γυναίκα που χαίρεται το σεξ με τον εραστή της παράλληλα με τον γάμο και την οικογένειά της χωρίς να πληγώνεται κανείς. Ένα ώριμο σεξουαλικά και ξαναμμένο θηλυκό που δεν καταλαβαίνει τίποτα από όρκους αγάπης και συνουσιάζεται με τον εραστή της στο κρεβάτι της αμαρτίας. (Εδώ παρ' ολίγο να ξεφύγει της Άλκηστις ... Ένα ώριμο σεξουαλικά και ξαναμμένο θηλυκό που δεν καταλαβαίνει τίποτα από όρκους αγάπης και συνουσιάζεται με τον εραστή της επάνω στο γραφείο της αμαρτίας! Αλλά την τελευταία στιγμή το έσωσε... Σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να αποκαλυφθεί στην Εριφύλη ότι ήξερε πως κεράτωσε τον Νικηφόρο όταν την είχε δει πως τη γαμούσε ο Αρχιτέκτονας επάνω στο μεγάλο ξύλινο γραφείο εκεί στη γκαλερί με τους πίνακες.)
Ξαδέρφη!  Ομολογώ ότι αν και είσαι πολύ σέξι, και πολύ θηλυκό, δεν σε είχα καταλάβει ακριβώς για τόσο ερωτιάρα και καυλιάρα. Εννοείται ότι σε εισαγωγικά στο λέω!»
(Άντε μην το πω και εκτός εισαγωγικών! Πουτάνα είσαι αλλά όπως μ' έμαθε η γιαγιά μου...Μην κρίνεις για να μη κριθείς!) Σκέφτεται ρεαλιστικά η Άλκηστις.
«Μη μασάς κορίτσι μου! και είμαι πρόθυμη να σου λύσω κάθε σου απορία. Πουτάνα! Πες το! Και πες μου μια γυναίκα να μην είναι!» Της απάντησε γελώντας η Εριφύλη.
«Δηλαδή! Σου έκατσε ένας γκόμενος γκουρού στο σεξ, με φουλ του άσσου στο κρεβάτι, το καλό αρσενικό που λένε, με τις καλύτερες σεξουαλικές επιδόσεις. Μπράβο Εριφύλη γαμιάς με τα όλα του.  «Αλλά καλά το κατάλαβα ξαδερφούλα μου; Σας γαμούσε ο Αρχιτέκτονας και τις δυο ρε θηρίο;»
«Ε ναι! Βλέπεις την ερωτική επαφή μας μαζί του, την ανέλαβε πρώτα η Ελπινίκη. Δε σου κρύβω πως εγώ στην αρχή δυσκολευόμουν να απατήσω τον Νικηφόρο και όταν το έκανα είχα μετανιώσει και με κυνηγούσαν τύψεις. Ένιωθα ότι είχα κάνει κάτι κακό. Μα οι άνθρωποι δικαίως θεωρούμαστε πολύπλοκα όντα. Αυτό που λένε πολλές φορές ότι με τίποτα δεν είμαστε ευχαριστημένοι, τίποτα δεν είναι αρκετό, είναι λιγάκι αλήθεια. Παλεύουμε να φέρουμε εις πέρας επιθυμίες στην καθημερινότητά μας κι όταν τελικά τα καταφέρνουμε, αισθανόμαστε λίγο άσχημα. Όταν έρχεται η ώρα να περάσουμε καλά, αισθανόμαστε τύψεις. Πόσες φορές γελάς κι έχεις πετάξει τη φράση «σε καλό να μας βγει», με μια συστολή μη σου βγει «ξινή» η χαρά. Από τη μια μου βαστούσαν οι ενοχές και ένιωθα απαίσια για την απιστία που έκανα και ότι δε θα ήθελα να ξαναγίνει και από την άλλη η καύλα είναι ένα συναίσθημα που σε τρώει από μέσα προς τα έξω, σε πολλές πτυχές της ζωής σου, είτε το θέλεις είτε όχι βρίσκει τη χαραμάδα να φωλιάσει ύπουλα στο κορμί σου. Η συνάντηση μας με τον Αρχιτέκτονα , κυριολεκτικά άλλαξε τα πράγματα προς μια κατεύθυνση που δεν μπορούσα ποτέ να πιστέψω, ούτε που είχα ποτέ φανταστεί! Δεν είναι τυχαίο που ένιωθα να μου αρέσει, και δεν κρατούσε τα χαλινάρια το μουνί μου στη χαρά του και η συμμετοχή της Ελπινίκης τελικά ήταν γιατρικό. Μετά μιλάμε είχαμε ξεσαλώσει παρέα. Μας γαμούσε και τις δύο και μας γαμούσε αφάνταστα καλά. Δεν το περίμενα.
Βλέπεις οι γυναίκες μπορούμε να παίξουμε λίγο πιο εύκολα με την ιδέα μιας δεύτερης γυναίκας στα σεντόνια μας. Στα είκοσι οκτώ μου πλέον χρόνια ξέρω πως έναν καλό σύντροφο και γαμιά, δύσκολα τον βρίσκεις κι ακόμα δυσκολότερα τον αφήνεις. Με το Νικηφόρο δεν είναι μόνο σαρκική υπόθεση το σεξ. Όταν γυρνούσε με φρόντιζε τόσο πολύ, που μόνο σεξουαλικά πεινασμένη δε θα με έλεγε κανείς. Απεναντίας πρόκειται για κάτι πολύ βαθύ και μόνον το γαμήσι μαζί του με περπατάει σε άγνωστα μονοπάτια, και μου χαρίζει την υπέρβαση, την αληθινή τελείωση. Γαμιόμαστε και μόλις τελειώνουμε θέλουμε να ξαναρχίσουμε αμέσως γιατί δεν χορταίνουμε με τίποτα.
Ξέρεις ωστόσο υπάρχει κι ο αστάθμητος παράγοντας της αφόρητης μοναξιάς και το σύνδρομο της στέρησης στο σεξ που σου χτυπάει κόκκινο όταν λείπει ο Νικηφόρος και σε βαράει κατακούτελα. Αυτά που μου προσέφερε ο Νικηφόρος μου έλειπαν τον πρώτο καιρό της απουσίας του. Οι καύλες μου ώρες-ώρες ήταν ανυπόφορες που ντρεπόμουν να το παραδεχτώ ακόμα και στον εαυτό μου.»
Το σεξ ξαδέρφη έχει συνδεθεί με τα νιάτα, και καυλώνουμε γιατί η φύση θέλει να υπάρχουμε. Κάποτε τα σκουλήκια ή οι φλόγες θα φάνε αχόρταγα τα κορμιά μας και εμείς θα έχουμε στερήσει από αυτά την ηδονή;
«Πάντως, δεν της το είχα και της Ελπινίκης. Να και η Ελπινίκη πολύ προχωρημένη στα σεξουαλικά … και την είχα για παρθενοπιπίτσα.» 
«Ξαδερφούλα μου θα το διαπιστώσεις και 'συ! Το τέλειο σεξ γίνεται με τρεις.  Γιατί να έχεις έναν ερωτικό παρτενέρ όταν μπορείς να έχεις δύο; Να! να είμαστε δύο κορίτσια με έναν αξιόλογο άντρα σαν τον Νικηφόρο,  εμπεριέχει την προστυχιά του μοιραίου.  Άλλωστε κοινό μυστικό είναι ότι μία στις δύο γυναίκες, έχει συμμετάσχει σε τρίο, είτε εκτός σχέσης, είτε με τον σύντροφό της»
«Και τώρα;»
«Και τώρα; Τι;».
«Να ρωτάω που βρίσκεται η σχέση σας με τον Αρχιτέκτονα.».
«Μετά το τελευταίο μας γαμήσι αυτός έφυγε για το Λονδίνο να αναλάβει κάποιο έργο ανακαίνισης στις επιχειρήσεις τις οικογενειακές τους.»
«Χωρίσατε;. Έτσι ήπια, χωρίς μελοδραματισμούς;»
«Ε ναι! Ξέραμε ότι το κάτι παραπάνω δεν υπήρχε. Κάποια πράγματα είναι μεγαλύτερα από εμάς. Και έτσι πρέπει να είναι. Κανένα άγχος λοιπόν. Μάλλον στο τέλος του χρόνου τελειώνει και γυρίζει πίσω»
«Και τώρα; Νικηφόρος; Αλήθεια ποτέ δεν θα πίστευα ότι έχεις παράπονα από το γάμο σου.»
«Όχι αγάπη μου. Δεν έχω ιδιαίτερα παράπονα από το γάμο μου. Απεναντίας ο γάμος μου είναι επιτυχημένος και όσο είμαστε μαζί το επιβεβαιώνει αυτός, από την πλευρά του, με την αγάπη του για μένα. Είναι παραπάνω από άψογος μαζί μου, είναι, μπορώ να πω, διαμάντι. Τον αγαπώ και τον νοιάζομαι βαθιά. Ο Νικηφόρος είναι ο σταθερός κουβαλητής για την οικογένεια μας για τα παιδιά μας. Εγώ από την άλλη, φροντίζω να μεγαλώνουν σωστά, χωρίς να χρειάζεται να δουλεύω σε τίποτα σκληρές δουλειές, με αντάλλαγμα τη σεξουαλική μου διαθεσιμότητα όταν επιστρέφει από τα ταξίδια του και έχουμε πιπεράτες επαφές και καλή χημεία.
Να μερικές φορές η απιστίες μου έχουν απλώς ως κίνητρο την επιθυμία μου σαν γυναίκα για έξαψη και ποικιλία ώστε να «υποκύπτω»,..... ενάντια στην κρίση και τη λογική....., στην έλξη ενός δυναμικού αλλά ευγενικού άντρα και να απολαμβάνω την κυριαρχική αντρική σεξουαλικότητα που επιθυμώ όταν μου λείπει ο Νικηφόρος. Ρε ζουζούνι τι σε μαθαίνω. To sex είναι το πιο ωραίο πράγμα στη ζωή! Το σεξ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, γιατί πολύ απλά είναι στη φύση μας να αναζητάμε την απόλαυση και την ικανοποίηση. Και ενώ η γυναίκα μπορεί να διεγείρεται πιο εύκολα από τον άντρα και να διαθέτει περισσότερες σεξουαλικές ικανότητες όπως είναι οι πολλαπλοί οργασμοί, κάτι που δεν μπορεί να πετύχει ένας άνδρας, στους άντρες επιτρέπεται να εκφράζουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες ενώ οι γυναίκες που τις εκφράζουν μπορεί να θεωρηθούν ανήθικες, λάγνες και αμαρτωλές.»
«Ρε πως τα λες. Σαν πλοκή ερωτικού ρομαντικού μυθιστορήματος μου ακούγετε.»
«Μέχρι την ηλικία των είκοσι πέντε αγάπη μου το σεξουαλικό κεφάλαιο μιας γυναίκας έχει συνήθως κορυφωθεί. Μετά από τα τριάντα, δεν είναι πλέον στην αναπαραγωγική ακμή της και αρχίζει να χάνει στον ανταγωνισμό με νεότερες γυναίκες. Μέχρι την ηλικία των σαράντα, το σεξουαλικό της κεφάλαιο έχει μειωθεί στο σημείο όπου το να βρει σύντροφο ποιότητας γίνεται πλέον αμφίβολο. Γι αυτό απόλαυσε-το όσο είναι νωρίς... Το λέει και το λαϊκό σοφό τραγούδι. Γλέντα καμένε άνθρωπε, γιατί θε να γεράσεις, και τα νιάτα δεν πουλιούνται πια να τα ξαναγοράσεις.»
«Μμμμ... Δεν διαφωνώ.»
«Για αυτό λοιπόν κάτσε να τα πούμε και άκου να μαθαίνεις, με την ησυχία σου και με το πάσο σου στο τσίπουρο που θα πιούμε! Ετούτο τον καιρό που απ' ότι κατάλαβα δεν γαμιέσαι με κανέναν πως τη βγάζεις; Φαντασία μου πλανεύτρα;» Ρωτάει τώρα η Εριφύλη.
«Τι να κάνω μόνη μου τι βρίσκω και έχει και εγγυημένα αποτελέσματα! Αδειάζει το μυαλό μου από περιττές σκέψεις, και δίνομαι ψυχή και σώμα στο ιερό μου καθήκον! Αλλά που θα πάει. Γουστάρω και εγώ κάποιον και όπως σου είπα τον έχω στο μυαλό μου και πιστεύω σύντομα να τον καταφέρω να ξεκινήσουμε να μου ξεσκίζει και μένα το μουνί και τον κώλο και να μου χαρίζει τους οργασμούς των ονείρων μου!»
«Ενδιαφέρον μου ακούγεται. Ποιος είναι; Γνωστός; Τον ξέρω;»
«Ε πως να στο πω», άρχισε ο Άλκηστις αργά-αργά σα να μετρούσε τις κουβέντες της.
«Όλο μυστήριες κουβέντες είσαι ρε Άλκηστις. Τι θες να πεις και δεν το λες καθαρά;»
«Τι θες να πω δηλαδή;»
«Την αλφαβήτα. Με δουλεύεις;»
«Θα τον μάθεις αν μ' αφήσεις να στα πω λοιπόν με τη σειρά τους και κατά πως μπορώ εγώ.»
«Λέγε τα όπως θες και μ' όσα στολίδια γουστάρεις» της χαμογέλασε αδελφικά η Εριφύλη και της χάιδεψε τρυφερά το χέρι.
«Που είχαμε μείνει το λοιπόν. Α ναι!» άρχισε η Άλκηστις πάλι αργά αργά σα να μετρούσε και πάλι τις κουβέντες της. «Άσε που τα πράματα δεν είναι ρόδινα.» 
«Μη λοξοδρομείς την κουβέντα ρε συ Άλκηστις, αγανάκτησε ξανά ο Εριφύλη. Γαμάς κουβέντα που λέμε. Τέλος πάντων είπε μετά από μικρή σκέψη. Τι ζόρι έχεις να μου τον πεις και όταν τα λες αυτά, δε με κοιτάς στα μάτια! Ξέρεις πως δε μου αρέσει καθόλου όταν γίνεσαι αινιγματική. Πες μου ποιος είναι και γιατί διστάζεις να το πεις.»
Η Άλκηστις γύρισε και την κοίταξε με σταυρωμένα τα χέρια και ένευσε καταφατικά.
«Θα σου πω την αλήθεια! Λοιπόν τον ξέρεις. Και πολύ καλά μάλιστα. Καλύτερα δεν γίνεται.»
«Σοβαρά το λες; Και ποιος είναι ο τυχερός που θέλεις να γευτεί τα κάλλη σου;»
«Εσύ ποιον να λες! Ο ίδιος Νικηφόρος είναι.» Δε μπόρεσε να συνεχίσει την πρόταση.
«Τόμπολα! Ρε παλιοκόριτσο δεν πιστεύω να μιλάς σοβαρά. Θα με τρελάνεις.» αναφώνησε η Εριφύλη.
Ένα ζευγάρι στο μπροστινό μέρος του μαγαζιού γύρισε και τις κοίταξε απορημένο κι ανήσυχο .
Η Εριφύλη τους χαμογέλασε αφοπλιστικά και ξανακοίταξε απορημένη την ξαδέρφη της. 
«Στ' αλήθεια το λες σοβαρά; Εγώ κάτι είχα μυριστεί ότι κάτι παίζει μεταξύ σας αλλά πάλι είχα αμφιβολίες! Τώρα έχουμε δυο εκδοχές. Η μια είναι να σου μαδήσω το μουνί τρίχα-τρίχα που θες να με κερατώσεις έτσι ξεδιάντροπα με τον δικό μου. Και η άλλη...»
Εδώ η Εριφύλη κάνει παύση δίνοντας την εντύπωση πως κάτι σκέφτεται κάτι που θα ήθελε να πει αλλά δεν έχει αποφασίσει πως να το πει.
«Και η άλλη;» Ρωτάει όλο αδημονία η Άλκηστις.
«Να σκέφτομαι ότι....» Αλλά συνεχίζει να μένει ακόμα σκεφτική δεν συνεχίζει.
«Ρε ξαδέρφη. Έλα πες’ το!   «Το μαρτύριο της σταγόνας» το λένε αυτό που μου κάνεις.» Διαμαρτύρεται η Άλκηστις.
«Μμμ… βλέπω δεν κρατιέσαι. Ωραία, βλέπω διψάς για μάθηση! Να ρε άτιμο θηλυκό. Σκεφτόμουν που είναι η διαφορά. Κι εγώ με τον γκόμενο μου τα ίδια δεν έκανα; Αλλά τώρα ξέχνα τον αυτόν! Τον γκόμενο εννοώ. Πάει πέρασε. Τώρα έχουμε εδώ τον Νικηφόρο..»
«Και λοιπόν.»
Πώς θα σου φαινόταν να δοκίμαζες, να το κάνουμε παρτούζα;»
Η Άλκηστις ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Να δοκιμάσω τι, ξαδέρφη;»
«Άκου να μαθαίνεις. Όταν έφυγε ο Νικηφόρος να πάει στο άλλο τραπέζι τι του ψιθύρισα;»
«Τι του ψιθύρισες;»
«Ότι έχει δυο πυρωμένα και πολύ καυλωμένα μουνάκια που αναμένουν με αδημονία να τα περιποιηθεί απόψε. Τι νόμιζες θα σας άφηνα να το κάνετε κρυφά από μένα.»
Το μυαλό της Άλκηστις στροβίλισε σαν σβούρα. «Θέλεις να κάνουμε παρτούζα με το Νικηφόρο;» ρώτησε, ανήμπορη να συγκρατήσει τη δυσπιστία στη φωνή της. «Πώς νιώθει ο Νικηφόρος γι’ αυτήν την ιδέα;» Η Εριφύλη ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν του το έχω ζητήσει, αλλά δε θα έχει αντίρρηση. Αφού το ξέρω πως θέλει να σε γαμήσει.» 
«Δεν ξέρω τι να πω» είπε η Άλκηστις
«Άλκηστις. Δεν χρειάζεται καθοδήγηση και θέλω να είμαι ήσυχη πως μπορώ να βασιστώ πάνω σου.»
Η Άλκηστις έπνιξε μια γκριμάτσα. «Τελικά ξαδέρφη θα το πω δεν κρατιέμαι! Ναι είσαι μεγάλη Καργιόλα... και γι αυτό δεν παύει να σε λατρεύω ακόμη περισσότερο.»
«Στη χρωστάω την ανταμοιβή για την διακριτικότητα σου όλο αυτό τον καιρό.»
«Ρε ξαδέρφη! δηλαδή να το πω πιο έντονα τώρα;!»
«Μεγάλη! Πουτάνα! Πες το πάλι! Μικρή μου υπάρχουν τρεις κατηγορίες γυναικών: πουτάνες, γαμιόλες και μαλακισμένες. Οι πουτάνες πηδιούνται με όλους. Οι γαμιόλες πηδιούνται με όλους εκτός από από τον άνδρα τους και οι μαλακισμένες που δεν πηδιούνται με κανέναν άλλο παρά μόνο με τον άνδρα τους. Αλλά δεν μου απάντησες σ' αυτό που σε ρώτησα. Είσαι μέσα;» Την ρωτάει η Εριφύλη με την ίδια λάμψη στο μάτι που πρέπει να είχε ο διάβολος όταν δελέαζε την Εύα.
Η Άλκηστις δεν ανέπνευσε για ένα ολόκληρο λεπτό. Όταν τελικά κατάφερε να εισπνεύσει ελάχιστο οξυγόνο, της ήταν αδύνατον να βρει τη μιλιά της. «Εντάξει! Αχ! Σαν την παλίρροια αρχίζεις να με παρασέρνεις, το ξέρεις; Μέσα, πες πως είμαι!…»
«Είσαι ενήλικη είπαμε. Η ζωή είναι δική σου. Και μυαλωμένη κοπέλα είσαι που ξέρει τι θέλει όποτε αβίαστα μπορείς να συμμετάσχεις με τη θέληση σου. Η κύρια προϋπόθεση είναι πως θα πρέπει να  συνεχίσεις να είσαι εγγύηση διακριτικότητας.»
«Θυμάμαι στην έκθεση ζωγραφικής πως ήταν και ένας ξάδερφος του Αρχιτέκτονα, τον θυμάμαι για λίγο, ίδιος με τον «Τζορτζ Κλούνεϊ;»
Η Εριφύλη ανασήκωσε τους ώμους. Η αλήθεια ήταν πως είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα αυτό το υπεροπτικό κάθαρμα. «Τον θυμάμαι»
«Πόσο χρονών είναι αυτός ο Τζορτζ Κλούνεϊ;»
«Κοντά στα τριάντα όπως και ο Αρχιτέκτονας. Άλλο πράγμα σου λέω. Άνδρας που θα σου πάρει το μυαλό. Σκέτη κόλαση, η απόλυτη φαντασίωση της γυναίκας. Τον γνώρισα με την βαλίτσα στο χέρι την ημέρα της αναχώρησης του για το αεροδρόμιο. Επέστρεφε πίσω στο Λονδίνο μετά από ένα σύντομο ταξίδι στην Ελλάδα. Μου τον σύστησε ο Αρχιτέκτονας.  
Ντυμένος με ακριβό κουστούμι και γενικά με τον αέρα του πετυχημένου του σίγουρου για τον εαυτό του, ετοιμαζόταν για αναχώρηση ακριβώς την ώρα που φθάσαμε στη βίλα με την Ελπινίκη.
Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, και η χειραψία που μου έκανε ήτανε μια πολύ δυνατή και θερμή χειραψία. Υποψιάζομαι ότι καθυστερούσε για να δει με τα μάτια του τις κατακτήσεις του ξαδέλφου του. Η Ελπινίκη μας άφησε για λίγο μόνους τους τρεις μας στη είσοδο για να πάει να παρκάρει το αυτοκίνητο στο πίσω μέρος της έπαυλης. Εγώ ο Αρχιτέκτονας και ο ξάδελφος του. Από νωρίς σκεφτόμουν τι θα βάλω πηγαίνοντας στο ραντεβού. Είχα φορέσει ένα εφαρμοστό ταγέρ φόρεμα σχιστό μπροστά μέχρι ψηλά ...ξέρεις εσύ σαν τα δικά σου... με μεταξωτό λευκό πουκάμισο, που έκανε το στήθος μου να ασφυκτιά μέσα στο σέξι δαντέλα μαύρο με μπορντό κέντημα σουτιέν. Ο Αρχιτέκτονας αφού μας σύστησε, μας ζήτησε συγνώμη και μας άφησε μόνους, πήγε μέσα στην οικία να απασφαλίσει το συναγερμό και θα ξαναγύριζε να χαιρετίσει τον ξάδερφο που θα αναχωρούσε. 
Αυτός ο άνδρας είχε κάτι πάνω του που με αναστάτωνε με άναβε και μου δημιουργούσε σεξουαλικές φαντασιώσεις. Με πλησίασε περισσότερο, μέχρι που ο απογευματινός ήλιος έλουσε το πρόσωπό του. Τα σκούρα καστανά μάτια του έλαμπαν. Ιδιαίτερα εκείνη τη στιγμή που τα φτιαγμένα για φιλιά χείλη του ήταν ελαφρά ανασηκωμένα καθώς μου χάριζε ένα πονηρό χαμόγελο. Κράτησα την αναπνοή μου και ύστερα άφησα έναν αναστεναγμό, συνειδητοποιώντας πόσο σέξι ήταν. Ακολούθησα την κοφτή και έντονη ματιά του, η οποία κοίταζε το μεταξωτό λευκό πουκάμισο που κάλυπτε το στήθος μου. Το ύφασμα κολλούσε στα στήθη μου, που ξεχείλιζαν τόσο έντονα από το σφιχτό μπούστο του. Ήταν εκπληκτικό πως το βλέμμα ενός άντρα μπορούσε να κάνει την καρδιά μου να χτυπά ξέφρενα στο στήθος, από έξαψη. Οι ρώγες μου σκλήρυναν. Ένιωθα το βλέμμα του να με σκανάρει συνεχώς να με κοιτάει και πρόστυχα να με γδύνει. Η ματιά του είχε καρφωθεί πάνω μου, με θράσος με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω, και σίγουρα το κατάλαβε πως με άναψε και από την πρώτη εντύπωση μου έδειξε πως ενδιαφέρεται πολύ για την κατάκτηση μου σαν ελεύθερος σκοπευτής. Μου έπιασε και αυτός την κουβέντα, με μια φωνή απαλή και αρρενωπή, καθησυχαστική και μελωδική συνάμα, μου είπε πως τον έλεγαν George και άρχισε να μου κάνει προσωπικά κομπλιμέντα για το πόσο όμορφο σώμα είχα και τι όμορφο στήθος είχα κλπ. Μου άρεσε που το βλέμμα του γεμάτο πόθο, ταξίδευε στο κορμί μου και κοίταζε επίμονα το στήθος μου. Πρέπει το προηγούμενο βράδυ να είχε τελειώσει το πήδημα μ’ εκείνη τη πρώην συμφοιτήτρια του και τώρα αναζητούσε κάποιο άλλο πρόθυμο θηλυκό για να κορέσει τον πόθο του. Το κατάλαβα και μόλις είχε μπει και μένα ο δαίμονας μέσα σου και ο πόθος μου φούντωσε ακόμα περισσότερο. Στο κάτω κάτω, λαχταρούσα να νιώσω τα χέρια του στο δέρμα μου, πράγμα που σήμαινε ότι λαχταρούσα κάτι περισσότερο από ένα απλό καυτό φιλί. Κατάλαβα ότι μόλις του έδινα το απαραίτητο θάρρος θα μου ζητούσε να με πηδήξει. Αυτό ήθελα και εγώ άλλωστε αλλά σκέφτηκα όμως ότι σε λίγο θα εμφανιζόταν πάλι το Αρχιτέκτονας. 
Ξαφνικά περιέργεια με κατέκλυσε με χιλιάδες ερωτήματα να χοροπηδάνε μες το μυαλό μου. Μια πολύ παραστατική εικόνα, εισέβαλε απρόσκλητα στο στις σκέψεις μου, που με έκανε να αναδευτώ στη θέση μου. Σκεφτόμουν τον Αρχιτέκτονα και το ξάδερφο του! Ο καθένας τους επικίνδυνα σαγηνευτικοί άνδρες. Και την ίδια στιγμή σκεφτόμουν πώς θα ήταν αν έκανα έρωτα με τους δυο αυτούς γοητευτικούς άνδρες ταυτόχρονα. Στη σκέψη αυτή ένιωσα ένα βίαιο και συνάμα ερωτικά ηδονικό ρίγος να εξαπλώνεται στο κορμί μου. Θεέ μου, ήταν απίστευτα αισθησιακό η αίσθηση ότι κάνω μαζί τους καυτό και άγριο σεξ και θα ταξιδέψω στο σκοτεινό αισθησιακό κόσμο της ηδονικής απόλαυσης, όπου τα όρια της ακολασίας είναι δυσδιάκριτα. Με εκείνους. Εγώ λοιπόν αντί να ντραπώ ερεθίστηκα πολύ και δεν διστάζω να το παραδεχτώ ότι οι σκέψεις μου ήταν εντελώς νέες, απρόσμενες, πολύ προχωρημένες και επικίνδυνες. Η αλήθεια είναι ότι έκανα σκέψεις που με καύλωναν, αλλά περισσότερη ήταν και η περιέργειά μου να τις απολαύσω αυτές τις ηδονικές σκέψεις. Ο Αρχιτέκτονας ήταν φυσικά υπέροχος εραστής και αρκετά έμπειρος, αλλά τώρα σκεφτόμουν πως θα είναι να επιδίδεσαι σε πιο «προχωρημένες» εμπειρίες και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Ευχαρίστως θα δεχόμουν και θα έλεγα το πολυπόθητο «ναι» στο σχήμα, όπου αυτοί οι δύο άντρες να μου κάνουν σεξ, να μου τον βάζουν σε όλες μου τις τρύπες και να με βουλιάξουν σ' ένα ηδονικό αποκάρωμα. Αυτό ήταν μια από τις μεγαλύτερες φαντασιώσεις μου, ένα τρίο με δύο άντρες. Τώρα λοιπόν είχα την ευκαιρία να την πραγματοποιήσω. Ο Αρχιτέκτονας και ξάδερφος του ήταν ακριβώς ό,τι έπρεπε! Ήταν οι πιο κατάλληλοι άνδρες. Μαζί τους να σπάσω τα ταμπού και να δοκιμάσω το σεξ με δυο άνδρες. Να βρεθώ ανάμεσά στους δυο εραστές, ανάμεσα σε δύο ανδρικά κορμιά που θα ικανοποιούσαν το κορμί μου και θα ένιωθα την απόλυτη σεξουαλική κορύφωση. 
Θορυβήθηκα που το τόσο ζωηρό μυαλό μου έφτιαχνε τώρα εικόνες με τους δύο άνδρες να με γαμάνε από παντού, με όλους τους τρόπους, να χύνω και να αρχίζουν ξανά και ξανά σε ένα ατελείωτο απολαυστικό γαμήσι. Μα δεν ήταν δυνατόν! Δεν ήταν δυνατόν εγώ να σκέφτομαι έτσι! Να σκέφτομαι πως ζούσα έντονες στιγμές μαζί τους και τις κρυφές μου φαντασιώσεις. Να τους παίρνω βαθιά μέσα στον κώλο και στο μουνί μου αναστενάζοντας από ευχαρίστηση καθώς θα δεχόμουν διπλή διείσδυση. Η απόλυτη ηδονή, να με γαμούσαν αλύπητα χωρίς ανάσα! Οι τρεις μας να είχαμε γίνει ένα και να λικνίζαμε τα κορμιά μας μαζί σε έναν απόλυτο συγχρονισμό και ερωτικό χορό. Να έχυνα από παντού, από το μουνί, από τον κώλο. Να έχυνα πάνω στις πούτσες τους κι εκείνοι το ευχαριστιόντουσαν σαν τρελοί. Ηλεκτρικές εκκενώσεις απλώθηκαν μέσα μου μεχρι που εμφανίστηκε ο Αρχιτέκτονας και η Ελπινίκη και διακόπηκαν οι φαντασιώσεις μου! Δεν ξέρω αν είμαι ικανή να το κάνω κάποια φορά.
«Και ο Νικηφόρος; Παίζοντας με τη φωτιά δεν φοβάσαι ότι μπορεί κάποια στιγμή να του μπουν ψύλλοι στα αφτιά και υποψίες ότι τον κερατώνεις... ότι τέλος πάντων η γυναίκα του τον αντικαθιστά στο κρεβάτι με κάποιον άλλο που του τη γαμάει; Ότι ο κάθε αδέσποτος περαστικός τρώει το καρπό του αμπελιού του, όπως θα 'λεγε και η γιαγιά μας.» 
«Είναι μεγάλο το ρίσκο, το ξέρω ότι όποιος παίζει με την φωτιά καίγεται.»
Η Άλκηστις προτείνει στην Εριφύλη να πάρουν το ρίσκο και να παρουσιάσουν τον αρχιτέκτονα στο Νικηφόρο σαν φίλο δικό της και ελπίζει με λίγο κόπο και την κατάλληλη διπλωματία να τα καταφέρει. Πλέον δεν θα χρειάζεται η ξαδέλφη της να κρύβεται ή να φοβάται να συναντήσει έναν φίλο τους.
Λοιπόν λέω εγώ τώρα, και εσύ άκουσε με. Η υγεία μας πάνω απ όλα κι έπειτα φαντασία , έμπνευση και κορίτσι μου είσαι ακόμη στα ντουζένια σου που μας έλεγε και η γιαγιά μας! Δεν συγκατατίθεμαι στην ασυδοσία, την κακώς εννοούμενη ελευθερία και την σχεδόν εκπόρνευση των «γαμιαίων» σχέσεων, αλλά στις μέρες μας η αγαμία και η αποχή από τη σεξουαλική πράξη, και η έλλειψη σεξουαλικής επαφής είτε κατ’ επιλογή, είτε λόγω συνθηκών συνιστά μεγάλη ατυχία! Και θα αναρωτηθείς, μα υπάρχουν άνθρωποι που ηθελημένα, δεν θέλουν σεξ; Δίκαιο και εύλογο το ερώτημα, καθότι η αποχή από το σεξ έρχεται σε ρήξη με ένα από τα πιο ισχυρά ένστικτα που διαθέτει ο ανθρώπινος «οπλισμός», το λεγόμενο γενετήσιο, που σκοπό έχει να οδηγεί στην αναπαραγωγή για τη διαιώνιση του είδους. Ε; Δεν το λες και μικρό πράγμα, έτσι; Βέβαια, το ηθελημένα είναι μεγάλη κουβέντα. Για το απέχω λέω, το «ηθελημένα απέχω», μου κάθεται κάπως βαρύ. Δηλαδή, μιλάμε για τεράστιο ψυχικό σθένος τέτοια αποχή. Κι άντε πες, υπάρχουν κι αυτοί οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, που λόγω μιας ιερατικής ή μοναστικής υπόσχεσης, οικειοθελώς απέχουν από κάθε είδους σεξουαλική δράση – ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε, γιατί δυστυχώς είναι αρκετοί εκείνοι που υποκύπτουν τελικά σε πειρασμούς, αν και μπορεί να ήταν ειλικρινής και αγνή η αρχική τους πρόθεση για ολοκληρωτική αφιέρωση της ψυχής και του σώματός τους, ακόμα και αυτής της παρθενίας τους, στο Θείο.
Γιατί δεν γίνεται να είσαι νεότατη πάνω στα ντουζένια σου, που βράζει το αίμα σου, να είναι όλα μια χαρά, «φυσιολογικά», και συ να πεις «ευχαριστώ, δεν θα πάρω». Κάτι σε «στενεύει» για να απέχεις. Κι αν δεν είναι βιολογικά ή ψυχολογικά τα αίτια, που εκεί εκούσια ή ακούσια, δεν σου κάνει «κούκου» ή και να σου κάνει φωνάζεις «πίσω όλοι!» και κλείνεσαι στο καβούκι σου, τότε κάτι άλλο δεν σε αφήνει να λειτουργήσεις. Μια ανασφάλεια να την πω; Μια υπερβολική επιλεκτικότητα; Άβυσσος η ψυχή των αγάμητων, ως συνηθίζεται να λέγεται.
Απ’ την άλλη βλέπεις και κάτι γυναίκες γύρω σου με τρελά χαμόγελα και σε σιγοτρώει μια ζήλια βρε παιδί μου, και τσεκάρεις τη συντροφιά να δεις τι έχουν αυτές που δεν έχεις εσύ. Γιατί καλή η χημεία με το Νικηφόρο σου, καλά και τα δέκα  χρόνια γάμου σου που κρατά και ο άκρατος έρωτας σας, αλλά τίποτε δεν συντηρείται για πολύ. Σπίθα είναι και σβήνει. Φύσα και λίγο ντε! Εμ, οργανισμός είναι αυτός, κάπου πρέπει να το βγάλει το ζόρι της καύλας. Τότε έχεις δυο επιλογές. Από τη μια πλευρά για να μην καταλήξεις σαν κάποιους ανθρώπους που μπορείς να διακρίνεις μία ιδιάζουσα ξινίλα, που σε ωθεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι είναι πιθανόν για πολύ καιρό αγάμητοι, πράγμα πολύ κακό γιατί στερούνται βασικής ευχαρίστησης και χαράς και αυτό δυστυχώς το «γράφει» πάνω τους, στο πρόσωπό τους, στη συμπεριφορά τους. Η να ριχτείς με βουλιμία σε τέσσερις πλάκες σοκολάτας γάλακτος και δύο σακουλάκια γαριδάκια αντάμα. Κι ύστερα να λες πως παχαίνεις με τον αέρα «Εριφύλη». 
Και μια φωνούλα σου να διαμαρτύρεται! «Εριφύλη τρως. Και ψεύδεσαι και τρως. »
«Και εκεί που το δίλημμα ξαδερφούλα μου ήταν πως θα αποφύγεις τη σοκολάτα, φύσηξε μαΐστρος δροσερός και σε παρέσυρε η γοητεία του γοητευτικού εραστή και του χάρισες τον ανθό σου.Τα έκανες όπως τα έκανες και θες να βρεις λύση! Να ξέρεις. Έχω μια ιδέα. Θα βρούμε τη σωστή στιγμή που τον Νικηφόρο θα τον ανεβάσουμε κατά τη διάρκεια του σεξ και εγώ θα του ζητήσω να φέρω στην παρέα και έναν φίλο μου. Και κάποια στιγμή με την συναίνεση του εννοείται θα θέλαμε να το κάνουμε όλοι μαζί. Ξαδέρφη μου είσαι και σε πονάω, εξάλλου και τι έγινε, εσύ θα παραμείνεις «πιστή» στην οικογένεια και στο Νικηφόρο, και με τις ευλογίες του όταν αυτός είναι μπαρκαρισμένος και θα σου λείψει  θα έχεις τον ξέμπαρκο γοητευτικό εραστή σου να σου ζεσταίνει τα σεντόνια στο κρεβάτι.»  
«Ρε πονηρό ζουζούνι. Δεν ξέρω να σου πω την αλήθεια, αλλά πάλι δεν ξέρω, μη μας έρθει βαρύ, εσύ τι λες;»
«Αν εσένα σίγουρα δε θα σε πειράζει! στα είκοσι οκτώ σου χρόνια! Εγώ λέω ναι!»
«Όοοχι χρυσό μου... Δεν είμαι είκοσι οκτώ. Είμαι δέκα οκτώ, με επιπλέον δέκα χρόνια εμπειρίας στην πλάτη μου! Ή τουλάχιστον, έτσι αισθάνομαι.»
«Το βλέπω συνεχίζεις ακάθεκτη να κάνεις τις τρέλες σου σαν να ήσουν δέκα οκτώ, αλλά έχεις πλέον το μυαλό και τη σύνεση να τις αποφασίζεις σωστά και να τις οριοθετείς. Λοιπόν για το σχέδιο τι λες;» 
«Δεν ακούγεται και πολύ κακή ιδέα όλο αυτό αλλά πως το κάνουμε στην πράξη;..... Εμείς μιλάμε για το Νικηφόρο, ο ίδιος όμως θα θέλει; Αν δεν μας γδάρει ζωντανές πρώτα..»
«Άστο πάνω μου και θα δεις. Μπορεί να μην έχω στον έρωτα μεγάλη πείρα. Αλλά γουστάρω τα πλούσια καυτά και συναρπαστικά ερωτικά παιχνίδια. Με την κατάλληλη συνδρομή μου είμαι σχεδόν σίγουρη ότι έχει ήδη δεχθεί. Άλλωστε, όπως και εσύ πολύ καλά γνωρίζεις όλοι μας γουστάρουμε τα πλούσια καυτά και συναρπαστικά ερωτικά παιχνίδια. Το σεξ είναι ένα βάζο με μέλι. Αν βάλεις μια φορά το δάχτυλο μέσα, μετά είσαι έτοιμος να φας όλο το βάζο. Ε, κάπως έτσι θα πέσει με τα μούτρα στο βάζο με το μέλι και ο Νικηφόρος!»
«Ααα! Εσύ χαριτωμένο μου θηλυκό άρχισες και μεγαλώνεις και μικρό δε σου φαινότανε ότι θα γίνεις και εσύ «πουτανάκι» που ξέρει να δίνει σωστές λύσεις.»
«Βρε ξαδέρφη μου, αν μιλάς έτσι για το ίδιο σου το φύλλο, με ποιο δικαίωμα απαιτείς σεβασμό από το αντρικό; Και τσουλάκι και κορίτσι για σπίτι! Τα πάντα είναι θέμα επιλογών, αλλά «τσούλα» όσο εσύ για ξεπέτες, δεν! Εσύ τα ξέρεις όλα και τα έχεις κάνει όλα και γι’ αυτό σε εμπιστεύομαι. Respect.  Και στην τελική, γιατί μια γυναίκα να ντρέπεται που αγαπάει το σώμα της, αγαπάει το σεξ και δεν περιμένει έναν πρίγκιπα να τη σώσει από το δράκο; Δε σου λέω να κάψουμε τα σουτιέν μας στην πλατεία, αλλά ένα δείγμα φιλελεύθερο δε θα έβλαπτε κανέναν.»
«Λοιπόν συμφωνούμε! Ο Νικηφόρος σε δυο μήνες φεύγει πάλι ταξίδι και θα γυρίσει τέλος Άνοιξης και βλέπουμε. Μέχρι να φύγει θα τον ξεζουμίσουμε παρέα. Μετά όταν με το καλό γυρίσει θα έχουμε το χρόνο να κάνουμε σχέδια με την ιδέα σου.»
«Ξαδέλφη! Ποια Άνοιξη και πράσινα άλογα και να περιμένουμε να γυρίσει ξανά ο Νικηφόρος. Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι; Ακόμη είμαστε στο καλοκαίρι και τους  έχουμε εδώ. Το γοργόν και χάρη έχει. Βάζω εμπρός και καταστρώνουμε το σχέδιο από απόψε! Εσύ κάλεσε και ενημέρωσε επειγόντως τον Αρχιτέκτονα. Ο έρωτας γλυκιά μου δέχεται και τις κοινοπραξίες.»
.........Η Εριφύλη σε μια αφήγηση με φλας μπακ εξιστορεί τη γνωριμία της με τον Νικηφόρο, όταν εκείνη ήταν ακόμη μαθήτρια λυκείου και είχε όνειρα να γίνει ζωγράφος. Της αφηγείται της Άλκηστις πώς μια σχέση φτάνει στον έρωτα και την ευτυχία. «Όλα κάπως ξεκινούν.» της λέει. «Άλλοι ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, άλλοι θέλουν χρόνο για την «κρυστάλλωση του έρωτα», όπως γράφει ένας κλασικός. Είναι η στιγμή που πάντα θυμάσαι. Είναι σαν να έχεις πατήσει τη σκανδάλη και η σφαίρα έφυγε. Το ‘ξέρα από την αρχή πως θα την πάταγα μαζί του, το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή πως τον ερωτεύτηκα.
Ο Νικηφόρος ήταν για μένα ο κατάλληλος άνθρωπος, που μου έμαθε τη σημασία της ομαλής σεξουαλικής ζωής και μου ξύπνησε τη λίμπιντο που τελούσε υπό χειμερία νάρκη μέσα μου... Αυτός έβαλε το δικό του λιθαράκι στη σεξουαλική μου διαπαιδαγώγηση. Αυτός μου μίλησε για αυτά που φανταζόμουν, για αυτά που θα ήθελα να δοκιμάσω και ήθελα να ζήσω χωρίς να αισθάνομαι φόβο, ντροπή και άγχος για τις  τις σκέψεις και τις επιθυμίες, μου. Μαζί του ένιωθα άνετα να ζητήσω αυτό που πραγματικά ήθελα στο σεξ.
Ήμουν ακόμη παρθένα πρωτάρα, ολίγον άσχετη και πολύ αγχωμένη. Είδα από κοντά για πρώτη φορά το πέος άνδρα και γενικά ήμουν λίγο αμήχανη. Εκείνος όμως, ήξερε τι έκανε και το έκανε τόσο υπέροχα! Ήταν κάτι απρόσμενο για εμένα, αλλά ήταν εκεί εκείνος που αγαπούσα για να το συζητήσουμε.  Ξαδερφούλα αν εμπιστεύεσαι το πρόσωπο που έχεις δίπλα σου, σίγουρα θα το απολαύσεις, και η πρώτη μου φορά οφείλω να ομολογήσω ότι μου έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου και με εξιτάρει όταν την θυμάμαι.» Της είπε η Εριφύλη.
«Δηλαδή μου λες ότι ο Νικηφόρος ήταν ο πρώτος σου και μοναδικός άνδρας και αυτός που σε ξεπαρθένιασε;»
«Ναι! Πριν γνωριστούμε με το Νικηφόρο ήμουν αρκετά άβγαλτη, σε ότι αφορά τις σχέσεις με τους άντρες, με πολύ λίγες και περιορισμένες εμπειρίες. Στην ουσία πηδήχτηκα πρώτη φορά μαζί του, εκτός από ορισμένα προκαταρκτικά ανώδυνα ερωτικά φιλιά που είχα με προηγούμενο αγόρι μου. Ήμουν συνεσταλμένη και συντηρητική στο σεξ και οτιδήποτε έκανα ήταν προσεγμένο και ελεγχόμενο. Ενώ, αντίθετα ο Νικηφόρος ήταν πολύ πιο εξελιγμένος στο σεξ και προσπαθούσε να μ΄ εντάξει σε αυτό το κλίμα, χωρίς μεγάλη επιτυχία, πρέπει να πω τον πρώτο καιρό. To σμίξιμο μαζί του ήταν κάτι που με φόβιζε.
Αλλά ήταν κάποιες στιγμές που έπιανα τον εαυτό μου να ονειρεύεται μια τέτοια σχέση. Να ονειρεύεται πώς θα ήταν κουρνιάζοντας στην αγκαλιά του ευτυχισμένη, κάνοντάς με να νιώθω υπέροχα, σαν αυτό να ήταν το μόνο που είχε σημασία για μένα. Να γεύομαι τα καυτά τα φιλιά του και αυτό ένιωθα ήταν κάτι που άξιζε να το διακινδυνεύσω. Ο Νικηφόρος ήξερε βεβαία για τους εφηβικούς μου έρωτες μα αυτός ήταν ο πρώτος που άγγιξε με το πούτσο του το μουνάκι μου. Ο πρώτος που ένοιωσε τα καυτά μου υγρά. Ο πρώτος που ζωντάνεψε τη στενή μου τρυπούλα και την έκανε αυτό που έμελλε να γίνει. Ένα καυλιάρικο μουνί, πάντα καυτό, πάντα υγρό και φυσικά να είναι πάντα έτοιμο για δράση και πεινασμένο για ένα καλό γαμήσι. Ήταν ο πρώτος άντρας που με πήδηξε και λόγω της απεριόριστης πείρας του απεδείχθη καταπληκτικός δάσκαλος και εραστής. Ανέκαθεν αναρωτιόμουν τι τον τράβηξε σε μένα, διότι, περιέργως, από τη νύχτα που το κάναμε, δεν πήγε με άλλη. Θα μου πεις- και πολύ σωστά- ότι μόνο ο λόγος του δε φτάνει. Απλά, μου αφιέρωνε τόσο πολύ χρόνο, που ειλικρινά δεν βλέπω που θα χωρούσε μια άλλη. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι είχε πηδήξει πολλά θηλυκά. Τέλος πάντων, δήλωνε περιχαρής ότι είχε βρει σε μένα τον πιο γαμάτο συνδυασμό χαρακτηριστικών.
Έτσι ήταν η κατάσταση περίπου. Το μυαλό της γύρισε δέκα χρόνια πίσω, σε εκείνο το όμορφο βράδυ του Μαΐου! Τότε είχα γνωρίσει τον άντρα που έμελλε να γίνει σύζυγός μου. Ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος μου, αλλά ήταν τόσο γοητευτικός! Μου είχε κάνει από την αρχή καλή εντύπωση Και ναι! Μπορεί τον πρώτο καιρό να μην ανταποκρινόμουν, αλλά καταλάβαινα από τον τρόπο που με κοίταζε ότι του άρεσα, ότι με γούσταρε σαν θηλυκό. Οπότε γρήγορα πήρε την κατάστασή στα χέρια του. Ήταν κάμποσος καιρός και ήμουν θετική όταν μου δήλωσε ότι αποφάσισε να με ζητήσει από τους γονείς μου και να επισημοποιήσαμε την σχέση μας. Η μητέρα μου κυριολεκτικά ξετρελάθηκε μαζί του! Την μάγεψε ο έμπειρος, ψηλός, καλοφτιαγμένος και ευγενικός ναυτικός.! Αν δεν μ' έδινε σ΄αυτόν τον ονειρεμένο άντρα, τον γυναικοκατακτητή, σε ποιόν θα μ' έδινε; Έμενα τελικά μου κούρσεψε την ψυχή, τα όνειρα, το κορμί, την ζωή μου ολάκερη! Όλες τις ανάσες μου, από την πρώτη μέχρι την τελευταία! Ναι, τον είχα ερωτευτεί από το πρώτο κιόλας βράδυ.
... Ήταν η μάνα του, που μου έκανε πρόταση να πάω μαζί τους διακοπές σ' ένα παραθαλάσσιο σπίτι που τους το παραχώρησαν συγγενείς, για μερικές ήμερες στη θάλασσα του Κορινθιακού κόλπου. Οι γονείς μου δίστασαν λιγάκι αλλά μετά από λίγη συζήτηση που κάναμε δέχτηκαν την πρόταση της μάνας του. Το σπίτι στο πάνω-σήκωμα είχε μια ανεξάρτητη μικρή γκαρσονιέρα όπου την κατέλαβε ο Νικηφόρος. Αργά περασμένη η ώρα είχαμε μείνει στο σαλόνι εγώ ο Νικηφόρος και η μητέρα του.
«Πήγαινε εσύ απάνω στο δωμάτιό μου αναπαύσου με την ησυχία σου και εγώ θα ανέβω σε λίγο.» Μου λέει ο Νικηφόρος.
Ασυναίσθητα κοίταξα τη μάνα του πριν απαντήσω.
«Τι με κοιτάς εμένα; Δεν είσαι μωράκι να θες την άδεια μου…», μου είπε η μάνα του.
Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο. Ανέβηκα επάνω, τράβηξα τις κουρτίνες που κάλυπταν την μπαλκονόπορτα, την άνοιξα και βγήκα έξω στην τεράστια βεράντα. Μια βελούδινη ζέστη με τύλιξε. Στάθηκα ρεμβάζοντας τον νυχτερινό ουρανό, στα πόδια μου απλωνόταν ολόφωτη η πολιτεία της Κορίνθου αμφιθεατρικά απέναντί μας. Μυρωδιές και ήχοι όρμησαν πάνω μου. Από κάποιο διαμέρισμα ακουγόταν μουσική κιθάρας. Η θάλασσα εκτεινόταν σκοτεινή κι απέραντη πέρα από το σημείο όπου αγκάλιαζε την παραλία. Και αυτό που αισθανόμουν ήταν πως ήμασταν μόνοι μας και θα γίνει έκρηξη! Μια έκρηξη πάθους. Πώς σου φαίνεται με ρώτησε ο Νικηφόρος. Στάθηκε πίσω μου τυλίγοντας τα χέρια του γύρω μου και ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο μου. Το ρίγος έγινε πιο έντονο όταν ένιωσα το νευρώδες κορμί του στο δικό μου. Χωρίς να το καταλάβω, αμέσως μετά, δυο πολύ δυνατά, μυώδη και άγρια χείλια πέσαν πάνω στα δικά μου, το στόμα μου άνοιξε από απορία, το στόμα του άνοιξε από λαγνεία, τα δόντια του φάνηκαν, και σε κλάσματα του δευτερολέπτου, μου δάγκωσε όλα τα χείλια σαν να τα ρουφούσε μέσα στο στόμα του. Ταυτόχρονα, καθώς το κορμί του είχε πέσει πάνω στο δικό μου και το πίεζε, ένιωσα τα χέρια του να αγκαλιάζουν το σώμα μου από πίσω κι από τη μέση για να μη μ' αφήσει να πάω προς τα πίσω κι έτσι αποφύγω την πίεση του κορμιού του. 
«Είσαι πολύ όμορφο και λαμπερό κορίτσι!» Το χέρι του πήγε πάλι στον κώλο μου, και τον χάιδεψε τρυφερά ενόσω μου έλεγε αυτά, χαμογελώντας. Φαίνεται με επιθυμούσε πολύ έντονα, με άρπαξε με τα χέρια του πάλι από τη μέση, και με παρέσυρε προς το μέρος του και κάθετα προς το δικό του κορμί. Μου κόλλησε το κορμί μου πάνω στο δικό του, και με φίλησε δυνατά στο στόμα, σφίγγοντας με μέσα στα τρομερά μπράτσα του όπου έβραζε το αίμα και ο πόθος. Ένιωθα την σηκωμένη ψωλή του ντούρα να μου πιέζει τα πλευρά στα αριστερά μου. Κόντευα να λιγοθυμήσω από την καύλα, το ρίγος και την έλξη προς εκείνον, καταλάβαινα ήδη ότι ζούσα κάτι το πολύ διαφορετικό από όλες τις προηγούμενες ανώδυνες ερωτικές εμπειρίες μου που δεν είχαν τίποτα από την ένταση και το πάθος αυτής εδώ. Και, εννοείται, δεν είχα ποτέ μου γνωρίσει ένα τόσο δυνατό άντρα που μου είχε ήδη πάρει τον αέρα και με έκανε ό,τι γούσταρε.
Άρχισα να αναστενάζω βαθιά ενώ τα χέρια μου αυτομάτως τυλίχτηκαν γύρω από το σβέρκο του. Συνέχισα να αναστενάζω, βαθιά παραζαλισμένη, όταν τα χείλη μας χώρισαν, ενόσω εκείνος κατέβασε τα χέρια του ένα από τα μπρος μου και το άλλο από τα πίσω, ακουμπώντας έτσι τις τεντωμένες παλάμες του πάνω στον κώλο μου και στο μουνί μου. Αντιλήφθηκε αμέσως πόσο τρομερά καυλωμένη ήμουνα. Μου είπε: «Μωρό μου θα σε βάλω στην καρδιά μου. Θέλω να στα πάρω όλα και να στα δώσω όλα!»
«Κάνε με ό,τι θες, σε λατρεύω, άντρα μου, δεν έχω ξαναδεί άντρα σαν και σένα! Είσαι μοναδικός!  Με γύρισε και μ' έσπρωξε λίγο πιο πίσω προς τον τοίχο για να 'χει αντίσταση. Το γυμνασμένο του κορμί είχε αγριέψει ολόκληρο, καθώς τυλιγόταν πάνω μου από παντού, και ενόσω τον χάιδευα, αισθανόμουν τα ποντίκια του να σαλεύουν από δω κι από κει. Το κορμί του είχε πέσει πάνω μου και σφιγγόταν για να με υποτάξει, ενώ από παντού οι προεξοχές του κορμιού του θέλανε να με παραβιάσουν. 
Του είχα τελείως παραδοθεί, ενόσω χάιδευα τους ώμους του, τις πλάτες του, τα μπράτσα του, το σβέρκο και το κεφάλι του και τον φιλούσα ανάλογα με το αν οι κινήσεις του μου άφηναν περιθώρια να κινηθώ, και μέχρις εκεί που μου επέτρεπε η σφιχτή αγκαλιά του.  Όλη η προηγούμενη ερωτική μου ζωή είχε σβηστεί μέσα σε πέντε λεπτά φιλιών που είχαμε ανταλλάξει όρθιοι με τον φλογερό, παθιασμένο και καυλερό Νικηφόρο.  Σύντομα καταλάβαμε ότι τα ρούχα μας ήταν εντελώς περιττά και ότι θα τη βρίσκαμε καλύτερα στο κρεβάτι παρά όρθιοι.
«Μα θα χάσουμε αυτήν την υπέροχη θέα του έναστρου ουρανού που έχει πολύ ενδιαφέρον» του είπα σεμνότυφα, πειράζοντας τον. 
«Δεν είναι ούτε στο μισό τόσο ενδιαφέρον όσο αυτό που πρόκειται να σου συμβεί.» και με έσφιξε στην αγκαλιά του με μια δύναμη που μου έκοψε την ανάσα. 
Ήταν πια πολύ αργά για να του αντισταθώ το μυαλό του αδυνατούσε να συλλάβει ό,τι συνέβαινε. Δεν περίμενα τόσο έντονη να είναι η χημεία μας. Η αναπνοή του ακουγόταν βαριά καθώς με αγκάλιαζε με δύναμη. Παρέμενα παγωμένη, σιωπηλή, και παραδίνομαι βορά στα χέρια του. Κάθε άγγιγμα του με κάνει να νιώθω ξεχωριστή…
Τα μάτια μου έκλεισαν. «Σε ήθελα από την πρώτη στιγμή». μου λέει. Το στόμα του χάιδεψε τώρα το δικό μου γλυκά, απλά, σαν ανοιξιάτικη βροχή. Τα χέρια του κατέβασαν αργά τα ρούχα μου, και τα χείλη του βιάστηκαν να χαράξουν ένα πύρινο μονοπάτι. «Η επιδερμίδα σου μοιάζει με χρυσάφι», μου ψιθύρισε και έσυρε το δάχτυλό του στα στήθη μου. Ο τόνος του άλλαξε. όταν με κοίταξε στα μάτια μέχρι που η φλόγα φούντωσε μέσα μου. «Θέλω να κάνω έρωτα με ολόκληρο το είναι σου». Δεν αντιστάθηκα. Ποτέ δεν με είχε αγγίξει κάποιος με τέτοιο δέος, ποτέ δεν με είχε κοιτάξει κάποιος με τέτοια ανάγκη. Και όταν με έσπρωξε πίσω, με ξάπλωσε γυμνή στο κρεβάτι και περίμενε. 
«Πανέμορφη», μουρμούρισε ο Νικηφόρος. «Το κορμί σου θυμίζει ένα συνδυασμό μέλι με γάλα.» 
Και τα μάτια μου ήταν σκοτεινά -σκοτεινά και ανοιχτά και αβέβαια. 
«Θέλω να με εμπιστευτείς». Άρχισε την αργή εξερεύνηση του από τους αστραγάλους μου. «Θέλω να σε κοιτάζω και να ξέρω ότι δε με φοβάσαι». 
«Δε σε φοβάμαι». 
«Να το ξέρεις μωρό μου, εγώ θα είμαι δίπλα σου για τα πάντα.Δεν υπάρχει περίπτωση να μην σε ακούσω, να μην ενδιαφερθώ για σένα. Πάντα θα υπάρχει μια ζεστή αγκαλίτσα για σένα που θα ηρεμεί το γλυκό προσωπάκι σου. Τίποτα δεν μπορεί να σε πειράξει όσο έχεις εμένα δίπλα σου. Η ευτυχία σου είναι ο παράδεισος μου…» Η γλώσσα του ταξίδεψε στην επιδερμίδα μου, έπαιξε στην κλείδωση πίσω από το γόνατό μου, προκαλώντας μου κάτι σαν ηλεκτρική εκκένωση. 
«Νικηφόρε», ψέλλισα ξέπνοη. Η ανάσα μου γινόταν όλο και πιο βαριά. Δεν είχα πλέον τον έλεγχο.
Και η συνειδητοποίηση ότι τον είχα αφήσει να μου τον πάρει έκανε το κεφάλι μου να γυρίζει. Με τρόμαζε ναι ταυτόχρονα με άναβε.
«Χαλάρωσε», με προέτρεψε εκείνος και έσυρε ανάλαφρα το χέρι του στο μηρό μου. 
«Είμαι εδώ και σε νοιάζομαι. Ξάπλωσε πίσω, και άφησε με να σου δείξω πόσο πολλά μπορείς να ζήσεις». Εγώ υπάκουσα, απλά και μόνο επειδή δεν είχα τη δύναμη να αντισταθώ, ενώ αυτός συνέχιζε να μου ψιθυρίζει, να με χαϊδεύει, να με γεύεται. Εγώ είχα αποχαυνωθεί τόσο που δεν μπορούσα να του προσφέρω και εγώ κάτι σε αντάλλαγμα. Αλλά ο Νικηφόρος αυτό ήθελε ακριβώς. Ήθελε να με κάνει δική του σαν να μην με είχε αγγίξει ποτέ κανείς. Αργά, μεθοδικά, με πολλή υπομονή, με αποπλανούσε, χαρίζοντας μου μια απίστευτη ηδονή. Η σάρκα μου λες και τραγουδούσε όσο τα χείλη του χάιδευαν το κορμί μου. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι ο έρωτας θα μπορούσε να είναι έτσι -τόσο μεθυστικός, τόσο σκοτεινός. Οι συγκινήσεις με κατέκλυζαν συγκεχυμένες, αόριστες, η μία διαδεχόταν την άλλη σαν σε όνειρο. Πόσο θα μπορούσε να κρατήσει αυτό; Δε σκεφτόταν τίποτε άλλο πέρα από την επιθυμία του να με ευχαριστήσει. Η γλώσσα του βυθίστηκε στο καυτό κέντρο της ύπαρξής μου και ένιωσα να κάνει τόξο το κορμί μου όταν τα χέρια του γράπωσαν τα δικά μου.  Ήταν η ώρα που ο Έρωτας μας έστησε χορό και η νύχτα μα βρήκε στις πιο καλές και πιο γλυκιές μας ώρες.
Σταμάτησα να αρμενίζω και άρχισα να καίγομαι. Ο Νικηφόρος συνέχισε το ρυθμικό παιχνίδισμα της γλώσσας του, υπομονετικά, αλλά και αδυσώπητα, μέχρι που ένιωσε τον εκρηκτικό οργασμό μου. Δεν είχα ιδέα ότι το πάθος μπορεί να σε ταξιδέψει τόσο, ότι το κορμί είναι δυνατόν να αντέξει τέτοια θύελλα συναισθημάτων. Οι τραχιές παλάμες του μου αποκάλυπταν μυστικά που δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να φανταστώ. Τα χείλη του, μου αποκάλυπταν μυστήρια, μου ψέλλιζαν απαντήσεις. Τα χάδια του ήταν άλλοτε τρυφερά, άλλοτε άγρια και είχα αφεθεί έρμαιο στα χέρια του, να του επιτρέψω τα πάντα, ελπίζοντας ότι εκείνος θα μου χάριζε και άλλες συγκινήσεις.
Τώρα ήταν καιρός να βουτήξω στα βαθιά. Πρόθυμη, ανυπόμονη, αφέθηκα στα χέρια του. Ο Νικηφόρος ένιωσε την εμπιστοσύνη μου και αυτό τον συγκίνησε βαθιά. Ήταν ένα συναίσθημα δυνατό, σύνθετο, μοιραίο, που μας συγκλόνισε. Μου ανήκε ολοκληρωτικά, όπως ήθελε να του ανήκω και εγώ.
«Μωρό μου το καλύτερο εργοστάσιο η φύση το έχει φτιάξει στη σπηλιά της γυναίκας. Μέχρι λεπτομέρειας. Δεν χρειάζεται παρά μια απλή πίεση, την καυτή στιγμή της επαφής και το πέος, σκέτο μαγιόξυλο θα γλιστρήσει μέσα σου. Κανένας πόνος! Εννοώ ότι θα είναι ελάχιστος πόνος και τσιμπητός, όχι δυνατός, όχι επώδυνος, κι εάν τελικά προκύψει! Να ξέρεις υπάρχουν γυναίκες που ούτε καν κατάλαβαν τη «διάρρηξη». Με καθησυχάζει.
Οι συγκινήσεις που με κατέκλυζαν συγκεχυμένες, αόριστες, η μία διαδεχόταν την άλλη σαν σε όνειρο. Πόσο θα μπορούσε να κρατήσει αυτό; 
Με κατέκτησε αργά-αργά, προσφέροντάς μου μια απύθμενη ηδονή. Όταν εκείνος με τράβηξε πάνω του, το κορμί μου σηκώθηκε σαν κύμα να σμίξει με το δικό του. Τα χείλη μου αιχμαλώτισαν τα χείλη του, τα μαλλιά μου έπεσαν σαν βροχή πίσω στην πλάτη μου, ενώ ένιωθα την καρδιά του να βροντοχτυπά πάνω στο στήθος μου. Ενωμένοι πάντα, ο ρυθμός μας επιταχύνθηκε. Η απόγνωση μεγάλωσε. Ήμασταν δηλαδή μια στιγμή πριν γίνουμε ένα, πριν με κάνει να νιώσω εντελώς τον ανδρισμό του, να ισοπεδώνει το κορμί μου, και πριν η ψωλή του μπει στη θέση που διακαώς επιθυμούσε, δηλαδή όσο πιο βαθιά μέσα μου. Αλλά αυτή η στιγμή κράτησε ένα αιώνα γιατί η πείρα του Νικηφόρου γνώριζε ότι δεν είναι το ξαφνικό που φέρνει τη μεγάλη αλλαγή αλλά το διαρκές. Και για να με ξεπαρθενιάσει και να με κάνει αμετάκλητα δική του, διαθέταμε πολλές ώρες και βεβαίως ολόκληρη τη νύχτα. Όπως ήμασταν έτσι αγκαλιασμένοι, δεμένοι και σχεδόν ενωμένοι σαν αντρόγυνο πλέον, ο Νικηφόρος μου είπε:  «Δε θέλω να νομίσεις ότι σε είδα σα τρύπα για να χύσω και να σε παρατήσω. Θέλω να δεθούμε για πάντα, για όλη μας τη ζωή, και θέλω να μου παραδοθείς για να σε κάνω να νοιώσει το ίδιο σου το σώμα, να μου λέει τώρα, και να μου φωνάζει ότι με γουστάρει γι' άντρα σου. «Το ξέρω.  Δίπλα σου όταν είμαι, όταν σε ακουμπώ, νοιώθω ότι δεν μπορώ να σου πω όχι σε τίποτα!» του λέω. Τον άκουσα να προφέρει το όνομά μου και ύστερα οι πόρτες του φράγματος έσπασαν και με παρέσυραν τα ορμητικά νερά.
Ένιωθα τώρα μια ζέστη και ένα μούδιασμα να πλημμυρίζει τη λεκάνη μου, η τρυπούλα του κώλου παλλόταν καθώς κινιόταν και τα υγρά μου άρχισαν να πλημμυρίζουν τον κόλπο μου. Ένιωθα να φουντώνω ολόκληρη, ν’ ανατριχιάζω όχι από φόβο και πόνο αυτή τη φορά, αλλά από καύλα. Είχα γείρει το κεφάλι μου προς τα πίσω έχοντας μισόκλειστα τα μάτια μου, το στόμα μου μισάνοιχτο και την γλώσσα μου την περνούσα πάνω απ’ τα χείλη μου ενώ βογκούσα σιγανά από ηδονή! Φτιάξαμε μια τέλεια χημική ένωση στην οποία εκείνος ήταν το όξινο και εγώ το αλκαλικό στοιχείο. Ήταν η απόλυτη έλξη.  Ανάμεσα στους αναστεναγμούς, τις ανατριχίλες, τους συριγμούς, και τα φιλιά μας ακούγονταν που και που κάποια περιγραφικά λόγια του πως φλεγόταν από την καύλα να κουρσέψει το κορμί μου και πόσο εγώ ήμουν πρόθυμη να του τα δώσω όλα. 
Την επόμενη ώρα  βρέθηκα στην αγκαλιά του, βυθισμένη στην απόλυτη ηδονή των δύο απανωτών οργασμών που μου χάρισε. Αίσθηση πρωτόγνωρη και μοναδική για εμένα, που δεν ήξερα καν μέχρι τότε ότι υπήρχε οργασμός. Με πήρε αγκαλιά και με κράταγε σφιχτά. «Καληνύχτα, μέλλουσα γυναίκα μου» μου ψιθύρισε και φιληθήκαμε παθιασμένα. 'Ήμουν ακόμη καυλωμένη. Έβαλα το χέρι μου στο καυλί του και αμέσως το ένιωσα να σηκώνεται. Χωρίς να πω κουβέντα, τον καβάλησα και, στηρίζοντας τα χέρια μου στο στήθος του, έγειρα το κορμί μου πίσω. Εκείνος έπλεξε τα χέρια κάτω από το κεφάλι του και έμεινε να με κοιτάζει πεινασμένα, αλλά χωρίς να βγάζει κουβέντα. 'Έφτασα σε οργασμό πάλι. Και τον άφησα να χύσει μέσα μου. 'Έπειτα κύλησα στη δική μου πλευρά του κρεβατιού. «Έτσι θα λέμε καληνύχτα από εδώ και πέρα» του δήλωσα. 
Από εκείνο το βράδυ έγινα η γυναίκα του Νικηφόρου μου. Ήταν φυσικό οι δικοί μου να το καταλάβουν αλλά δεν μας είπαν ούτε μια λέξη. 
Αυτή ήταν η πρώτη μας βραδιά, που στο ξεκίνημα της πάντα τη θυμάμαι πως εγώ, ήμουν κάπου μεταξύ του να ανοίξει η γη να με καταπιεί και του εβδόμου ουρανού.
«Καλημέρα αγάπη μου.» Ήταν οι πρώτες λέξεις που άκουσα. Ανοίγοντας τα βλέφαρα θαμπώθηκα στο πρωινό φως, έκλεισα τα μάτια τα έτριψα και τα ξανάνοιξα να δω τον κόσμο έγχρωμο. Το χάδι του στο μάγουλο μου και το πρωινό χαμόγελο του που αντίκρισα ήταν ό,τι ομορφότερο μου είχε συμβεί ποτέ. Καθόταν απαλά στο πλάι του κρεβατιού και με κοίταζε με λαχτάρα. Με τράβηξε πάνω του να αισθανθώ τη δροσιά του κορμιού του και ζαλίστηκα από ευτυχία. Χάιδεψε απαλά τα πλούσια μαλλιά μου και έστρωσε με σάλιο τη λεπτή γραμμή των φρυδιών μου. Με φίλησε βαθιά στο στόμα κι έπειτα με κοίταξε ίσια στα μάτια. «Είσαι ότι πιο όμορφο μου έχει συμβεί.» μου ψιθύρισε σιγανά. 
«Το ίδιο ακριβώς μπορώ να πω κι εγώ για σένα,» του ψέλλισα φιλώντας του παιγνιδιάρικα τη μύτη. 
«Ποιος νά 'ναι άραγε ο μυστηριώδης Αι-Βασίλης που φέρνει τέτοια δώρα, να τον ευχαριστήσουμε;»
«Σ' αγαπώ,», του ψιθύρισα με σπασμένη φωνή, ενώ ριγούσα στα χάδια του.
«Θέλω να σε παντρευτώ», μου αντέτεινε εντελώς αυθόρμητα εκείνος και ξεσπάσαμε σε μια αγκαλιά γεμάτη λαχτάρα και τα χείλη μου αναζήτησαν διψασμένα τα δικά του. ..
........Η Εριφύλη κάθεται σε ιδανική θέση που της επιτρέπει να παρακολουθεί απρόσκοπτα την είσοδο της ταβέρνας και έτσι αντικρίζει τους θαμώνες της ταβέρνας και τις παρέες που καταφθάνουν.
Σε κάποια στιγμή, σκουντάει την Άλκηστις στον ώμο και της λέει συνωμοτικά να γυρίσει και να προσέξει να δει..
«Ρε Άλκηστις αυτή η κυρία που ήρθε τώρα στο μαγαζί δεν είναι η Φαίδρα που έχει το εξοχικό εκεί στη μεγάλη στροφή του δρόμου; Από την Αθήνα είναι δεν είναι; Και ο άνδρας της είναι ναυτικός;»
«Ναι ρε ξαδέρφη αυτή είναι! Αλλά πως και ήρθε τόσο αργά στην ταβέρνα; Μονάχη της είναι; Συνοδεύεται;».
«Γιατί έχει ξεμπαρκάρει ο άνδρας της; Έχω ακούσει ότι ταξιδεύει αυτό τον καιρό.»
«Όχι δεν έχει ξεμπαρκάρει ταξιδεύει! Γνωρίζω ότι έχουν ανοικτά γραμμάτια και υποχρεώσεις για να τελειώσουν μια οικοδομή που κτίζουν για την κόρη τους και ταξιδεύει πολύ καιρό τώρα, άλλα η λεγάμενη έμαθα ότι φιλοξενεί το Σαββατοκύριακο στο εξοχικό τους σπίτι ένα καθηγητή που τον γνώριζε απ' την εποχή που πήγαινε η κόρη της στο γυμνάσιο και ο τύπος είναι περαστικός από τα μέρη μας ετούτες τις ήμερες πηγαίνοντας για Θεσσαλονίκη.»
«Ε και που βρίσκεις κάτι κακό και το λες έτσι πονηρά; Αν δεν με γελούν τα μάτια μου συνοδεύεται, είναι και ένα ζευγάρι μαζί της.»
«Όχι, δεν σε γελούν τα μάτια σου, καλά βλέπεις! Είναι ο γλίτσας και μια κοινή τους φίλη, περαστική και αυτή. Η φίλη είναι μαζί τους και την χρησιμοποιούν μάλλον για «ξεκάρφωμα».
 «Ώστε έτσι! Για ξεκάρφωμα ε;. Ρε το Ζουζούνι. Και πού τα ξέρεις εσύ κοπέλα μου όλα αυτά;»
«Αγάπη μου δεν το ξέρεις ότι όλα μαθαίνονται και τίποτα δε μένει κρυφό. Και τον λεγάμενο τον έχει γνωρίσει και ο Νικηφόρος.»
«Που, πως, πότε;.»
«Να προχθές που ήμασταν στην αμμουδιά όλοι μια παρέα από τα γειτονικά σπίτια ήταν και αυτός εκεί και μας τον σύστησε η Φαίδρα. Δεν έχασε χρόνο ο γλίτσας με την πρώτη ευκαιρία μου την έπεσε φανερά, ξεδιάντροπα και πρόστυχα.»
«Και τι έγινε έσπασε τα μούτρα του;»
Το πήρε είδηση ο Νικηφόρος και μου λέει κοφτά και χωρίς περιστροφές. «Μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις τι στο διάολο κάνεις με τον λιμοκοντόρο;»
«Εγώ διάλεξα μια ήσυχη στιγμή, ήμουν ήρεμη, ψύχραιμη και του εξήγησα με απλά λόγια τι έχει συμβεί.»
«Εντάξει, αλλά ο τύπος το παρακάνει απροκάλυπτα και εντελώς ξεδιάντροπα...»  πρόσθεσε ο Νικηφόρος αυστηρά και συνέχισε χωρίς να υψώσει τον τόνο της φωνής του, αλλά εμφατικά, με ιδιαίτερη ένταση, θέλοντας να δείξει ότι δεν σήκωνε αντίρρηση.. «Πες σ’ αυτόν το λιμοκοντόρο ότι εάν σε ενοχλήσει ξανά θα του τρίψω την μούρη στο βράχο και αυτός ο βράχος που τον κτυπάει το κύμα, η επιφάνεια του είναι σκέτη ξυράφια.» Η απειλή ήταν έκδηλη στον τόνο της φωνής του. 
«Κέρβερος! άγρυπνος αλλά και αυστηρός φρουρός σου, δηλαδή ο Νικηφόρος; » Τη ρωτάει η Εριφύλη και για να την πικάρει της λέει. « Η στάθηκε σαν κέρβερος από πάνω σου και δεν μπορούσες να φλερτάρεις με τον λιμοκοντόρο.»
«Ρε ξαδέλφη θα στη πω την αμαρτία που με βαραίνει.»
«Να ομολογήσεις βρε Ζουζούνι! Τα κρίματά σου όλα... αλλά παπά που θα βρούμε τέτοια ώρα;!»
«Καλά, περίμενε να πάμε μαζί να ξομολογηθούμε στον παπά να δούμε ποια από τους δυο θα κάνει περισσότερες μετάνοιες! χαχα! Λοιπόν τι έλεγα; Ααα ναι; Τον Νικηφόρο τον κοιτούσα απευθείας στα μελιά του μάτια, τι όμορφος άνδρας, ακόμα και θυμωμένος ήταν αρρενωπός και ήθελα απλά να φιλήσω τα χείλη του. Να τον έβλεπες εκείνη την ώρα, σαν άγρια φουρτουνιασμένη θάλασσα ήταν. Δεν το πίστευα ότι θα δω το Νικηφόρο να γίνει τόσο  αγριεμένος.»
«Ναι η αλήθεια είναι πως σπάνια θυμώνει αλλά αν του πειράξεις αγαπημένο πρόσωπο, καλύτερα να 'σαι σε απόσταση ασφαλείας. Στην εφηβεία του υπήρξε ερασιτέχνης αθλητής του μποξ και πολύ ταλαντούχος μάλιστα από ότι μου έλεγε η μητέρα του που αντιδρούσε έντονα με αυτό το ενδιαφέρον του.»
«Σοβαρά; Είχα την εντύπωσή ότι δεν τα συμπαθεί ιδιαίτερα αυτά τα πολεμικά αθλήματα.»
«Απ' ότι μου έχει εκμυστηρευτεί την εποχή που φοιτούσε στο γυμνάσιο γνώρισε κάποιον καλλιεργημένο εργοδότη της μητέρας του που τον συμπάθησε ο ένας τον άλλο και ήταν αυτός ο εργοδότης που τον μύησε στα μυστικά του σκακιού και στο γαλλικό μπιλιάρδο. 
Έκτοτε με τη προτροπή του ο Νικηφόρος έπαψε να ασχολείται με το μποξ. Μάλιστα τόσο πολύ τον επηρέασε ο εργοδότης που το μποξ άρχισε να το θεωρεί βάρβαρο άθλημα.»
«Αμ έτσι έτσι εξηγούνται όλα! Γιατί αν και είναι πολύ καλά γυμνασμένος ο Νικηφόρος, συνήθως ασχολείται με τα βιβλία και την κηπουρική, από όσο τον γνωρίζω.
Αλλά δεν το βρίσκεις λίγο περίεργο να του αλλάξει του μικρού τότε Νικηφόρου τα προσωπικά του ενδιαφέροντα ο πρώην εργοδότης της μητέρας του. Μάλιστα μπιλιάρδο και σκάκι. Γι' αυτό η βιβλιοθήκη του έχει τόσα βιβλία σκακιού.»
«Και εσύ κορίτσι μου που το βρίσκεις το περίεργο και παραξενεύτηκες;»
«Να ο εργοδότης για να είχε τόση μεγάλη οικειότητα με το μικρο γιο της ώστε να του αλλάξει τελείως προσανατολισμούς στα ενδιαφέροντα του εικάζω να του το ζήτησε η μητέρα του Νικηφόρου. Να του ζήτησε την βοήθεια του..»
«Ε και; Μήπως γίνεσαι περίεργη, να μην πω αδιάκριτη.»
«Λίγο.»
«Λίγο; Μήπως πολύ;»
«Έλα, πες μου, τι σκέφτεσαι δεν θα το πω πουθενά!.»
«Εσύ; Ξαδερφούλα, σε ξέρω χρόνια!..»
«Μα τω Θεώ! Στο γάμο σου, στον Νικηφόρο σου.»
«Τίποτα πιο σημαντικό;  Κορίτσι μου με μπερδεύεις, Τι είναι αυτό που θέλεις να μάθεις;.»
Η Άλκηστις χαμογέλασε πονηρά και ρώτησε με δήθεν αθώο ύφος:
«Αγαπητή μου ξαδερφούλα. Υποθέτω θα έμαθες ότι αυτός ο εργοδότης ήταν ένας ωραίος άνδρας που ο Θεός τον είχε προικίσει με φως και με μια μεγάλη καρδιά που χωρούσε κάθε πρόβλημα, για κάθε ανάγκη και η αγκαλιά του ήταν πάντα ανοιχτή για τη μητέρα του Νικηφόρου γι αυτό δεν αρνήθηκε να προσφερθεί εθελοντικά να συνδράμει ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της για βοήθεια! Η μητέρα του Νικηφόρου απ’ όσο γνωρίζω στα νιάτα της ήταν γυναικάρα, πρέπει να έτριζαν τα πεζοδρομία όταν στολιζόταν. Εσύ δεν μου έχεις πει ότι συνήθως έρχονται στη ζωή και αυτές οι στιγμές που οι βοήθειες ανταποδίδονται. Λογικό δεν είναι η μητέρα του να ένιωσε την ανάγκη να του ανταποδώσει την βοήθεια και την στήριξη με την οποία τους περιέβαλε ο εργοδότης της.»
«Όπα! Να που η μικρή μου ξαδερφούλα φτιάχνει σενάρια το μυαλουδάκι της το πρόστυχο. Μην σ’ ακούσει ο Νικηφόρος να κουτσομπολεύεις την μανά του… γιατί ούτε ψύλλος στον κόρφο σου κακομοίρα μου… Η ηρεμία του δεν σημαίνει πως είναι μαλθακός! Όχι, καθόλου. Στοργικός; Τρυφερός; Ναι:  Αλίμονο αν τον ζορίσεις πολύ, μπορεί να γίνει ένας Οργισμένος Άντρας και τότε θα καταλάβεις τι σημαίνει φουρτουνιασμένη θάλασσα.»
«Δεν μου απάντησες!. Ήταν αλήθεια νέος και ωραίος άνδρας ο εργοδότης;»
«Όντως από όσα έχω μάθει πρέπει να ήταν εντυπωσιακός άνδρας. Ένας ψηλός καστανόξανθος Ελληνοκαναδός. Να δεις πως τον έλεγε ο Νικηφόρος. Λέανδρο, και το παράξενο πρέπει να του είχε μεγάλη αδυναμία.»
«Και ο Λέανδρος πρέπει να ‘χε ιδιαίτερη αδυναμία στην… Πως την φωνάζει χαϊδευτικά τη μανά του ο Νικηφόρος;»
«Την Ηρώ;.....  Λουλούδι του.»
«Λουλούδι του; Κάτι μου θυμίζει αυτό τ’ όνομα. Τέλος πάντων τι ακριβώς υπηρεσίες πρόσφερε στον όμορφο εργοδότη της το ....Λουλούδι του;...»
«Ήταν ψήλος, γεροδεμένος, με στυλ ομορφάντρας και εργένης, στην ηλικία της πεθεράς μου. Λίγο μετά τα τριάντα τους. Είχε ένα πολύ μεγάλο κτήμα μ' ένα τεράστιο σπίτι λίγα χιλιόμετρα εκτός πόλης όπου την πήγαινε μερικές ημέρες το μήνα και του το συγύριζε η πεθερά μου. Πολλές φορές του πρόσεχε και τις καλλιέργειες. Γενικά με τον καιρό η Ηρώ ήταν ο άνθρωπος της εμπιστοσύνης του.»
«Ξαδέρφη! Μεταξύ μας!  θα ήθελα να σε ρωτήσω να μου πεις εσύ, πιστεύεις ότι το σπίτι του συγύριζε και του πρόσεχε και τις καλλιέργειες μόνο; Το .... Λουλούδι του;..»
«Εγώ τι να πω ότι πιστεύω!  Θέλω να  μου πεις εσύ που έχεις πρόστυχο μυαλουδάκι τι άλλες υπηρεσίες προσέφερε στον εργοδότη της;»
«Ομορφάντρας και με καλοφτιαγμένη όψη πάνω απ' όλα ήταν, έμπειρος άνδρας, καλός καλλιεργητής που μύριζε περισσότερο αγρό παρά μπουντουάρ και σαλόνια, γενναιόδωρα προικισμένος στα ερωτικά του όργανα ήταν, κάτι που αρέσει στις παντρεμένες κυρίες όταν κερατώνουν τον άνδρα τους καθώς είναι εκείνα που δημιουργούν την ηδονική αίσθηση τριβής στα τοιχώματα του κόλπου τους όταν τον επισκέπτονται πειρατικά «ιστιοφόρα» με γεμάτα αέρα στα πανιά τους, χωρίς να αναρωτιούνται εάν είναι ακόμη μέσα στη μαγική σπηλιά τους.  Εε εσύ τι λες, να μη βρισκόταν στο ραντάρ του και να μη την είχε βάλει στο μάτι, την Ηρώ που ήταν μια μουνάρα πειρασμός, με κάτι βυζάρες που όταν καύλωναν ήταν σαν τις ρώγες του μαύρου σταφυλιού και ασκούσε επάνω του μια ακαταμάχητη έλξη και του προκαλούσε αξεπέραστες καύλες. Σίγουρα είχε ξελογιαστεί μαζί της, τη φλέρταρε και την πολιορκούσε καιρό, και είχε βαλθεί να την κατακτήσει ξεκινώντας με κάτι αθώα υπονοούμενα, του τύπου: Πω πω! Τι ομορφιά είναι αυτή!  Μωρό μου με έχεις ξετρελάνει από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Ακόμη και άγιο βάζεις σε πειρασμό ακόμη και τον πιο ενάρετο άνθρωπο! και σίγουρα της προσφέρθηκε να της προσφέρει και αυτός με τη σειρά του την απαιτούμενη περιποίηση στο μουνάκι της όταν αυτό χρειαζόταν πότισμα, βοτάνισμα, να παραμένει δροσερό υγιές και ενεργό και τ’ ανθισμένα πέταλα του να ανοίξουν. Βέβαια στην αρχή θα της ήρθε δύσκολα, θα ξεροκατάπιε η δικιά σου και θα έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Είχε αγωνία μα φοβόταν κιόλας, αλλά ταυτόχρονα την κολάκευε που ένας πετυχημένος άνδρας σαν κι αυτόν ενδιαφερόταν για εκείνη. Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν, κάτι πάνω του την τρόμαξε από την πρώτη στιγμή. Επικίνδυνα όμορφος. Επικίνδυνα σίγουρος για τον εαυτό του. Επικίνδυνα υπέροχος. Κι εκείνο το βλέμμα του, σαν να την ξεγύμνωνε με τα μάτια. Σαν να ήταν βέβαιος ότι αυτή δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί για καιρό. Όσο της άρεσε σαν άνδρας, άλλο τόσο τον φοβόταν.
Ο άντρας έμπειρος καθώς ήταν, γνώριζε ότι η αποπλάνηση μιας παντρεμένης γυναίκας που σου αρέσει, κατά γενικό κανόνα δεν είναι κάτι απλό αλλά είναι τέχνη που χρειάζεται χρόνο, και είχε κατά νου ότι μια παντρεμένη γυναίκα για να την αποπλανήσεις πρέπει να της προσφέρεις κάτι καλύτερο από αυτό που έχει κάθε μέρα και απ' αυτό που βρίσκει κάθε βράδυ όταν ξαπλώνει στο κρεβάτι της. Τις περισσότερες φορές οι παντρεμένες γυναίκες προσελκύονται σε κάτι που βελτιώνει κατά κάποιο τρόπο αυτό που έχουν ήδη και εσύ την κάνεις να νιώσει όμορφη, πολύτιμη και μοναδική.. Με λεπτό και μεταμφιεσμένο τρόπο λοιπόν της έδειξε ότι νοιάζεται για εκείνη αρκετά και άρχισε να αναζητά τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του εγχειρήματος του και κυρίως να γνωρίσει τα τρωτά σημεία του γάμου της, σε σημείο που να κάμψει ενδεχόμενες αντιρρήσεις της. Ήταν υπομονετικός και πρόθυμος να αφήσει τα πράγματα να πάρουν το χρόνο τους και να φτιαχτούν από μόνα τους, δεν τη πιέζει να το πάει παραπέρα από αυτό που θέλει. Η αναμονή του θα αξίζει για να αποκτήσει αυτό που θέλει! δεν βιαζόταν να εκμεταλλευτεί τα όποια αδύνατα σημεία της και να προχωρήσει πρόωρα στην επίθεση.
Όταν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια καλή σχέση εμπιστοσύνης και μάλιστα όχι  μονόπλευρης, αλλά  αμοιβαία εμπιστοσύνη που είχε να κάνει με το ποιος είναι σαν άνθρωπος ο καθένας τους και για το τι κάνουν στην καθημερινότητά τους ο Λέανδρος διαπίστωσε ότι η Ηρώ ασφυκτιά στη μίζερη πραγματικότητα στην οποία ζει, με τους όποιους ασφυκτικούς ηθικούς περιορισμούς που έχει σαν γυναίκα και κυρίως στη σεξουαλική παράμετρο της ζωής, που την επηρεάζουν αρνητικά στη σεξουαλική ζωή της και ταυτόχρονα αποτελεί αρνητικό καταλύτη στο να προβάλλει την έντονη προσωπικότητας της.  Αυτή η έντονη προσωπικότητα της σκέφτεται ο Λέανδρος ότι είναι το κουμπί εκκίνησης που όταν το πατήσει θα εκκινήσει την ερωτική τους σχέση. Τι είναι αυτό που χρειάζεται από τη σχέση τους; Τι είναι αυτό που επιθυμεί και δεν της το προσφέρει ο σύντροφός της; Αυτά είναι τα θέματα που πρέπει να κουβεντιάσει μαζί της και να τα βρουν κάπου στη μέση, εκεί που υπάρχει η χρυσή τομή, η ισορροπία που θα την κάνει  να νιώσει ότι αυτά που δίνει εξισορροπούν με αυτά που παίρνει. Το κλειδί βρίσκεται στα κοινά τους ενδιαφέροντα και όταν και σε βάθος χρόνου η Ηρώ  ήρθε σ’ επαφή με τους πρώτους πειρασμούς, τότε άρχισε να ενστερνίζεται την ιδέα πως δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου για ένα ερωτικό παραστράτημα με τον εργοδότη της! Έπειτα, ήταν όμορφη, καστανή, με γκρίζο-μελιά μάτια κι υπέροχο στόμα, παρ’ όλη τη θλίψη του κάθε φορά που ‘παιρνε μιαν απογοήτευση από το γάμο της, κάτι βέβαια που ‘ναι ψωμοτύρι σ’ όλους τους γάμους, δάγκανε τα χείλια της. Ο καθένας τιμωρεί τον εαυτό του όπως μπορεί…Το ερωτικό κλίμα είχε καλλιεργηθεί και ήταν πλέον κατάλληλο για να τη κατακτήσει. Ο Λέανδρος ήταν πολύ αισιόδοξος ότι πολύ σύντομα δεν θα του έφερνε καμία ερωτική αντίσταση και όχι μόνο θα τη γαμούσε αλλά θα ήταν η ίδια η γυναίκα που θα τον παρακαλούσε να την ικανοποιήσει και να της σβήσει τη κάψα στα πρησμένα πορφυρά της μουνόχειλα και να καρφώσει το πούτσο του βαθιά μέσα στο μουσκεμένο μουνί της. 
«Κάνω μωράκι μου υπομονή γιατί μου έχεις κάνει τέτοια μάγια, που  από την πρώτη στιγμή που σε συνάντησα σ' ερωτεύτηκα τρελά και ο παράφορος έρωτας μου θα σε παρασύρει κι εσένα. Δεν μπορώ να καταπιώ αυτό που μου ξυπνάς στο είναι μου! Είσαι πολύ ελκυστική και ερεθιστική και ας είσαι μια παντρεμένη γυναίκα. Η σχέσης μας το αισθάνομαι θα είναι παράφορος έρωτας. Δεν θα σε γαμήσω απλά, γυναικάρα μου.  Θα σου χαρίσω έντονο πάθος, και απεριόριστη ηδονή, θα σε ξεσκίσω στα γαμήσια. Θα φας τέτοιο πούτσο που όμοιος δεν θα σε έχει ξαναγαμήσει! Θα σου δώσω όπως λένε το μουνί στο χέρι από το ξέσκισμα που θα σου κάνω! Θα ήθελα να σε γαμάω από παντού.» Αυτές οι σκέψεις του έβγαιναν αβίαστα από τη πολύ τη καύλα, πλάθοντας σενάρια, τι θα της κάνει με ότι είχε στο μυαλό του, και στη φαντασία του και ένας βαθύς αναστεναγμός ακουγόταν να του ξεφεύγει κάθε φορά που την συναντούσε και οι αισθήσεις του έπαιρναν φωτιά. Και μόνο που την έβλεπε του έφτανε για να έρθει σε στύση, τέτοιο ήταν το πάθος του . 
«Τι είναι αυτά που κάθεσαι και λες; Σοβαρέψου! Tι χυδαιότητες είναι αυτά! Γίνονται αυτά;. Δηλαδή η Ηρώ κεράτωνε τον άνδρα της;  Δεν είναι ο τύπος της γυναίκας που φαίνεται να έκανε τέτοια. Όλος ο κόσμος την ήξερε ότι ήταν μια σοβαρή νοικοκυρά. Μόνο την οικογένειά της κοιτούσε τη δουλειά της, και τον άντρα της, και αν και γυναίκα αυτή ήταν η κολόνα του σπιτιού τους, και το στεφάνι τους τιμούσε. Εντάξει και τον άνδρα της χειρότερο πολύ δεν μπορείς να τον πεις.» Αποπήρε η Εριφύλη τη ξαδέρφη της, προσπαθώντας να κρατήσει τις αποστάσεις της, από τα σενάρια αυτά. 
Η Άλκηστις δεν έχασε χρόνο και της απάντησε με πονηρό χαμόγελο: «Να ντραπώ που η Ηρώ ήταν καυτή παρουσία και δυναμική γυναίκα, που εντυπωσίαζε με το σεξαπίλ και την αβίαστη θηλυκότητα της;! Ήταν γυναίκα που έβαζε «φωτιά» στα σεντόνια. Ήθελε χάδι και φιλί άγριο, ήθελε πήδημα βαρβάτο για να χορτάσει. Και γιατί όχι αφού μπορούσε να τους έχει και τους δυο. Τον αντρούλη της κορώνα στο κεφάλι της και τον εργοδότη αφέντη στο μουνί της.»
« Αα εσύ ξεστομίζεις αθλιότητες! Μωρή ξεδιάντροπη λες να έκανε τέτοια μια καλή χριστιανή όπως η πεθερά μου.»
«Α ρε ξαδέρφη δεν έχεις ακούσει την παροιμία που λέει «και την πούτσα στο μουνί και την ψυχή στον παράδεισο.» 
«Δηλαδή εσύ πιστεύεις πως η Ηρώ σαν σοβαρή οικογενειάρχης και τίμια εργαζόμενη, δεν είχε αντίρρηση να αναλάβει ανάμεσα στα εργασιακά καθήκοντα της ήταν να περιποιείται και τον πούτσο του αφεντικού της;»
«Ξαδέρφη! Ποιος νέος άνθρωπος βρίσκει στο δρόμο του τον σεξουαλικό παράδεισο και δε τον απολαμβάνει; Το σεξ αγάπη μου πάει πακέτο με τα νιάτα. Αλλιώς δεν είναι σεξ, είναι απλώς παρέα, συντροφιά στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση ή στο τραπέζι με σούπα και γιαούρτι με χαμηλά λιπαρά. Ασε που τι θα έκανε εάν έμενε χωρίς δουλειά, με τόσες οικογενειακες υποχρεώσεις; Και ο Ελληνοκαναδός λεβέντης δεν ήταν κανένα άβγαλτο παιδαρέλι, κοσμοπολίτης έμπειρος άνδρας ήταν, όμορφος και πολύ καυλιάρης, κατάλαβε ότι η κυρία ήταν μεν μια πανέμορφη χωριατοπούλα, άπραγη όμως δεν ήταν, και δεν την έπαιρνε και για ηρωισμούς όταν ο ομορφάντρας γαιοκτήμονας της έκλεινε πονηρά το μάτι. Εγώ ένα σου λέω! Μοιράζονταν μια ισχυρή και αμφίδρομη σεξουαλική σχέση και όχι μόνο δεν είχε αντίρρηση η κυρία, αλλά ήταν κάτι που, την απογείωνε. Φως φανάρι ήταν πως εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα. Μύριζε άνοιξη, όταν αποφάσισαν να δώσουν ηδονή και χαρά ο ένας στον άλλον. Ο εργοδότης σε μια πράξη σεξουαλικού αλτρουισμού της δείχνει τη λατρεία και την αφοσίωση του στο μουνί της που έσταζε μέλι με το να της το προσκυνάει, να το γλείφει και να το περιποιείται με μεράκι και η κυρία τρελαμένη από την καύλα να χαίρεται τον έρωτα τους όταν το διψασμένο μουνάκι της που έβγαζε φλόγες και ξεχείλιζε από ηδονικούς χυμούς αναζητούσε συνεχώς την γλώσσα του, γούσταρε τρελά, του έλεγε πόσο της αρέσει που την πηδάει τόση ώρα χωρίς να του πέφτει, και ανακουφίζει τις καύλες της. Δεν είχε ποτέ πάει με άλλον άντρα εκτός από το σύντροφο της και δεν περίμενε ποτέ ότι θα το κάνει όμως όταν συναντούσε τον Λέανδρο και οι γλώσσες τους πάλευαν να σβήσουν την ακόρεστη καύλα τους εκείνες τις στιγμές ήταν ικανή για το οτιδήποτε καθώς το μουσκεμένο μουνάκι της γεμάτο χυμούς αναζητούσε την πούτσα του για να ανακουφιστεί. Λοιπόν δώσε προσοχή και άκου πως φαντάζομαι ότι ξεκίνησε η ιστορία τους:» Και η Άλκηστις σαν άλλη ιστορική πηγή με βάση το σεξουαλικό απ'την αρχή τα διηγείται και λέει πράγματα σωστά μα λίγο τραβηγμένα σ'όλα τα πεπραγμένα:
Έχω ακούσει πως όταν ήταν μικρός ο Νικηφόρος και πήγαινε σχολείο αγγλικών είχε συμμαθητή και φίλο έναν ανιψιό του εργοδότη της. Κάποιο απόγευμα ο ομορφάντρας πήγε στη σχολή ξένων γλωσσών να πάρει τον ανιψιό του και έγινε αφορμή να γνωρίσει την Ηρώ. Ήταν η ώρα που η Ηρώ είχε αναλάβει υπηρεσία καθαρισμού στις αίθουσες.
Ο ομορφάντρας μας λοιπόν είδε μια νεαρή γυναίκα που έλαμπε μέσα στο λουλουδάτο ξεμανίκωτο φόρεμά της, πάνω από λόγια όμορφη. Γαϊτανοφρύδα, με μάτια δυο καφέ σμαράγδια και μάγουλα ροδόφυλλα, και το στητό κορμί, σαν το θυμαρίσιο μέλι. Ψηλή αγέρωχη κορμοστασιά μ' ένα τσεμπέρι στο κεφάλι που καλύπτει μερικώς τα ατίθασα μαλλιά της. Χτυπήθηκε ο νιος από νταλκά και ντέρτι.
Ρωτάει και μαθαίνει ότι εργάζεται στο σχολείο περιστασιακά. Έχει αναλάβει να καθαρίζει τις αίθουσες του σχολικού συγκροτήματος μια φορά την εβδομάδα. 
Πληροφορήθηκε για το πρόσωπο της, ότι είναι μια νέα γυναίκα που έχει μετοικίσει τα τελευταία χρόνια στην πόλη τους με την οικογένεια της από μια μακρινή περιοχή του Ελληνικού νότου και επειδή είχαν οικονομικά προβλήματα στην οικογένεια της, εργάζεται πολύ σκληρά να μεγαλώσει τα παιδιά της. Όντως μετανάστης κάποτε κι αυτός έδειξε περίσσιο ενδιαφέρον. Ο καστανόξανθος Ελληνοκαναδός αναζητούσε μια γυναίκα να του προσέχει το σπίτι και τις υπόλοιπες κτιριακές εγκαταστάσεις στο κτήμα του στον κάμπο. 
Εκεί λοιπόν στο σχολείο ανυπόμονα ζήτησε να του συστήσουν το.... «Λουλούδι σου.»
Ήταν ένα μαγιάτικο πρωινό που μύριζε καλοκαίρι, που η Ηρώ πρώτη φορά τον είδε να εμφανίζεται μπροστά της ο άνδρας και μα την αλήθεια ωραίος ήταν. Ψηλός γύρω στο ένα ογδόντα πέντε, καστανός ηλιοκαμένος με γκρίζο-πράσινα μάτια και αθλητικό κορμί. Η κατατομή αρχαίου ελληνικού αγάλματος, ψηλό μέτωπο. Ίδιος ο αγαπημένος της ήρωας στο ερωτικό φωτορομάντζο του «Θησαυρού» που συντροφεύει τα σαβατοκύριακα κυρίως το γυναικείο κοινό και δεν πήρε ούτε στιγμή τα μάτια της από πάνω του..
Τα ωραία χαρακτηριστικά του, το βαθιά μελαγχολικό του βλέμμα, με το ωραίο μελανό των ματιών του, που μέσα τους σπινθηροβολούσαν και ο γοητευτικός τόνος της φωνής του τη μαγνήτιζε άθελά της. Μια γοητευτική παρουσία που γύρισε στην πατρίδα του πατέρα του και ασχολήθηκε με την γεωργία δυναμικά. Μοναχογιός ενός μεγαλοκτηματία είχε σπουδάσει μηχανολόγος μα πήρε απόφαση ζωής να ασχοληθεί με την γεωργία.
Διαπραγματεύτηκε μαζί της και της πρότεινε αν μπορεί να αναλάβει τη γενική επιστασία καθαριότητος του σπιτιού των αποθηκευτικών χώρων στο κτήμα του και μερικές πάρεργες εργασίες στις καλλιέργειες. Της άρεσε σαν προοπτική η εργασιακή απασχόληση και επειδή το σπίτι ήταν λίγα χιλιόμετρα εκτός πόλης τον ρώτησε αν μπορούν να πάνε να το δει. 
Δώσανε ραντεβού για το επόμενο πρωινό να της δείξει το οίκημα και να συζητήσουν για το ποιες δουλειές μπορεί να αναλάβει.
Την ώρα που την χαιρετούσε τα μάτια του ταξίδεψαν από το χέρι της στο πρόσωπό της, έμεινε να την κοιτάζει με σαφές νόημα. Τα μάτια, το στόμα η έκφραση των ματιών. Γυναίκα με νεύρο, σκέφτηκε ο Άνδρας.  Τα μάτια της καστανά, βαθιά, σπινθηροβόλα. Παράλληλα με το πετάρισμα των βλεφάρων της, πρόβαλε ελάχιστα τη ροδαλή της γλώσσα στο πλάι των χειλιών της, σα να της είχε ξεφύγει μια σταγόνα πολύτιμη που έπρεπε να τη μαζέψει. Αντίκρισε πρώτη φορά το στόμα που θα τον έκανε να μαλακίζεται ατελείωτα με τη φαντασίωση πως τον πιπιλάει, τον γλείφει, τον ρουφάει. Χείλη περήφανα και παιχνιδιάρικα. Χείλη γεμάτα με την καμπύλη τους προς τα πάνω. Αυτή συνέχισε αγέρωχη το βάδισμά της. Αργό λικνιστικό και σίγουρο, με δυο γάμπες μακριές και τορνευτές κι εκείνος με κολλημένο το βλέμμα στην υπέροχη σιλουέτα της ένιωσε μια έλξη, ένα κάτι μέσα του γι’ αυτήν τη γυναίκα.  Κάτι πάνω της το τραβούσε σα μαγνήτης. Κάτι απροσδιόριστο και ωραίο. Η φούστα σταμάταγε στο γόνατο και μέσα της διαγραφόταν ο υπέροχος τροφαντός της κώλος, που στο λίκνισμα του δεν άντεξε και στη εκεί στη μέση του δρόμου, άγγιξε απαλά τον πούτσο του. Η γυναίκα απομακρύνθηκε και τότε ένιωσε όλη την ντροπή του. Ευτυχώς η πόρτα του αυτοκινήτου έκρυβε τη θέα στο επίμαχο σημείο.
 ...Έτσι το άλλο πρωί πήγε στο σχολείο που συνόδευε τα παιδιά της και την περίμενε. Ύστερα από δέκα λεπτά έφτασε και η Ηρώ σου. Η Ηρώ ήταν τότε τριάντα δυο ετών, ψηλό ανάστημα, μαυρομάλλα με μπούκλες, στητό στήθος, απίθανα πόδια και γαμάτο κωλαράκι.!  
Ειδικά σήμερα για κάποιο απροσδιόριστο λόγο ένιωσε την ανάγκη να δείξει εμφανισιακά τον καλύτερο της εαυτό σ' εκείνον τον άνδρα. 
Το αποτέλεσμα ήταν ένα πλάσμα όλο χάρη, ....αιθέρια όμορφη.... είχε κορμοστασιά δέντρου και ήταν δροσερή σαν φρέσκα βρύα!
Φορούσε ένα αέρινο φλοράλ φόρεμα και κάλτσες σε γήινο χρώμα.
«Καλημέρα.  Συγνώμη που άργησα στην ώρα μου όπως συμφωνήσαμε χθες…» της είπε.
«Απεναντίας... Νομίζω οι είσαστε πολύ ευγενικός και συνεπής στο ραντεβού μας!» τον καθησύχασε. «Σήμερα έχω αρκετό ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου» συμπλήρωσε.
Στην διαδρομή ο άνδρας χάζευε τα όμορφα στήθη της Ηρώ πίσω από το φλοράλ βαμβακερό φουστάνι της και κάθε τόσο έριχνε πλαϊνές ματιές για να πάρει μάτι τα όμορφα μακριά πόδια της, κάτω από το φουστάνι της και ένιωθε τον πούτσο του ότι άρχισε να φουσκώνει μέσα από το παντελόνι του.
...Όσο πέρναγε η ώρα ο άνδρας διαπίστωνε ότι η Ηρώ ήταν πολύ ευχάριστη γυναίκα, και με ιδιαίτερη άνεση στις κινήσεις της,, με την πολύ πλούσια θηλυκή σεξουαλικότητα της και με δυσκολία συγκρατούσε να μην της δείξει τις καύλες του γιατί του άρεσε πολύ αυτή  η αισθησιακή γυναίκα που του προκάλεσε το ερωτικό ενδιαφέρον άλλα σαν γνήσιος τζέντλεμαν δεν της την έπεσε… Στην αρχή επικράτησε μια αμηχανία αλλά στην συνέχεια που άρχισαν τις συστάσεις, γνωρίστηκαν καλύτερα οι δυο τους και έπιασαν την κουβέντα. Αν και μιλούσαν στον πληθυντικό, πολύ γρήγορα αισθάνθηκαν μία παράξενη οικειότητα. Ο Λέανδρος ένιωθε άνετα μαζί της, σα να την ήξερε χρόνια κι απ’ ότι φάνηκε κι η Ηρώ το ίδιο. Γνώριζε από τις πληροφορίες που είχε ότι η Ηρώ ήταν παντρεμένη. Άλλωστε, η βέρα στο χέρι της το μαρτυρούσε. Ξεκίνησαν να μιλάνε για αδιάφορα θέματα, η δουλειά, η κούραση, το καλοκαίρι, η ζέστη, τα παιδιά. Ουσιαστικά μιλούσαν χωρίς να λέμε τίποτα, όπως είναι αναμενόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις. Κάποια στιγμή η κουβέντα πήγε, εξίσου αναμενόμενα, στα προσωπικά τους. 
Tου διηγήθηκε πως ήταν παντρεμένη δώδεκα χρόνια τώρα χωρίς να αναφέρει με ιδιαίτερο ζήλο τον άνδρα της ότι είχε ήδη δύο αξιολάτρευτα παιδιά που πήγαιναν στο δημοτικό σχολείο.
«Παντρεύτηκες σε πολύ νεαρή ηλικία. Επομένως εύλογα κανείς θα συμπεράνει ότι ήταν Έρωτας.»
«Πιθανόν ναι! Παντρεύτηκα πολύ παρορμητικά και σε νεαρή ηλικία. Αν είσαι κοριτσάκι, ονειρεύεσαι από τα πέντε σου το νυφικό που θα φορέσεις.»
«Δεν έχει και μεγάλο ενθουσιασμό, με το σύζυγο της. Δεν είναι ενθουσιασμένη μαζί του και έχει μάλλον μια δύσκολη περίοδο, ο γάμος τους» σκέφτηκε ο Λέανδρος. Σημάδια που δηλώνουν ότι ίσως κάτι δεν πάει καλά στη σχέση τους και η σεξουαλική τους ζωή πάει στραβά. Χαμογέλασε και πες από διαίσθηση, είπε ότι εδώ υπάρχει ενδιαφέρον μ΄ αυτή την ξεχωριστή ομορφιά.
Αυτός της είπε πως είναι ακόμη εργένης, πριν λίγα χρόνια τελείωσε τις σπουδές του στον Καναδά απ' όπου είχε καταγωγή η μητέρα του και έχει μόλις τρία χρόνια που γύρισε στην Ελλάδα και ανέλαβε την πατρική τους επιχείρηση.
Γενικότερα, χωρίς να το επιδιώξουν ένιωσαν από την πρώτη στιγμή κάτι παραπάνω από έναν ενθουσιασμό για την γνωριμία τους και είναι εμφανής μια αμοιβαία χημεία μεταξύ τους, μια ανεξήγητη έλξη και αυτή την αίσθηση πως ένα βλέμμα ή μια κίνηση αρκεί για να καταλάβει ο ένας τον άλλον. 
Δεν εξηγείται αλλιώς η ενέργεια που ένιωσαν από την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν, και τους κάνει να πιστεύουν ότι όλα είναι σχεδιασμένα από κάπου.
Συνέχισαν να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων. Για τις ζωές τους, τα όνειρά τους, τα προβλήματά τους. Για όλα αυτά που στερούνται ή στερηθήκαν επειδή έτσι επιλέξανε τη ζωή τους.
.... Έφτασαν στο κτήμα σχετικά γρήγορα πάρκαραν στην αυλή και βγήκαν απ’ το αμάξι. Με μια πρώτη ματιά  αντιλαμβάνεται ότι το σπίτι ήταν τεράστιο. Όχι μόνο το κυρίως σπίτι που ήταν διώροφο με σοφίτα και με αετώματα που διατηρεί την ομορφιά του παρελθόντος, αλλά και ο εξωτερικός χώρος ο οποίος ήταν ικανός να φιλοξενήσει εναλλακτικά εκδηλώσεις και να φιλοξενήσει καλεσμένους για γαμήλιο πάρτι. 
Τελειώνοντας τον έλεγχο στο εσωτερικό ξεκίνησαν για τους εξωτερικούς χώρους, γεγονός που τους χαροποίησε ιδιαίτερα.
Της έδειξε τις αποθήκες του κτήματος τις εγκαταστάσεις με τα αρτεσιανά νερά, ανάμεσα σε θεόρατα αιωνόβια σκιερά πλατάνια. Τριγύρω από το σπίτι μπαξές με λεμονόδεντρα, ανατολικά ένα μικρό δάσος από βυσσινιές και ένας αμπελώνας.
Μια σκηνή από την ονειρική Εδέμ. Μια εικόνα παραδείσου όλες τις εποχές του χρόνου. Η μέρα ανοιξιάτικη οι αγροί στραφτάλιζαν ολόγυρα και τα δένδρα λικνίζονταν απαλά. Κι ενώ περιδιάβαιναν τους χώρους και της εξηγούσε όλα αυτά πάντα με μια ευγενική διακριτικότητα, έβλεπε και θαύμαζε το στητό της στήθος, τα τορνευτά, τουρλωτά και αφράτα καπούλια της. που τον προκαλούσαν να τα χαϊδέψει, να τα τσιμπήσει. Η φαντασία του οργίαζε και ο πούτσος του γινόταν όλο και ποιο μεγάλος.
Έχοντας ολοκληρώσει την ενημέρωση τη ρώτησε.
«Λοιπόν… τι λες! Πως σου φαίνεται;».
«Είναι μια πολύ καλή προοπτική για μένα, αλλά με προβληματίζει…»
«Τι είναι αυτό που σε προβληματίζει;» Τη ρώτησε βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες.
«Η διαδρομή…»
«Δηλαδή;», έκανε αυτός με απορία..
«Είναι πολύ μακριά και δεν ξέρω πως θα μπορούσα να 'ρχομαι;»
«Αν σ' αρέσει και σ ενδιαφέρει η δουλειά μην σε προβληματίζει. Πρώτον συνήθως θα σε φέρνω εγώ, και δεύτερον έχει ενδιάμεσο σταθμό στο κτήμα το αστικό λεωφορείο που εκτελεί τη γραμμή στο διπλανό μας χωριό.»
.......«Ρε Άλκηστις πολλά προκαταρκτικά έχει η νουβέλα σου. Όλο γύρω-γύρω το πας. Λάδια πολλά κι από τηγανίτα τίποτα.»....
«Λοιπόν άκου τη συνέχεια. Με την τηγανίτα μες στα μέλια που σ’ αρέσουν.»
....... Το συγκρότημα είχε συνδεθεί με το δημόσιο δίκτυο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και από μέρα σε μέρα περίμεναν και την γραμμή τηλεφώνου. 
Έχει τώρα δυο εβδομάδες που η Ηρώ εργάζεται στο κτήμα του.
Το διάστημα αυτό το κτήμα απέκτησε και την πολυπόθητη τηλεφωνική σύνδεση και ο Λέανδρος περιχαρής της έχει πλέον προτείνει αποκλειστική απασχόληση. 
Νιώθει ότι την αφήνει σε σχετική ασφάλεια τα μεγάλα διαστήματα που απουσιάζει εξασφαλίζοντας της επαφή με την πολιτεία.
Η Ηρώ του ήρθε τόσο ξαφνικά στη ζωή του, και την καρδιά του βασανίζει τόσο γλυκά μ’ αποτέλεσμα ο ωραίος εργοδότης της να είναι ερωτευμένος με την πανέμορφη γυναίκα, στα τριάντα δύο του χρόνια.
Άλλα ταυτόχρονα και η Ηρώ όσο περνούν οι ήμερες  φαίνεται διαφορετική, τα μάτια της λάμπουν και κάτι στην έκφραση της δείχνει ιδιαίτερη χαρά.
Ο χαρακτήρας του, το χιούμορ του, η βοήθεια του στην προσαρμογή της και εντέλει η επικοινωνία που αναπτύχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν μερικά από αυτά που την έκαναν να αρχίσει να τον βλέπει με ενδιαφέρον. O Λέανδρος με τον καιρό θέλησε να περάσει από τη φιλία στο κάτι παραπάνω. Έγινε πιο διαχυτικός, πιο χαλαρός μαζί της, αλλά η Ηρώ, μόλις τα πράγματα πήγαιναν προς άλλη κατεύθυνση, τα επανέφερε στον σωστό, γι αυτήν, δρόμο.
Μετά από μερικές μέρες επαφής μαζί της, έπιανε τον εαυτό του, να τη σκέφτεται. Να αναρωτιέται τι να κάνει εκείνη τη στιγμή, που να βρίσκεται. Τα βράδια, το μαρτύριο του μεγάλωνε, καθώς σκεφτόταν ότι εκείνη τη στιγμή μπορεί να είναι με τον άντρα της και να κάνει σεξ. Αν και ποτέ δεν είχανε αναφέρει στις ατέλειωτες συνομιλίες τους κάτι για σεξ (ούτε νύξη δεν είχανε κάνει), η φαντασία του οργίαζε.
Ήξερε μέσα του ότι η σπίθα υπάρχει και ότι πολύ λίγο θέλει για να ξεσπάσει πυρκαγιά και να φουντώσει. «Μα τι μου συμβαίνει λοιπόν; Από την ημέρα που τη γνώρισα αυτή τη γυναίκα έχω αναστατωθεί. Το πληθωρικό ζουμερό σώμα της μου προκαλεί τέτοια διέγερση που ο πούτσος και τα’ αρχίδια μου φουσκώνουν αυτόματα κι ασυναίσθητα λες κι έχουν να εξοφλήσουν κάποιον εκκρεμή λογαριασμό...»  Προφανώς και στο μυαλό του είχε κάτσει η ιδέα να γαμήσει αυτή τη γυναίκα, χωρίς η κυρία να του έχει δώσει τουλάχιστον ακόμη αυτή την αφορμή!
Το θηλυκό της άρωμα ακόμη και τις στιγμές που είναι ανακατεμένο με τον ιδρώτα της εργασίας της τον αναστατώνει σύγκορμα και κάνει την καρδιά του να χτυπά με λαχτάρα και πόθο...
Μα και της Ηρώ μέρα με την ημέρα κάτι άλλαξε στη σχέση με τον εργοδότη της. Ήταν κάτι που ποτέ δεν ειπώθηκε με λόγια, αλλά υπήρχε στον αέρα, αιωρούνταν ανάμεσά τους κάθε φορά που τον συναντούσε έκτοτε και μιλούσαν τόσο για τις εργασίες όσο και περί ανέμων και υδάτων. Υπήρχε πάντα αυτή η σπίθα στα μάτια του, η φλόγα μιας επιθυμίας ελεγχόμενης και κατά το δυνατόν διακριτικής, αλλά ολοζώντανης, που η λογική της κάποιες φορές την αμφισβητούσε, αλλά το κορμί της ανταποκρινόταν απόλυτα σε αυτή, αναριγώντας κάθε φορά που εκείνος την άγγιζε δήθεν τυχαία ευγενικά. Εκείνος το είχε καταλάβει αυτό και την έπαιζε, την έπαιζε ήρεμα και το απολάμβανε, έλεγχε το παιχνίδι και την έκανε κάθε φορά που την άγγιζε ιδιαίτερα αναστατωμένη! Αυτός τη φαντάζεται στην αγκαλιά του να τη γαμάει και αυτή να λιώνει! Να της τα παίρνει όλα! 
«Στην εφηβεία σου πρέπει να είχες ξετρελάνει τους άνδρες με την ομορφιά σου.» της λέει 
Η Ηρώ του έριξε μια λοξή ματιά. «Τι σας κάνει να το λέτε αυτό;»
Όταν εκείνος δεν απάντησε, κατέβασε το βλέμμα της στα χέρια της και συνέχισε: «Οι επιλογές μου ήταν μάλλον πολύ περιορισμένες!». 
«Πώς κι έτσι;» 
«Να το χωριό μας είχε μόνο λίγους άνδρες ηλικιωμένους και θανατηφόρα βαρετούς», του είπε μετρώντας παράλληλα στα δάχτυλά της. Εκείνος άφησε να του ξεφύγει ένα γελάκι. «Το βρίσκω δύσκολο να πιστέψω κάτι τέτοιο». «Ω, μα είναι αλήθεια και γενικά δεν ήμουν ο τύπος της νεαρής κοπέλας που έκανε τους άνδρες να σέρνονται στα πόδια της. Ακόμη και σήμερα όποιος έχει μάτια μπορεί να το δει αυτό. Μια απλή νοικοκυρά είμαι».
«Εγώ έχω μάτια. Και δεν βλέπω μόνο μια απλή νοικοκυρά!». Η φωνή του ήταν χαμηλή, μαλακή και πλούσια σαν βελούδο, καθώς άφησε το δάχτυλό του να χαϊδέψει το μάγουλό της. Η αναπνοή της πιάστηκε και αναρωτήθηκε για το έντονο κύμα της λαχτάρας που την πλημμύρισε. Έσκυψε το κεφάλι στο χάδι του, ανίκανη να αντισταθεί, ενώ εκείνος μετέφερε το χέρι του στο πιγούνι της. «Είσαι πιο όμορφη απ' όσο φαντάζεσαι!» της τόνισε απαλά. Η Ηρώ έκανε έναν μορφασμό, έκλεισε τα μάτια της γεμάτη αμηχανία. Ήξερε τι επρόκειτο να ακολουθήσει και άρχισε να νιώθει φριχτά που ένιωσε να της αρέσει κιόλας.
Στα τέλη της εβδομάδας ο Λέανδρος θα αναχωρούσε ταξίδι στην πρωτεύουσα για επαγγελματικούς λόγους και άφησε πίσω στο κτήμα την Ηρώ με αρμοδιότητες πλέον διαχειριστή του κτήματος.
Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να φύγει.
«Στο καλό! Καλό σου ταξίδι. Να προσέχεις!» του λέει όταν τον αποχαιρετά.
«Θα σε παίρνω τηλέφωνο, να σε βοηθήσω εάν έχεις τίποτα δυσκολίες. Αλλά εσύ το ξέρω θα τα καταφέρεις»
«Μπορείς να βασιστείς πάνω μου.»
«Σ’ ευχαριστώ και μην διστάσεις να μου ζητήσεις βοήθεια σε ότι χρειαστείς.» Της λέει και την αγκαλιάζει φιλικά να την αποχαιρετήσει καθώς αναχωρούσε.
Οι μέρες κύλησαν, η αγωνία κατά την επιστροφή του που θα την ξαναδεί μεγάλωνε και μετά από χρόνια ένιωθε σαν δέκα επτάχρονος που ετοιμάζεται να βγει ραντεβού. 
Στο καλώς όρισες έδωσαν δυο σταυρωτά φιλιά, μόνο που το ένα ήταν στην άκρη των χειλιών τους δείγμα ότι υπάρχει μεταξύ τους σεξουαλική ενέργεια και έντονο πάθος που τους πυροδοτεί έντονα και εκρηκτικά συναισθήματα.
Τραβήχτηκαν σαν να τους χτύπησε ρεύμα, και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τότε ήταν που, ταυτόχρονα και οι δύο, κατάλαβαν ότι εκείνο που έλειπε από τη ζωή τους ήταν η περιπέτεια, το φλερτ και η ανάγκη να μιλήσουν για θέματα που δεν σχετίζονται με την καθημερινότητα και τη ρουτίνα. Ταυτόχρονα η Ηρώ αισθάνθηκε και μία ένοχη, ντροπαλή ζεστασιά να απλώνεται ανάμεσα στα πόδια της. «Αν είναι δυνατόν»… είπε σχεδόν χαζογελώντας στον εαυτό της! 
 Εκείνη την στιγμή  χτύπησε το τηλέφωνο, που έκανε τα πράγματα λιγότερο άβολα, βγάζοντας τους από την αμήχανη κατάσταση της στιγμής.
... Όλα ξεκίνησαν ένα πολύ ζεστό πρωινό που ο ορίζοντας θόλωνε μπροστά στον καταπράσινο κάμπο από την καλοκαιρινή ζέστη και την υγρασία. Η Ηρώ είχε ξεκινήσει και ασχολείτο στην κουζίνα του σπιτιού με ανοικτά παράθυρα και το αεράκι της παραχωρούσε γενναιόδωρα λίγη δροσιά στο πρόσωπο και στο σώμα. Οι άκρες από τα μαλλιά της έσταζαν, τα ρούχα κολλούσαν ευχάριστα πάνω της και το πρόσωπο της ήταν περίεργα δροσερό. Φορούσε ένα λινό φουστάνι με σχετικά ανοιχτό ντεκολτέ, μέσα από το οποίο διαγραφόντουσαν τα δυο υπέροχα στήθη της. Σταρένιο το δέρμα της και λίγο μαυρισμένο από τον καλοκαιρινό ήλιο, υπέροχο βλέμμα με μάτια μελιά και αστραφτερό γλυκό χαμόγελο. Πηγαινοέρχεται απασχολημένη μπροστά από τον πάγκο του νεροχύτη, σκυμμένη με τα πόδια ελαφρώς ανοιχτά το φουστάνι από τον ιδρώτα κολλούσε πια στο σώμα της, είχε γίνει ένα με αυτό, το τέλος του το είχε αναδιπλώσει στο λάστιχο της κιλότας για να μην την εμποδίζει στην εργασία της και αποκάλυπτε τα ζουμερά και καλλίγραμμα πόδια της μέχρι ψηλά στου μηρούς της. 
Ήταν ξυπόλητη. Ο Λέανδρος με την άκρη του ματιού του συνέχιζε να την παρατηρεί, την κοιτούσε για ώρα, φαινόταν σαν χαζός, αλλά είχε υπνωτιστεί από την ομορφιά της. Κατάλαβε ότι την κοιτούσε. Γύρισε τον κοίταξε και τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Μάζεψε όλο το θάρρος του και πήγε κοντά της. Άρχισαν να συζητάνε με το Λέανδρο καρφωμένο στα μάτια της όλη την ώρα. Μιλούσαν για διάφορα θέματα. Έφτασαν και στα ερωτικά. Τον ρώτησε πως και δεν παντρεύτηκε ακόμη.
«Ίσως γιατί δεν βρήκα καμιά που να σου μοιάζει…»
«Δηλαδή θες να πιστέψω ότι ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκες όταν με είδες;» Τον ρώτησε
Ο Λέανδρος χωρίς σκέψη, χωρίς ντροπή της απάντησε.
«Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν σε είδα, ήταν να χώσω το κεφάλι μου ανάμεσα στα μπούτια σου και να χαθώ στον ερωτισμό σου.…»
Την άφησε άναυδη και της δημιούργησε αμηχανία και έκπληξη κι έναν κόμπο στο στομάχι μα περίεργα δεν ένιωσε προσβεβλημένη με την όλη κατάσταση. Απλά έμεινε σαν υπνωτισμένη να κοιτάζει πέρα απ' το παράθυρο τα πανύψηλα κυπαρίσσια που έμεναν ακίνητα, στέκονταν σαν παραλυμένα, περιμένοντας με μία έκδηλη ανησυχία και με αίσθημα αδημονίας και προσμονής για το πως θα είναι η συνέχεια.
Επικρατούσε σιωπή. Δεν μιλούσαν αλλά η έννοια της «σεξουαλικής επιθυμίας» προσδιοριζόταν επακριβώς συνεχώς και επίμονα και ήταν ένα πρόβλημα που αναζητούσε λύση εδώ και τώρα.
«Δε καταλαβαίνω τι θες να πεις»  ακούστηκε ξέπνοη η φωνή της, τα πρώτα αμήχανα λόγια που είχε τραυλίσει, όπως στηριζόταν ανάποδα με τον πισινό της στον πάγκο της κουζίνας περιμένοντας έντονα την  αντίδραση του και αυτό της δημιουργεί περισσότερη αγωνία η οποία μπορεί να την οδηγήσει σε αίσθημα πανικού.
«Δεν το πιστεύω, αυτό που συμβαίνει!» Του είπε φωναχτά και λίγο φοβισμένη.
«Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ Ηρώ. Συγνώμη αν σε τρόμαξα, μη με παρεξηγήσεις αλλά, πραγματικά σκέψου έναν πολύ ερωτευμένο άντρα που κάνει βλακείες από έρωτα και μόνο» και γονάτισε μπροστά της, και της ζητούσε να τον αφήσει να της δηλώσει τον έρωτα του εκεί στα πόδια της.
Της άρεσε ο τρόπος με τον οποίο την φλερτάριζε, αλλά το όλο σκηνικό ήταν ανεπίτρεπτο και θα έπρεπε να τελειώσει σύντομα. Ο Λέανδρος όμως ήδη είχε αρχίσει να χαιδευει πάνω-κάτω τα πόδια της. Η Ηρώ δεν ήθελε να το ομολογήσει, αλλά ένιωθε υπέροχα. 
«Μήπως τα παραλές, με γνωρίζεις τόσο λίγο.»
«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά νιώθω λες και σε ξέρω χρόνια. Δεν μπορώ να σταματήσω να σε σκέφτομαι. Δεν θέλω να σου δημιουργήσω προβλήματα αλλά. Πραγματικά δεν ξέρω πώς αλλιώς να σου ζητήσω αυτό που σκέφτομαι!»
Η Ηρώ αιφνιδιάστηκε ξανά, αυτό την τρόμαζε πάρα πολύ, δεν το περίμενε κ έμεινε μια στιγμή άφωνη, ήταν σαν να μην μπορούσε να το διαχειριστεί, ούτε που γύρισε τα μάτια κάτω της μόνο που τώρα έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι ασάλευτη.
Έμειναν έτσι μερικές στιγμές. Δεν έβρισκε τι να μιλήσει, έτσι που τον ένιωθε γονατιστό μπροστά της να αγκαλιάζει τα πόδια της. Η αλήθεια είναι πως τον γοητευτικό αυτό άνδρα τον είχε συνεχεία στο μυαλό της απ' εκείνη την ώρα που πρωτοσυναντήθηκαν και έτσι όπως τον είδε τώρα να στέκεται γονατιστός μπροστά της, της έμοιαζε με αρχαίο Έλληνα Θεό που ικετεύει τον έρωτα της. Δεν έπρεπε να τον αφήσει να συνεχίσει. Τα χέρια του αγκάλιασαν κτητικά τους γοφούς της και την έσφιξε τόσο δυνατά πάνω του ώστε εκείνη ένιωσε το σοκ της έντονης αίσθησης και την έκανε να παγώσει.
«Θ’ αξίζει! Σ’ το υπόσχομαι.» Την είχε φέρει ακριβώς εκεί που ήθελε τώρα. Την καθησυχάζει! Η φωνή του ήταν χαμηλή, απαλή σαν κρέμα βαθιά σαν ωκεανός και πλούσια σαν βελούδο, καθώς άφησε τα δάχτυλα του να χαϊδέψουν το αιδοίο της. 
Κάτι σάλεψε στο στήθος της, η αναπνοή της πιάστηκε και αναρωτήθηκε για το έντονο κύμα της λαχτάρας που την πλημμύρισε, ένα ανάμεικτο συναίσθημα αγαλλίασης και ανησυχίας. Έσκυψε το κεφάλι στο χάδι του, ανίκανη να αντισταθεί. Έκανε έναν μορφασμό. Έκλεισε ξανά τα μάτια της γεμάτη αμηχανία, ήξερε τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Τα χέρια του την έσφιξαν περισσότερο. Το κορμί της αγνόησε απροκάλυπτα το μυαλό της που φώναζε «τρέξε, τρέξε όσο πιο μακριά γίνεται!» και ένιωσε το στήθος της να φουσκώνει και τις θηλές της να σκληραίνουν στην απειλητική του προειδοποίηση. «Δεν πάμε καλά» είπε, προδόθηκε όμως από τις ένοχες επιθυμίες της. Ήταν τόσο ερεθισμένη που ξέχασε ποια ήταν και τι υποτίθεται πως έκανε, και βρέθηκε σε μια ασυνήθιστη στιγμή ειλικρίνειας ότι αυτός ο άνδρας την είχε ξεσηκώσει, ασκούσε θετική επιρροή στο σώμα της και διεγείρει την σεξουαλική της ενέργεια. 
Έμεινε άφωνη να τον κοιτάζει, σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά, ξαναμμένη, με το ωραίο πρόσωπό της κατακόκκινο και το ελαφρύ λουλουδάτο φορεματάκι κολλημένο πάνω της από τον ιδρώτα με αποτέλεσμα να διαγράφονται δυο προτεταμένα φουσκωμένα στήθη. Σίγουρα δεν το έχει ζήσει ξανά, να θελει τόσο πολύ έναν άνδρα και να θελει να εκφράσει τις προθέσεις της και ότι της αρέσει. Όμως ο φόβος την εμποδίζει. Ένιωθε πραγματικά νευρική. Ευάλωτη. Σκέφτεται, «κάν’ το, θέλω να το κάνεις.» Κείτεται εκεί περιμένοντας τη λύτρωση από στιγμή σε στιγμή, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο τα μεγάλα, πράσινα, πλατάνια, και τον κοιτάζει απαθής, χωρίς να παίζει τα βλέφαρα και τον περιμένει, και μέσα σ’ εκείνη την αναμονή πότε θέλει και πότε δεν θέλει.
Το άγγιγμα του κάνει την επιδερμίδα της να ζωντανεύει και στέλνει εντολές στο μυαλό της πως όλα επιτρέπονται. Κοκκίνισε ακόμη περισσότερο και ένευσε καταφατικά. «Όχι μη ... μη σταματάς... μη...» ψέλλισε και με μια μηχανική κίνηση άνοιξε ενστικτωδώς τα πόδια της που χωρίζονται και αποκαλύπτουν το κενό που επιτρέπει την είσοδο στη σπηλιά του κόλπου της που είχε γίνει μούσκεμα κι αυτός το παίρνει για συγκατάθεση. Όλο το κορμί της ήταν τώρα μουδιασμένο ανίκανο να αντιδράσει αρνητικά. Δεν ήταν και η πιο άνετη στάση, αλλά είναι τόσο ξαναμμένη περιμένοντας να δει πού το πάει με όλα αυτά, ώστε του γνέφει καταφατικά να συνεχίσει, ανίσχυρη από τον πόθο. ο Λέανδρος της κατέβασε το κιλοτάκι αποκαλύπτοντας εμπρός του σε κοντινή προβολή τη δασύτριχη ήβη της με το ελαφρώς ανοιχτό και πρησμένο αιδοίο ανάμεσα στα σκέλια της.
Η Ηρώ άρχισε να ανασαίνει πιο βαριά ενώ κάποια απαλά βογκητά ξέφευγαν από το στόμα της. Τα πορφυρά χείλη του μουνιού της ξεπρόβαλαν ανάμεσα από τον θάμνο της.
Ίδιος ο πίνακας του Γκυστάβ Κουρμπέ.... που επιτείνει τον άκρατο ερωτισμό του.
Την κοιτάζει σ' αυτά τα τόσο ερωτικά μελένια μάτια της και το μόνο που θέλει είναι να συνεχίσει να την φιλάει. Είχε ένα βλέμμα βαθύ, μελαγχολικό και παράξενο, που καρφωνόταν πάνω της γυμνό, σαν να θαύμαζε για πρώτη του φορά τη μορφή μιας ωραίας γυναίκας. Το αιδοίο της ήταν καλοσχηματισμένο, τα χείλη του ροδαλά, το τρίχωμα μετάξι όπως το φανταζόταν. Δεν χόρταινε να το κοιτάει. Το άγγιγμα των δαχτύλων της πάνω στο κεφάλι του ξυπνούσε τη σάρκα του.
«Ω, Θεέ μου...» βόγκηξε η Ηρώ καθώς ο Λέανδρος με το δάχτυλο διέτρεχε κατά μήκος των έξω χειλιών της κάτω περιοχής της. Στη συνέχεια ο νεαρός έσυρε αργά δύο δάχτυλα κατά μήκος του αιδοίου της και η Ηρώ ανατρίχιασε στην επαφή με την κλειτορίδα της. Στα επόμενα δευτερόλεπτα εκείνος άγγιζε μόνο τα μουνόχειλα της και χάιδεψε ξανά την κλειτορίδα της με μια κίνηση προς τα κάτω, κι εκείνη αναστέναξε σχεδόν σαν να ανακουφίστηκε.
Το φίλησε! Ένα φιλί δε φτάνει. Αυτή τη φορά τη φιλάει με ακόμη περισσότερο πάθος, πήρε μια δυνατή ρουφηξιά από την καύλα της. 
Ο Λέανδρος πλησίασε πρώτα τη μύτη του ρουφώντας το άρωμα του μουνιού της. Αυτό έκανε τις αισθήσεις του να μεθύσουν από ηδονή. Πάντα προσεκτικά, φίλησε πάλι τα μουνόχειλα της αρκετές φορές πριν αφήσει τη γλώσσα του να γλιστρήσει κατά μήκος της σχισμής της. Γεύτηκε τα πρώιμα υγρά της αναδυόμενης καύλας του πριν σπρώξει τη γλώσσα του βαθιά μέσα στον κόλπο της Ηρώ.
Άρχισε να την μπαινοβγάζει αργά - αργά κάνοντας έτσι γλυκά έρωτα στο μουνί της με τη γλώσσα του. 
Η Ηρώ προσπαθούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε... Προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ώρα ήταν και αν ήταν πρωί η απόγευμα! Τι σημασία είχε όμως; Σημασία είχε ότι ένιωθε την καύλα της να φουσκώνει. Χάθηκε, σπασμοί διαπερνούσαν, το ευαίσθητο σημείο της και έστελναν κύματα ηδονής σε όλο της το σώμα.  της. Αυτή τη φορά όταν ένιωσε τα χείλη του να ρουφάνε την κλειτορίδα της και δεν τραβήχτηκε. Τον άφησε να της δείξει όλα αυτά τα όμορφα παιχνίδια του έρωτα. Ο Λέανδρος τώρα όργωνε με τη γλώσσα του το καυλωμένο μουνάκι της. Την έχωνε μέσα - έξω - μέσα στη μουνότρυπα της, την χτυπούσε πάνω στην κλειτορίδα της. Έπαιρνε την κλειτορίδα ανάμεσα στα χείλη του και την ρούφαγε ενώ άφηνε τα δόντια του να την τραγανίζουν απαλά.
Η Ηρώ ήδη είχε άρχισε να βογκάει δυνατά από την γλυκιά ηδονή που ένιωθε. Ανάκατα συναισθήματα γέμιζαν την ψυχή της. Αυτός ο άνδρας την έκανε να νιώθει πρωτόγνωρα αισθήματα. Έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται πως θα ήταν η αίσθηση, τι γεύση θα είχε το όργανο του αν του έκανε τα ίδια... Παραξενεύτηκε γιατί ενώ μέχρι τώρα κάποιες παρόμοιες σκέψεις την έκαναν να αηδιάζει, τώρα ένιωθε να τις αποζητεί! Ένιωσε τότε τα δάχτυλα του να γλιστράνε μέσα στον κόλπο της! Τα ένιωσε να λυγίζουν και καθώς αυτός άρχισε να τα μπαινοβγάζει μέσα στο μουνί της.. τα ακροδάχτυλα του τρίβανε με συγκεκριμένο τρόπο την περιοχή λίγο πιο μέσα από την κλειτορίδα της.
Αυτό σε συνδυασμό με το ρούφηγμα των χειλιών του πάνω στην κλειτορίδα της την έκανε να απογειωθεί. Ανέπνεε τώρα βαριά, καθώς εκείνος έπαιζε με τη ζουμερή της τρύπα. Έσπρωξε το δάχτυλό του πιο μέσα, μέχρι που δε μπορούσε να προχωρήσει άλλο προκαλώντας έναν πανίσχυρο βογκητό από την αποπλανημένη πλέον Ηρώ.
Στο γλειφομούνι που της κάνει δίνει όλη του τη μαεστρία και τις ικανότητες της γλώσσας του, ενώ η Ηρώ που το δέχεται, αναστέναξε και κύματα ηδονής είχαν επικαθήσει πάνω στο κορμί της, σαν ορμητικό ποτάμι. Αχ, αυτός ο πειρασμός, που δε σταμάτησε στην Εύα.
Συνειδητοποίησε ότι τραβούσε τα μαλλιά του, σαν να ήθελε να τον σπρώξει μακριά της ενώ ταυτόχρονα πάλευε να έρθει πιο κοντά του και έδειχνε τελείως παραδομένη στο ρυθμό της γλώσσας του. Ο Λέανδρος την πολιορκούσε, την αποπλανούσε με τη συγκλονιστική αρρενωπή του τελειότητα και τη βαθιά γνώση του κορμιού της. Κι αυτή του παραδινόταν. Τα στήθη της ήταν βαριά, ο κόλπος της υγρός και πρησμένος.
Τα χέρια της τινάχτηκαν ανεξέλεγκτα και άρπαξαν από τα μαλλιά το κεφάλι του συνθλίβοντας τα μούτρα του πάνω στο μουνί της, καθώς σχεδόν πνιγόταν από το ένα κύμα ηδονής μετά το άλλο που την κατέκλυζε. Για πρώτη φορά άρχισε ασυναίσθητα να κουνάει λίγο τους γοφούς της και ο Λέανδρος χαμογέλασε καθώς έβλεπε να σπρώχνει το μουνί της αργά προς το πρόσωπό του. Χωρίς να το σκεφτεί, της ξέφυγαν απαράδεκτα για εκείνη λόγια καθώς ένιωθε κάθε χιλιοστό της καυτής γλώσσας του μέσα της. Για πρώτη φορά μίλησε ερωτικά και πρόστυχα. Για πρώτη φορά είπε λέξεις που δεν τις είχε ποτέ καν σκεφτεί ότι θα τις έλεγε! 
«Έτσι…Έτσι γλείψε το μουνί μου αγόρι μου! Φάτο! Όλο δικό σου! Αχχ ναι.. Κάνε με να τελειώσω... Κάνε με να χύσω πάνω στη γλώσσα σου! Αυτό είναι! Τώραα! Χύνωω!»
Το κορμί της τινάχτηκε δυνατά καθώς γέμισε από τους σπασμούς του οργασμού της. Τα υγρά της έτρεξαν άφθονα πλημμυρίζοντας τα μπούτια της κάτω της και το πρόσωπο του Λέανδρου!
 Μόνο που πριν προλάβει να καταλαγιάσει ο οργασμός της ο Λέανδρος σηκώθηκε. Τα πρόσωπα τους ήταν σε απόσταση αναπνοής. Κοιτιόντουσαν στα μάτια. «Σε θέλω! Έχεις, πάνω σου κάτι που μ' έχει αναστατώσει, ένοχο βλέμμα, ένοχο κορμί, για ό,τι και να γίνει εσύ θα είσ' η αφορμή. Σε θέλω σαν τρελός!», της αντέτεινε εντελώς αυθόρμητα εκείνος και ξέσπασαν σε μια αγκαλιά γεμάτη λαχτάρα και τα χείλη του αναζήτησαν διψασμένα τα δικά της. Η Ηρώ δεν τραβήχτηκε. Αντίθετα, τα δάχτυλά της τυλίχτηκαν γύρω από τα δικά του και το πρόσωπό της φανέρωσε τις αμφιβολίες της.
Έπλεξε τα δάχτυλα του μέσα στα μαλλιά της κι ανασήκωσε το πρόσωπό της προς το δικό του. Ύστερα τη φίλησε. Η καρδιά της Ηρώ χτυπούσε δυνατά. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, καθώς γευόταν το μεθυστικό φιλί του άντρα ο οποίος δεν έδειχνε να νοιάζεται για το ότι ήταν μια παντρεμένη γυναίκα. Ο Λέανδρος δε μιλούσε τη φιλούσε σαν να μην τη χόρταινε, σαν να ήταν εκείνη η εκπλήρωση μιας προσευχής του. Χωρίς να το καταλάβει, η Ηρώ βρέθηκε να ανταποκρίνεται στο φιλί του. Ήταν μάρτυς της ο Θεός πως αυτό δεν το περίμενε ποτέ. Ένα μπλεγμένο κουβάρι από συναισθήματα στριφογύριζε στην ψυχή της. Σιγά σιγά κίνησε και τα δύο του χέρια προς τα πάνω, στο μπούστο απ' το λινό φουστάνι της που πίεζε προκλητικά τις ορθωμένες θηλές. Ήταν μεγάλα και στητά αλλά και οι θηλές της ήταν επίσης σκληρές και ορθωμένες. 
«Ω, Θεέ μου.», κλαψούρισε την ώρα που ο Λέανδρος έπιανε με τις παλάμες του και τους δύο μαστούς της καλύπτοντας τις θηλές της που είχαν πετρώσει από το άγγιγμα του σαν να ήταν ότι πιο συνηθισμένο αλλά δεν έπαυε να γνωρίζει ότι ήταν μεγάλο της λάθος σε πολλά επίπεδα.
Τα χείλη του διέγραψαν το πλάι του προσώπου της, από τον κρόταφο μέχρι το περίγραμμα του πιγουνιού της κι ο πόθος κυρίευσε την Ηρώ. Κι όταν ο Λέανδρος την τράβηξε επάνω του η Ηρώ ένιωσε πάλι τη διέγερση του ξαναμμένου κορμιού του πάνω στο δικό της. «Ηρώ», ψιθύρισε ο Λέανδρος. Η φωνή του ήταν βραχνή, μια βαθιά μπάσα νότα που χάιδεψε καυτή την επιδερμίδα της κι έβαλε φωτιά στο αίμα της. Η Ηρώ δεν ήξερε τι ήταν όλα αυτά που ένιωθε, αλλά την τρομοκρατούσαν. Τα χέρια του Λέανδρου ταξίδεψαν στην πλάτη της και στάθηκαν στους γλουτούς της για να την πιέσουν πάνω του. Η αίσθηση της διέγερσης του ανάμεσα στα πόδια της έκανε την Ηρώ να λιώσει από επιθυμία. Οι θηλές της σκλήρυναν κάτω από το φόρεμά της, όταν το στόμα του Λέανδρου κάλυψε το δικό της με κτητική απαίτηση. Κάθε κύτταρο του κορμιού της είχε συντονιστεί στο άγγιγμα του και όσο πιο παθιασμένα τη φιλούσε τόσο πιο πολύ τον ήθελε η Ηρώ. Τον φαντάστηκε να τον αισθάνεται, γυμνό και σκληρό, μέσα της. Η Ηρώ σάστισε. Δεν έπρεπε να αντιδρά έτσι σ έναν άντρα που της ήταν έως τώρα κυριολεκτικά ξένος και αυτή μια παντρεμένη γυναίκα με παιδιά.
Την έπιασε την μέση της λυγίζοντας την και την οδήγησε προς την επιφάνεια στο τραπέζι που ήταν εκεί κοντά τους για να μπορεί εκείνη να το ακουμπάει με το χέρι της και να κρατάει την ισορροπία της για να μεταφερθεί η δράση τους εκεί.  
Ταυτόχρονα κατέβασε το φερμουάρ του παντελονιού του και έβγαλε έξω τον ήδη ερεθισμένο πούτσο του. Ο πούτσος του όπως απελευθερώθηκε τινάχτηκε σαν ελατήριο προς τα πάνω! Με αργές κινήσεις τον πλησίασε πολύ προσεκτικά στην κοιλότητα του μουνιού της, λες και φοβόταν μη την τρομάξει.
Η Ηρώ τώρα τον κοιτούσε στα μάτια και δε μιλούσε, ενώ δάγκωνε αμήχανα τα χείλη της, έμεινε ακίνητη, άφωνη, δεν αντέδρασε. ... Ήταν σαστισμένη!
Έπιασε τον πούτσο του με το χέρι και τον ακούμπησε εκεί όπως η Ηρώ στηριζόταν στο τραπέζι πίσω της στ' όρθια στο ήδη υγρό και πυρωμένο μουνί της που λάμπει από τη φωτιά της λαγνείας και της ηδονής και προσπάθησε να της τον βάλει μέσα.
Ξαφνικά η Ηρώ άρχισε να νιώθει μία εσωτερική αναστάτωση άρχισε να ανησυχεί κάτι τη φόβιζε ξαφνικά, σαν να μην άντεχε σαν να πάλευε με τον εαυτό της, με κάτι μέσα της. Φόβος για αυτό που είχε έρθει στη ζωή της. Συνειδητοποίησε ότι ο Λέανδρος σκόπευε να τη γαμήσει. Ήταν έτοιμος να ακουμπήσει το πούτσο του οποίος ήταν σκληρός και πρησμένος ακριβώς μέσα στο υγρό μουνί της. Αντέδρασε απεγνωσμένα και προσπαθεί να τον σταματήσει…
«Ω, όχι! Τι κάνεις; Μη! Μη δε μπορώ να το κάνω αυτό.! Σε παρακαλώ σταμάτα» διαμαρτυρήθηκε έντονα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να φανεί πειστικά ενοχλημένη, εάν και όσο το έλεγε δε μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από τον παλλόμενο πούτσο του Λέανδρου που προσπαθούσε απειλητικά να εισέλθει στο μουσκεμένο αιδοίο της. «Μην προχωρήσουμε κι άλλο, δεν πρέπει. Σε παρακαλώ… όχι! Είμαι παντρεμένη γυναίκα!. Σκέψου με! 'Έχω και παιδιά!. Σε παρακαλώ… όχι! Σε παρακαλώ πήγαινε με σπίτι μου!» Κατάφερε να ψελλίσει.
Αυτός ξέρει, είναι υπομονετικός και τρυφερός μαζί της. Μέσα στο λαχάνιασμα της ερωτικής λαχτάρα τους, της ψιθύριζε του κόσμου τα γλυκόλογα στο αφτί της αλαφιασμένης από ερωτική έξαψη γυναίκας.
Η Ηρώ πλέον είναι παραδομένη στα σπαθωτά νύχια της ηδονής, του άρπαξε τον πούτσο και άρχισε να του τον παίζει ενώ τον φιλούσε. Το χεράκι της παλλόταν πάνω κάτω, τον παίζει όσο πιο δυνατά μπορεί, σχεδόν τιμωριτικά. Το αριστερό χέρι της ήταν περασμένο στη μέση του ενώ με το δεξί της τον έπαιζε σταθερά και δυνατά σαν μηχανάκι. 
Τα χείλη του αναζήτησαν και πάλι τα δικά της που μισάνοιξαν και δέχτηκε την πρόσκληση. Ο Λέανδρος πήρε ότι ήθελε, εγωιστικά. Η γλώσσα του ταξίδεψε άγρια μέσα στο στόμα της και το φιλί έγινε πιο βαθύ. Οι ήχοι από πόθο που έβγαζε στο βάθος του λαιμού της τον δελέασαν και η πείνα του για εκείνη έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν την απελευθέρωσε από το σουτιέν και δύο εκπληκτικά στήθη εμφανίστηκαν μπροστά του. Δεν υπήρχε ούτε μια σταγόνα έλεγχος πια στο μυαλό του. Το κεφάλι της Ηρώ έγειρε προς τα πίσω καθώς εκείνος έπιανε τα στήθη της. 'Έκλεισε τα μάτια, της και αναστέναξε από ευχαρίστηση όταν το στόμα του πήρε τη θέση των χεριών του. Έπαιξε με τη γλώσσα του, πιπίλιζε, δάγκωνε μέχρι που εκείνη φώναξε δυνατά το όνομα του. Τα χέρια του μετακινήθηκαν και τώρα έχωσε δυο δάχτυλα στο μουνάκι της, και τις έτριβε την κλειτορίδα. Στην αρχή πιο αργά μετά γρηγορότερα. Τα υγρά άρχισαν να τρέχουν και εκείνη το ευχαριστιόταν όλο και περισσότερο. την ίδια ώρα που τα χέρια της είχαν ιδρώσει πάνω στον πούτσο του. 
Η Ηρώ έγειρε πίσω το κεφάλι της και έβγαλε μικρά αγκομαχητά ικανοποίησης και καύλας. Αναστέναζε καθώς της έτριβε το μουνάκι της και η κλειτορίδα της πρηζόταν με το τρίψιμο. Άρχισε να αυξάνει την ταχύτητα της κι εκείνη! Ήταν αναψοκοκκινησμένη και είχε ιδρώσει ελαφρώς!
Ήταν και οι δύο σε κατάσταση ηδονική έκτασης και αναζητούσαν αυτή την ενεργειακή εκφόρτωση που θα λυτρώσει τον οργανισμό τους από τη συσσωρευμένη ένταση. Τα χέρια τους πήγαιναν πιο γρήγορα και το μουνί της είχε πλέον μουσκέψει και καυτοί χυμοί έρεαν απ' το μουνί της πάνω ο χέρι του, που συνέχιζε. Δεν άργησαν να φτάσουν στην ολοκλήρωση, με την ανάσα τους να γίνεται ολοένα πιο γρήγορη και πιο κοφτή.
«Θα χύσω… Αααχχ… Αααχχ… Χύνω, μωρό μου… Χύνω!».  της λέει αναστενάζωντας και ένιωσε ν' ανατινάζεται. Ξαφνικά, αλλεπάλληλες ριπές από καυτό σπέρμα άρχισαν να εκτοξεύονται. Ένας πίδακας από πηχτά, καυτά χύσια απλώθηκε πάνω στο χέρι της στα πόδια της και μερικές σταγόνες ορμητικά πετάχτηκαν και λέρωσαν το φουστάνι της.
Αυτή, είδε κι έπαθε να συνέλθει... Σαν να ξυπνούσε από λήθαργο, ανοιγοκλείνει έντρομη τα μάτια της. Τα συνήθως ζωηρά μελένια μάτια της φαίνονταν θολά. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, προσπαθώντας να συνέρθει για λίγο..
«Ω Θεέ μου!», είπε. «Ω Θεέ μου. Τι έκανα; Όχι! Όχι!» Ψιθύρισε έντρομη.
Άρχισε να απομακρύνεται. Την ακολούθησε, προσπάθησε να της μιλήσει αλλά τον έσπρωξε βίαια με δύναμη τόσο που του έσκισε το πουκάμισο και του είπε ότι ντρεπόταν πάρα πολύ γι αυτό που συνέβη.
Η αίσθηση της ενοχής ζει  και συγκρούεται μέσα της διαταράσσοντας την σεξουαλική της λειτουργία. Ανετράφη με αυστηρές αρχές που δεν της επιτρέπουν να απολαύσει την ερωτική εμπειρία και καταπιέζεται η ερωτική της επιθυμία ώστε να αποφεύγει την ερωτική επαφή που επιθυμεί. Αισθάνεται λοιπόν έντονη σεξουαλική διάθεση γι αυτόν τον άνδρα, αισθάνεται όμως ένοχη για αυτή και απωθεί τα συναισθήματα της θεωρώντας πως είναι λάθος. 
Ήταν έτοιμη να κλάψει και έτρεμε από ντροπή όταν τον παρακάλεσε να φύγουν γιατί έπρεπε να πάρει τα παιδιά από το σχολείο. 
Αυτός κατάλαβε ότι ήταν αφορμή τα παιδιά γιατί ένιωθε χάλια όταν μπήκαν στο αμάξι του.
Σε όλη τη διαδρομή σποραδικά την έπιαναν αναφιλητά και ήταν αμίλητη. Τα συναισθήματα που της έφερε η κατάσταση ήταν -το λιγότερο- να ανοίξει η γη να την καταπιεί.
Στο χαιρετισμό τους, στο αυτοκίνητό του, εκείνη άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα. Λες και την είχε πιάσει υποθερμία. Την άφησε λίγο πιο μακριά απ το σπίτι της, η Ηρώ κοίταξε γύρω της και τρέχοντας απομακρύνθηκε σιωπηλή και προβληματισμένη με μια αίσθηση θλίψης που δεν είχε κανένα λόγο να νιώθει, άφησε τον Λέανδρο πίσω της –αλλά πήρε μαζί της τη γεύση και την ανάμνηση απ' τα  ανάρμοστα και ηδονικά φιλιά τους.
Αυτός πήγε σπίτι του, μπήκε στο μπάνιο γρήγορα, σα να ήθελε να βγάλει από πάνω του το άρωμά της. Μια μαύρη ομίχλη τον είχε τυλίξει κλειδώνοντας το μυαλό του σε μία και μοναδική σκέψη: Ηρώ. 
Πάσχιζε να ξεχάσει πόσο καυτή ήταν η λαχτάρα του για κείνη και πώς, μέσα στα λίγα λεπτά που βρισκόταν στην αγκαλιά του, εκείνος ήταν πρόθυμος να ξεκλέψει ατέλειωτο χρόνο μαζί της. Ποτέ μια γυναίκα δεν τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ. Ο ηδονική παρουσία της είχε κυριολεκτικά φωλιάσει με ικανοποίηση μέσα στο μυαλό του. Δεν του είχε ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο και δεν καταλάβαινε γιατί του είχε συμβεί σήμερα. Ήταν φανερό πως δεν είχε κανέναν έλεγχο κοντά σ’ εκείνη τη γυναίκα. Γιατί είχε προσποιηθεί και αυτή πως τον ήθελε; Κι όμως, την είχε εκλιπαρήσει για περισσότερα. Και τώρα δεν μπορούσε να βγάλει την εικόνα της από το μυαλό του. Για την ακρίβεια, δεν είχε κατορθώσει να τη βγάλει από τη σκέψη του από τότε που είχε εμφανιστεί στη ζωή του πριν από βδομάδες. Τότε  είχε αποκαλύψει τη σαγηνευτική ομορφιά της, και τον είχε σημαδέψει μέχρι τα βάθη της ψυχής του. Και τώρα που την είχε γευτεί, στην αγκαλιά του ο Λέανδρος ένιωθε την καρδιά του να χτυπά δυνατά στο στήθος του. 
Το νερό έτρεχε πάνω του κι αυτός φανταζόταν τα χείλη της και την υγρή της γλώσσα να γλιστράει στο κορμί του. Αδύνατο να κατευνάσει την καύλα του. Πόσο ήθελε να την έχει μπροστά του και να την πηδήξει ανελέητα. Να βλέπει τα περήφανα βυζιά της με τις ορθωμένες ρώγες να πάλλονται σε κάθε κίνηση και όταν δε θα μπορεί να κρατήσει άλλο την καύλα του, να της τα χύσει. Να της πλημμυρίσει τις βυζάρες με τα χύσια του. Κι έτσι έχυσε και πάλι μέσα στο μπάνιο του, ολομόναχος. Τη νύχτα έμεινε ξάγρυπνος κάνοντας εικόνα το αντικείμενο του πόθου του. Σε μια γωνιά του μυαλού του μπορούσε σχεδόν να την ακούσει να βογκά. Μπορούσε σχεδόν να νιώσει τα νύχια της να μπήγονται στην πλάτη του και τους γοφούς της να κινούνται ρυθμικά πάνω στον ερεθισμένο ανδρισμό του. Και ο ερεθισμός αυτός δεν είχε υποχωρήσει, παρά τα όσα είχαν συμβεί. Η ανάγκη εξακολουθούσε να τον κυριεύει. Το κατάλαβε. Δε θα ξέμπλεκε εύκολα μ’ αυτή τη γυναίκα. Κανονικά δε θα έπρεπε να τον συγκινεί καθόλου αυτή η γυναίκα. Δεν ήταν πνευματώδης, καλλιεργημένη ή κλασική καλλονή. Τον συγκινούσε, όμως, και μάλιστα τόσο πολύ, που πέρασε τη νύχτα του τσιτωμένος και ξάγρυπνος στα όρια της απόγνωσης. Την ήθελε, ήθελε να εξερευνήσει όλες τις πτυχές του πάθους που του είχε δείξει ότι διέθετε μέσα της. Ήθελε να τη διεγείρει σε τέτοιο βαθμό ώστε να την κάνει να ξεχάσει εκείνες τις στιγμές όλα τα υπόλοιπα. Μπορεί να ήθελε απλά να τη δαμάσει -δεν μπορούσε να είναι πλέον σίγουρος. Αυτό που ποθούσε ήταν η Ηρώ να κάνει μεταβολή, να γυρίσει πίσω στο κτήμα και να της κάνει έρωτα μέχρι να χορτάσουν και οι δυο. Κι άλλες φορές γυναίκες που δεν ήξερε του είχαν προκαλέσει φαντασιώσεις. Ποτέ όμως σε τόσο μεγάλο βαθμό. Ακόμα δεν ένιωθε ήρεμος. Ήθελε να την πηδήξει εδώ και τώρα. Ας γινότανε να την έφερναν εδώ μπροστά του, σκλάβα του. «Α… δεν πάω καλά!» σκέφτηκε. 
....Η Ηρώ από την μέρα που γνώρισε τον Λέανδρο συνειδητοποίησε ότι έσερνε μέσα της ένα δυσβάστακτο βάρος, ένα τρομερό μυστικό. Δεν μπορούσε να το εκμυστηρευτεί σε κανέναν γιατί ήταν τόσο προσωπικό. Ήθελε απεγνωσμένα να μιλήσει γι’ αυτό το θέμα, να τη βοηθήσει κάποιος να το βγάλει από μέσα της, αλλά ήξερε ότι δε θα το έλεγε ποτέ σε κανέναν. Ο κυκεώνας των συναισθημάτων που ένιωθε έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Αυτός ο άνδρας είναι θελκτικός και επιθυμητός ερωτικά που αναζωπυρώνει την ερωτική της επιθυμία και της προκαλεί τέτοια σεξουαλική διέγερση που μπορεί εύκολα να καταστεί απειλή για τη συζυγικής της σχέση. 
Παντρεύτηκε, όταν ήταν δεν ήταν ακόμη δέκα εννιά χρονών. Το ίδιο και ο σύζυγος της ήταν μικρός....  συνομήλικος της. Οι εμπειρίες της στο σεξ ήταν μηδαμινές. Ποτέ της δεν είχε κάποια ολοκληρωμένη ερωτική επαφή, σε μικρότερη ηλικία. Ήταν τριάντα δυο χρονών και δεν την είχε αγγίξει άλλος άντρας εκτός από τον σύζυγο της. Ο σύζυγος της, ο Κλεομένης, γοητευτικός, αδιόρθωτα σεξομανής, με «πλούσια προσόντα», αλλά με όχι ιδιαίτερη αντοχή και διάρκεια.
Τα πρώτα χρόνια του γάμου της, τη ζήλευε παθολογικά αλλά απ' τον καιρό που μετανάστευσαν στην μεγάλη πόλη τα πράγματα εξελίχτηκαν με κραδασμούς στη σχέση τους και οι ομηρικοί καυγάδες στο σπίτι ήταν στην ημερήσια διάταξη
Το περιβάλλον στην πολιτεία τον επηρέασε αρκετά, δεν μπορούσε να προσαρμοστεί με τους εντόνους ρυθμούς εργασίας που απαιτούντο. Η κατάσταση σιγά-σιγά γινόταν και χειρότερη, αφού η δυσκολία προσαρμογής στο καινούργιο περιβάλλον τον είχε κάνει να είναι νευρικός, οξύθυμος, επιθετικός και οι τσακωμοί τους ήταν αρκετά συχνοί. Κάποιες φορές τ’ άκουγε για τα καλά αφού της φώναζε και πολλές φορές, την πρόσβαλε ακόμα και μπροστά σε άλλους και όλο αυτό την επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό. Είχε χάσει την καλή διάθεση της, έκλαιγε αρκετά και ψυχολογικά προσπαθούσε να φανεί δυνατή για χάρη των παιδιών της.
Αυτός με την  δουλειά του δεν τα πήγαινε καλά και είχαν αρχίσει τα προβλήματα, ουσιαστικά είχε παραμελήσει την οικογένεια τους και δεν πάλευε να φροντίσει ούτε στις βασικές ανάγκες τους. Δήλωνε πολύ συχνά ασθενής όπως τώρα τελευταία που παραπονιόταν για τα νεφρά του αλλά ταυτόχρονα καθόλου δεν παρέλειπε τις μεγάλες κυνηγητικές εξορμήσεις του χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα πως τα φέρνει βόλτα η φαμίλια του. Αμυδρή είναι η στήριξη του να τα βγάλουν πέρα σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Στα οικονομικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα μιας και όλα τα βάρη πέφτουν στους ώμους της (της Ηρώ) και οι υποχρεώσεις να μεγαλώνεις και τα δύο παιδιά είναι πάρα πολλές. Δυσκολεύεται και σαν την καλή την πέρδικα ψίχουλα μαζεύει ολημερίς, καθαρίζοντας ακόμη και ξένα σπίτια για να τα φέρνει βόλτα και να τρέφει τη φαμίλια της.
Αυτά τα μεγάλα οικογενειακά βάρη με τον καιρό της δημιουργούσαν καθημερινό άγχος μ' αποτέλεσμα να χάσει την αυτοπεποίθησή της. Έως τότε η σεξουαλική της ζωή περιοριζόταν στο απλό πήδημα στο κρεβάτι, με σβησμένο το φως, αυτή από κάτω, και αυτός από πάνω. Αυτές ήταν οι μοναδικές πινελιές στη σεξουαλική της ζωή. Έλπιζε ότι τα πράγματα θα βελτιωνόταν με τον καιρό, αλλά αντιθέτως η η ένταση υπήρχε διάχυτη στο σπίτι και η εξέλιξη ήταν ολοένα και χειρότερη.! Δεν υπήρχε διάθεση για σεξ, με τους τσακωμούς και όλα αυτά τα σχετικά της προκαλούσαν μειωμένη ερωτική επιθυμία σε σημείο που να δημιουργεί δυσφορία και προβλήματα στη σχέση με το σύντροφο της. Αυτή η κατάσταση την είχε στεναχωρήσει πολύ και δεν ήξερε με ποιον τρόπο να αντιδράσει. Η μόνη της παρηγοριά ήταν τα παιδιά της και η αδιάκοπη εργασία της.
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, αισθάνθηκε ψυχολογικά αδύναμη. Aκόμη και ντελικάτη. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει! «Εγώ… πρέπει να τελειώνω μαζί του…»
.... Η Ηρώ γυρίζοντας στο σπιτικό της, αλαφιασμένη όπως ήταν, προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, γυροφέρνει την αυλή και όλες τις κάμαρες μα η ηρεμία δεν έρχεται, τρέχει στον καμπινέ σταμάτησε να πάρει μια ανάσα, και ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό της, να δροσίσει τη φούντωση της. Είχε ανάψει η κακομοίρα και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο εκτός απ’ τις ερωτικές στιγμές όπου είχε ζήσει στην πιο πρόσφατη καταστροφική σκηνή αμηχανίας την ώρα που έπαιζε με το ίδιο της το χαΐρι το καυλί του Λέανδρου. Ξεπορτίζει ξανά, περνώντας από το εικονοστάσι του σπιτιού στάθηκε διστακτικά κι αποφάσισε παρά τη βιασύνη της ν’ απευθύνει στην Παναγία μια σύντομη προσευχή έσκυψε, κι αφού πρώτα ζήτησε συγχώρεση επικαλέστηκε τη βοήθειά της σ’ αυτό που το μυαλό της, επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις απαγορεύσεις, φάνταζε σοβαρό αμάρτημα. Έκανε το σταυρό της, ζήτησε ξανά συγχώρεση που δεν μπορούσε ν’ αφιερώσει περισσότερο χρόνο για προσευχή, βγήκε σχεδόν τρέχοντας, με κατεύθυνση τη νεαρή φοιτήτρια γειτονοπούλα της που βοηθούσε περιστασιακά τα παιδιά της στα σχολικά τους. Έτσι όπως ήταν αγχωμένη και έτρεχε με τη βιάση παιδιού να κάνει τις δουλειές της είχε ξεχάσει πως ο μικρός της γιος απουσίαζε ήταν στην κατασκήνωση. Η απελπισία που ένιωθε την έσπρωξε να τρέχει με μικρά βιαστικά βήματά στις σκιές του κήπου. Όταν πια συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν ήδη στη μικρή κάμαρα της νεαρής φοιτήτριας, άφησε να της ξεφύγει ένας βαθύς αναστεναγμός κι επιβράδυνε τον ρυθμό της. Και μες στην ψυχολογική της πίεση καθόλου δεν αντιλήφθηκε ότι το φουστάνι της είχε πάνω του μερικούς λεκέδες από το σπέρμα του Λέανδρου.
«Κορίτσαρος έχουν κολλήσει ευδιάκριτες υγρές στάμπες και σκόνες στο φουστάνι σου.» Της λέει η νεαρή γειτονοπούλα. 
«Καρδούλα μου ναι το βλέπω! Υγρό σαπούνι από την δουλεία μου είναι».
Τα σκούπισε αμήχανα με τα δάκτυλα της μύρισε την υφή τους και έρχεται αντιμέτωπη με την ερωτική της ατασθαλία. Ξαναζούσε νοερά ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα για εκείνη, και την σεξουαλική εμπειρία που είχε ζήσει. Για να είναι ειλικρινής, αυτό που την προβλημάτισε ήταν ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί πως της άρεσε που είχε βιώσει την πρωτόγνωρη εμπειρία μιας νέας ερωτικής πραγματικότητας.
« Α! τι βλέπω! κοκκινισμένα τα μάγουλα και μια ντροπή; Ντροπή γι’ αυτά που νιώθεις και πόσο τον ζητάει η σάρκα κι η σκέψη σου; Τι υγρό σαπούνι είναι και πράσινα άλογα, λεκέδες σπέρματος είναι που ίσως να άφησε η «παράνομη» επαφή της.
Στεφανωμένη αυτή! Ομορφάντρας αυτός την πήρε στον οντά του, στο μιντέρι του, τη βάψετε την κυρά μας. Κι όσο τα σμαραγδένια μάτια της διαστέλλονταν καθώς τον κοιτούσε και ξέδινε το πάθος της, τόσο λαμπύριζαν και τον ζάλιζαν πιότερο. Ξέδινε κ’ αυτός το πάθος του καθώς ένοιωθε το μουνάκι της να ανοίγει διάπλατα και να μπαίνει μέσα της με ορμή...
Α! τη σκρόφα μ' αυτό το ύφος Ουρσουλίνας καλόγριας που το παίζει κυρία, ενάρετη και θρησκόληπτη. Τελικά δεν είναι και τόσο ήσυχη όπως νόμιζα αλλά μιλάμε, δηλαδή, για μια πρώτης τάξεως ξετσίπωτη και κρυφή αλανιάρα! Φαίνεται πως τα περνά καλά με το αφεντικό της. Την φυστικώνει ο ομορφάντρας, Λέανδρο νομίζω τον λένε, γι αυτό απ' ότι μαθαίνω δεν την νοιάζει να κάνει σεξ με τον δικό της. Ποιος τη χάρη σου κοπέλα μου! Να είχα την τύχη σου. Πρόσεχε όμως γλυκιά μου γειτόνισσα που στην έξαψη της στιγμής όταν αυτή η θεσπέσια σωματική επαφή σε είχε στείλει στα ουράνια,  και ένα κύμα καύλας που σου ήρθε σε έκανε πολύ απρόσεκτη.
Ωραία το κάνατε και ήρθε η ώρα να γυρίσεις σπίτι.  Πρόσεχε όμως κοπέλα μου τα σημάδια που μπορεί να βάλουν σε υποψίες τις κρυφές συναντήσεις με τον εραστή σου ρισκάροντας το μέλλον της μόνιμης σχέση  σου!». Αυτά τα σκέφτηκε αλλά δεν τα ξεστόμισε η κοπελιά.
...Η Ηρώ τώρα που έχει κάπως ηρεμήσει προσπαθεί να αποδώσει δικαιοσύνη στην πράξη του Λέανδρου και να τον δικαιολογήσει. Είχε ένα συναίσθημα ενοχής μέσα της και το άγχος που ένιωθε εκείνες τις στιγμές την παρέσυρε να εκδηλώσει μια επιζήμια συμπεριφορά που είχε αρνητικές συνέπειες για τον Λέανδρο με αποτέλεσμα τώρα να βιώνει μια θλίψη και έναν θυμό με τον εαυτό της. Δικαιολογεί τον εαυτό της πως επρόκειτο για μια φυσιολογική αντίδραση που έζησε εκείνες τις στιγμές, διανθισμένη με συναισθήματα άγχους, απογοήτευσης και εκνευρισμού. Δεν το αρνείται πως υποσυνείδητα τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους και συνειδητά στη συνέχεια, ένιωσε ότι αναπτύχθηκε μεταξύ τους αυτό το μαγικό στοιχείο που οφειλόταν σ' αυτή τη φωτεινή αύρα και την σεξουαλική χημεία που εμφανίζουν οι άνθρωποι και ευθύνεται για τον ανομολόγητο πόθο που τους κυριεύει όταν συναντιούνται αναζητώντας να βρουν σεξουαλική ικανοποίηση ο ένας στον άλλο.  Αρχικά η σκέψη να πλάγιαζε με άλλον άντρα την εξόργιζε! Αλλά τον Λέανδρο τον ήθελε –και μάλιστα πάρα πολύ. Πραγματικά, είχε προσπαθήσει να του αντισταθεί μέχρι που συνειδητοποίησε πως το μυαλό και το κορμί διψούσαν για την αγκαλιά του.
Ταυτόχρονα ο εσωτερικός της κριτής νιώθει ηθικές κοινωνικές αντιστάσεις που την δυσκολεύουν να απατήσει το σύζυγο της και να αναζητήσει τη σεξουαλική ευχαρίστηση στην αγκαλιά του Λέανδρου όπως το επιθυμεί. Γι αυτό πρέπει να δει πως θα το ελέγξει, με ποιον τρόπο θα το διαχειριστεί και πως ακριβώς θα δώσει λύσεις. Άλλωστε δεν ήταν του άνδρα όλο το φταίξιμο για όσα συνέβησαν μέσα σ' εκείνο το σπίτι του κτήματος. Όταν και εκείνη σαν γυναίκα! Δεν συμμετείχε;  Δεν το απόλαυσε; Το να το σκέφτεται λες και την έπιασαν να κλέβει!... Απλά χάνουν και οι δυο, ιδιαίτερες ερωτικές απολαύσεις που μπορεί να προσφέρει ο ένας στον άλλο..
Προσπάθησε τις σκέψεις της αυτές να τις κρατήσει μέσα της σαν κάτι απαγορευμένο. «Σε παρακαλώ για ποια με πέρασες, δεν ήρθα εδώ για τέτοια εγώ.....» 
Αλλά σιγά – σιγά κάτι μέσα της σκιρτάει, η σκέψη της άρχισε να μετεξελίσσεται σε ένα είδος ενδόμυχης ερωτικής επιθυμίας, η οποία γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Άρχισε και καταλάβαινε πως όσο κι αν τρέχει μακριά από την επιθυμία εκείνη θα βρίσκει πάντα τρόπο να την κάνει να υποφέρει. Νόμιζε πως ελέγχει το παιχνίδι, το μυαλό της, το σώμα της. Όμως δεν ελέγχει τις σκέψεις της. Κι όταν αυτές αποφασίζουν να μπουν στο παιχνίδι, όλες οι θεωρίες καταρρίπτονται, όλες οι αντιστάσεις κάμπτονται. Αν κάτι το ποθείς πολύ και θέλεις να το ακολουθήσεις, θέλεις να βουτήξεις στα βαθιά νερά του και ας μην ξέρεις που θα σε βγάλει, το κάνεις.
«Χριστέ  μου, το έκανα, έπεσα χαμηλά, συγχώρεσε με! ..... Αλλά τι απίστευτο γλειφομούνι ήταν αυτό που μου έκανε;  κι εγώ αφέθηκα κι εντελώς και ενέδωσα σ᾽όλο αυτό, κι ήταν όντως απίστευτο. Ένιωθα τρομερή καύλα, «Παναγία μου, τι έζησα» και μου βγήκαν τόσα συναισθήματα, που προφανώς υπήρχαν και από πριν και που απλά δεν τα είχα εξερευνήσει.»
Το μουνί της είναι ακόμα πρησμένο και ερεθισμένο κι όσο σκέφτεται πως την έγλειφε η γλώσσα του Λέανδρου την καυλώνει ακόμα περισσότερο και νιώθει σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί και που περιμένει την κατάλληλη στιγμή να της το γαμήσει. Νιώθει πως ότι είναι να γίνει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα γίνει, αλλά ταυτόχρονα την έχει πιάσει και ένα άγχος..... 
«Γιατί να θέλω να μπλέκω εγώ έτσι;».
Με τη σκέψη αυτή που ήταν τόση αναπάντεχη και οδυνηρή, άρχισε να συμφιλιώνεται με την ιδέα ότι αυτό που θεωρούσε αδύνατον τελικά ίσως και να 'ταν αναπόφευκτο!...  Ποιος κανόνας ορίζει για το τι είναι σωστό και τι όχι. Τι είναι σωστό και τι λάθος.
Παραδόξως αυτές οι σκέψεις είχαν αρχίσει να τη στοιχειώνουν, δεδομένου ότι είχαν ξεφύγει πια από το επίπεδο με τους αυστηρούς ηθικούς κανόνες άλλων εποχών... Ξέρει καλά ότι είναι ανυπόφορο να ταλαντεύεται ανάμεσα στο θέλω και στο πρέπει καθώς μεχρι σήμερα «κατέκρινε» όλους εκείνους ή εκείνες που επέλεγαν να απατήσουν τον ή την σύντροφό τους, αντί να μιλήσουν ξεκάθαρα και να τραβήξουν τον δρόμο τους. 
Μέχρι σήμερα, αυτή ήταν τύπος και υπογραμμός, ακλόνητος βράχος ηθικής.  «Εγώ ποτέ δεν θα το έκανα» έλεγε, αλλά όπως λένε «ποτέ μην λες ποτέ».! Ένιωθε ήδη τις ενοχές της αλλά ταυτόχρονα δεν μετάνιωνε για τα όσα συνέβησαν και έβαλαν φωτιά στο μυαλό της με την εμπειρία που έζησε και όλα όσα απρόσμενα έγιναν παράνομα και κρυφά, και που τα γνωρίζει μόνο ο νους της. 
Τόση ήταν η μετεξέλιξη αυτής της σκέψης μέσα της, που συνειδητά πια επιθυμούσε να βρεθεί και πάλι στην αγκαλιά του Λέανδρου και να την ικανοποιεί στην εκτόνωση των σεξουαλικών ορμών της, δηλαδή στο σεξ. Αυτά σκεφτόταν όταν έκλεινε τα μάτια, γ’ αυτό και ο ύπνος δεν την έπαιρνε.
Την πιάνει άγχος μήπως και δεν τον ξαναδεί ξανά και αν θα την πάρει και πάλι στην εργασία. Και εάν ναι ελπίζει να την καταλάβει να το ξεπεράσει και αυτός ανώδυνα το επεισόδιο να μην της κρατά κακία και να την δεχτεί και πάλι στην εργασία γιατί έχει συνειδητοποιήσει πόσο πολύ μεγάλη βιοποριστική ανάγκη έχει τη δουλειά που της προσφέρει ταυτόχρονα με την συναισθηματική ικανοποίηση.
«Πρέπει να κάνεις την επιλογή σου. Επιτέλους κάνε αυτό που σου αρέσει και κλείδωσε τις ενοχές σου σ’ ένα ντουλάπι! Λατρεμένο το απαγορευμένο λένε. Αυτό το «τέρας» αντί να το παλεύεις αγκάλιασε το, αποδέξου το.» Αφουγκραζόταν πολύ προσεκτικά τις σκέψεις της.
Τις ίδιες στιγμές δεν μπορούσε να το κρύψει από τον εαυτό της, πως ένιωθε τόσο ξεχωριστή που την πρόσεχε και της έδειχνε ενδιαφέρον αυτός ο άνδρας. Νιώθει την ανάγκη να βρεθεί στην αγκαλιά του.
Ε λοιπόν ναι, εκείνες τις στιγμές, ο Λέανδρος, ξύπνησε μέσα της εκείνο το κύμα της ονειρικής ευδαιμονίας που νόμιζε ότι είχε χάσει μέσα στη δύσκολη και γκρίζα καθημερινότητα της. Ο καιρός περνούσε μοιρασμένος ανάμεσα στις οικογενειακές της υποχρεώσεις και στη σκληρή πραγματικότητα της καθημερινής επιβίωσης.  Και να που τώρα ένιωσε ξεχωριστή και πανέμορφη. Άξια ν’ απολαύσει κάτι καλύτερο που είχε να της προσφέρει η ερωτική της ζωή. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί περισσότερο. Θα πήγαινε πάλι οπωσδήποτε στη δουλειά. 'Ήξερε καλά ότι θα τρελαινόταν αν δεν πήγαινε. 'Όσο το μετάνιωνε που φερόταν αδύναμα και θα πήγαινε, άλλο τόσο και ακόμα πιο πολύ θα το μετάνιωνε αν δεν πήγαινε. Ήταν φανερό πως σαν γυναίκα ένιωθε μια βαθιά ικανοποίηση που τόσο πολύ την είχε προσέξει και την ποθούσε αυτός ο άνδρας και ταυτόχρονα γεννιέται μέσα της, έντονη επιθυμία να ξαναδεί αυτό τον άντρα. Ωραίος άνδρας είναι αλήθεια, όσο κανένας από όσους έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα. Άνθρωπος διαβασμένος και σοφιστικέ, αλλά ταυτόχρονα πολύ φιλικός, άμεσος και αγαπησιάρης, δεν υπήρχε άνθρωπος που μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία της προσωπικότητάς του. Σαν αστραπές περνάνε από το νου της διάφορες σκέψεις, για άτομα που επιθυμούν να ξεκινήσουν εξωσυζυγικές σχέσεις, και γιατί οι γυναίκες «παραστρατούν» εξίσου στον ίδιο βαθμό με τους φαινομενικά πιο «άτακτους» άνδρες.  Η σεξουαλική δραστηριότητα δεν λείπει από το γάμο της τουλάχιστον έτσι πίστευε μέχρι να έρθει στην ζωή της πριν λίγε ώρες από το πουθενά ένα ξέφρενο και επίμονο γλυφομούνι του Λέανδρου που την είχε εξιτάρει. Ο Κλεομένης δεν της τα έκανε αυτά. Είναι ακόμη ταραγμένη και δεν μπορούσε να ησυχάσει με τίποτα με την καρδιά της να χτυπά δυνατά λες και την είχαν «τσακώσει» να γαμιέται με τον Λέανδρο. Τι είχε πάθει; Μήπως κατά βάθος ήθελε να δοκιμάσει να κάνει έρωτα με αυτόν άντρα και φοβόταν να το παραδεχτεί;  Μα ήταν δυνατόν να ήθελε κάτι τέτοιο; σκέφτηκε να ζητήσει απ' το δικό της και να «περάσουν» καλά το βράδυ για να ξεχαστεί.
Πόσο λάθος έκανε! Το βράδυ μετά από ένα γαμήσι με τον δικό της, αυτός κοιμήθηκε βαριά αλλά η Ηρώ δεν μπορούσε να ησυχάσει. Σκεφτόταν συνέχεια πως μετά το γλυφομούνι που της έκανε ο Λέανδρος χωρίς να το καταλάβει βρέθηκαν κολλημένοι να φιλιούνται ρουφώντας ο ένας την γλώσσα του άλλου, και αυτή έσφιγγε στη χούφτα της το πούτσο του Λέανδρου που σπαρταρούσε από ηδονή όταν τα δάχτυλά του μπήκαν στο μουνάκι της, που ήταν μούσκεμα και πραγματικά κατάλαβε ότι τον αναζητούσε!
Ε λοιπόν ναι, τον ήθελε και αυτή! Ηθελε να γαμηθεί μ' αυτόν τον άντρα και αν αυτός είχε φερθεί πιο έξυπνα και επέμενε περισσότερο σε μια γυναίκα που λέει πως δε θέλει, εννοεί πως πρέπει να προσπαθήσεις κι άλλο. Οι γυναίκες δεν λένε κατευθείαν αυτό που έχουν στο μυαλό τους. Έμπειρος άνδρας είσαι, στον φιλελεύθερο Καναδά μεγάλωσες και γνωρίζεις πολύ καλά ότι γυναίκα που λέει ότι κάτι δεν είναι σωστό με ένα σωρό δικαιολογίες, ότι τάχα κόπτεται για τον σύζυγό της, «Είναι καλός τύπος, αλλά εγώ είμαι δυστυχισμένη. Κάτι δεν πάει καλά με μένα», το λέει όχι γιατί το εννοεί αλλά για να σε εξάψει. Περνώντας η ώρα διαπιστωνει ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο της ερωτικής επιθυμίας και εκεί που νόμιζε ότι τα ελέγχει τα όρια της έρχεται αυτή η καταπιεσμένη καύλα, που την πιέζει να σκάσει από το καβούκι και να αισθάνεται μια απογοήτευση που δεν τον άφησε να της βάλει και το πούτσο του στο μουνί της, να τη γαμήσει έτσι όπως είχε τρελαθεί από την καύλα με το γλυφομούνι του. «Τι ήταν αυτό Θεέ μου!»  Αυτά σκέφτεται και την είχε πλημμυρίσει απερίγραπτη γλύκα και προστυχιά μαζί και είναι πια βέβαιη ότι, αν ο εργοδότης της προσπαθούσε περισσότερο, «ναι μπορούσε να με γαμήσει» και παρόλο που νιώθει ενοχή μ αυτή τη σκέψη μια γλυκιά ανατριχίλα ποτίζει το κορμί της.
Η Ηρώ χαμογέλασε, φέρνοντας το ένα χέρι στο πρόσωπό της σε ελαφρά αμηχανία.«Μα τι μου έχει κάνει και τρελαίνομαι! Δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά νιώθω ότι κακώς ο Λέανδρος δεν με είχε πάρει εντελώς υπό τον έλεγχό του, απαιτητικά και με θράσος σχεδόν, και με ανάγκαζε να κάνω ό,τι ήθελε. Πίστευα «τώρα θα μου αλλάξει τα φώτα!» όταν αισθάνθηκα τον πούτσο του τόσο ζεστά και απαλά, να τον ακουμπάει στο μουνί μου! Τέτοια πουτσα δεν πίστευα ότι υπάρχει. Όλο φλέβες και νεύρα, πολύ σκληρή σαν σιδερό και πολύ-πολύ μεγάλη αλλά δεν μου τον έβαλε να με γαμήσει. Ήταν τόσο εύκολο όπως είχα ερεθιστεί και ένιωθα το μουνάκι μου να πλημμυρίζει με υγρά, βρισκόμουν στο έλεος του όσο έβαζε τη γλώσσα του στην τρυπούλα μου και το σώμα μου σπαρταρούσε από ηδονή. Ουάου! Μα και εγώ όσο κρατούσα τον πούτσο του στο χέρι μου και τον έπαιζα δεν είχα το θάρρος να ακουμπήσω το πουτσοκέφαλο του στα μουνόχειλα μου και τον σπρώξω μέσα, στο μουνί μου. Αν και ένιωθα αρκετά αμήχανα μου άρεσε πολύ και ήθελα να νιώσω την περιπέτεια αυτή έστω για μία φορά.! Να του φωνάξω «Μ' έχεις τρελάνει μωρό μου... Τη προσκυνάω σαν πουτάνα την καυλάρα σου!» 
Αλλά δεν βρήκα το θάρρος. Είμαι ήδη και πάλι καυλωμένη και μόνο που το σκέφτομαι τι δυνατούς οργασμούς που μπορεί να μου προσφέρει!» και δάγκωσε παιχνιδιάρικα το κάτω χείλος της. Μ' αυτές τις σκέψεις, και με ένα χαμόγελο ερωτικής ευτυχίας, ταυτόχρονα κάτι από μέσα της έλεγε να μην ξεχνά ότι είναι παντρεμένη, αλλά αυτή τώρα αλλού βρέχει, όπως λένε. «Μου αρέσει αυτός ο άνδρας» μουρμούριζε, και μια σκέψη είχε στο μυαλό της. Πότε θα τον ξαναδεί. Έμεινε ακίνητη με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, με μια γλυκιά προσμονή πότε θα ξημερώσει να πάει να βρει τον Λέανδρο και τελικά ο ύπνος την πήρε περασμένα μεσάνυχτα.
Την άλλη μέρα ένα σφίξιμο στο στήθος της έδινε μια νότα αγχωμένης αναμονής για αυτό που θ’ ακολουθούσε. Ήταν αποφασισμένη να πάρει τη μεγάλη απόφαση και να γευτεί το καυλί του Λέανδρου στο μουνί της που θα την έβαζε σε καινούργια μονοπάτια ηδονής και καύλας. Τώρα ένιωθε σχεδόν έτοιμη να το κάνει.
Ο Λέανδρος την περίμενε κοντοστάθηκε καθώς την αντίκρισε από κάποια απόσταση, ένιωσε πέρα από κάθε προσδοκία μια ανέλπιστη χαρά όταν την είδε να έρχεται στο σημείο συνάντησης και ένα αίσθημα πρωτόγνωρου πόθου πλημμύρισε όλο του το σώμα.
Η θέα του της προκάλεσε μια αντίδραση τόσο έντονη, που ήταν σαν σωματικό χτύπημα. Της κόπηκε η ανάσα και η καρδιά της άρχισε να χτυπά άγρια, ενώ ένα κύμα λαχτάρας πλημμύρισε όλο της το είναι. Ένιωθε λες και είχε χρόνια να τον δει, και όχι μόλις ούτε δώδεκα ώρες. Αν και στεκόταν κάμποσα μέτρα μακριά, η Ηρώ ένιωθε μια μεθυστική μαγνητική έλξη. «Είναι επικίνδυνο που είναι και πάλι εδώ», σκέφτηκε. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι δεν ήταν πανευτυχής που τον έβλεπε. Ήταν σαν να τον ρουφούσε με το βλέμμα της, κοιτάζοντας άπληστα αυτό το καλοσχηματισμένο κορμί με τις φαρδιές πλάτες.  Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τρέξει στην αγκαλιά του, στο μέρος όπου ήθελε τόσο να βρίσκεται.
«Επιτέλους ήρθες!» της είπε με ανακούφιση σαν είχε βρει κάτι που λαχταρούσε καιρό. «Έλα, σε περιμένω εδώ και ώρα», της είπε ακίνητος από τη θέση του, καρφωμένος στο ίδιο σημείο. Ήθελε εκείνη με τη  δική της θέληση να τον προσεγγίσει.
Η Ηρώ προσπάθησε ν’ αγνοήσει ένα σφίξιμο στο λαιμό της. Την έλουσε ένας κρύος ιδρώτας, που τον σκούπισε, με το μαντήλι που θαρρείς αυθαίρετα βγήκε από την τσέπη της, πήρε βαθιά αναπνοή κι ακόμη μία, και παραμερίζοντας τον τελευταίο στιγμιαίο δισταγμό της, βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής κοντά του κι ένα μέρος του φόβου εξαφανίστηκε καθώς τον είδε να της χαμογελάει και τη βοήθησε να μπει στο αυτοκίνητο! Μπήκε στο αυτοκίνητο χωρίς να μιλάει. Το μυαλό της έτρεχε. Φανταζόταν πράγματα και ταυτόχρονα φοβόταν. Συνεσταλμένη και ντροπαλή ήταν όλη της την ζωή. Τον αισθάνθηκε να περιεργάζεται διακριτικά το μουσκεμένο από τα δάκρυα πρόσωπό της. Τον κοιτούσε μέσα στα μάτια αμίλητη, και για λίγο απλώθηκε η σιωπή. Είχε βουρκώσει και ήταν έτοιμη να κλάψει πάλι. Ήθελε τόσο ν’ αφεθεί στην αγκαλιά του, να γίνει ένα με το δικό του σώμα. Έτρεμε. Προσπαθούσε να ηρεμήσει αλλά τίποτα. Εδώ που φτάσαμε σκέφτηκε δεν υπάρχει επιστροφή. Το ήξερε ότι τα επόμενα βήματα θα ήταν αμετάκλητα, ήταν όμως αποφασισμένη να ρισκάρει. Ενστικτωδώς την αγκάλιασε και την κράτησε δυνατά στην αγκαλιά του.
«Αλήθεια, είσαι καλύτερα σήμερα;» Ρώτησε και την κοίταξε τρυφερά στα μάτια.Τα χείλια του είχαν ένα δελεαστικό μισοχαμόγελο και το ψηλόλιγνο σώμα του, απλωμένο όπως ήταν, έδειχνε να της κλείνει τη θέα. Η Ηρώ σώπασε μια στιγμή. Έπειτα, μηχανικά, είπε μόνο «Καλύτερα», και ξανάσκυψε πάλι το κεφάλι της.
Ο Λέανδρος δεν την ξαναρώτησε! Μονάχα είχε στυλώσει μεμιάς τα μάτια απάνω της με χαμόγελο και απροκάλυπτη ερωτική ματιά που η Ηρώ την ένιωσε και σκίρτησε. Έμειναν έτσι αμίλητοι λίγες στιγμές δε μίλησε κανείς. Είχαν το ίδιο αίσθημα που είχαν και το βράδυ, το αίσθημα πως κάτι, απρόσμενα και απροετοίμαστα ηδονικό έγινε κει ανάμεσά τους.  Της άρεσε που ήταν ευγενικός, δυναμικός αλλά και πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και αυτό δεν της άφηνε πολλά περιθώρια για δισταγμούς.  Άρχισε να χαλαρώνει. Στη διαδρομή ήταν αμίλητη. Ίσως, ίσως είχα γίνει ένα με τα αισθήματα της ημέρας. Σιωπηλή ημέρα, ηλιόλουστη, δε φυσούσε. Λες και ήθελε η μέρα να θαυμάσει τα δημιουργήματα της ημέρας. Υπό άλλες συνθήκες θα θαύμαζε τις πανύψηλες σκιερές ασημένιες λεύκες, τα λιβάδια, τα απέραντα χωράφια με τους ανθισμένους ηλίανθους, το ποταμάκι που πια καθρέπτης έγινε για να κοιτάξει την ομορφιά της φύσης. Το λίκνισμα του αυτοκινήτου τη νανούριζε γλυκά, κάνοντάς τη να πετάξει μακριά, να ενσωματωθεί στην ομορφιά της φύσης, να γίνει στοιχείο μαζί της. Να γίνει ένα με το γλυκό αεράκι πνέει στο κάμπο. Η Ηρώ έσυρε το δάχτυλο της στο τζάμι του αυτοκινήτου, σα να ήθελε να αγγίξει τις στάλες της πρωινής ομίχλης που νότιζαν το τζάμι απέξω.
Έπειτα γύρισε έξαφνα: Του ζήτησε συγγνώμη για το πουκάμισο και θέλει να την καταλάβει για την αντίδραση της, γιατί ένιωθε αρκετά πιεσμένη καθώς τον τελευταίο καιρό έχει σοβαρά οικογενειακά προβλήματα με τον σύζυγο της.
Και για να σπάσει και ο πάγος του είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου πως σίγουρα θα ξανασκεφτόταν μια αύξηση στο μισθό της ώστε να μπορεί να του αντικαταστήσει με ευχέρεια το πουκάμισο. Του διηγήθηκε και την ιστορία με τους λεκέδες στο φουστάνι της, που μπορεί κάλλιστα να δημιούργησε υποψίες στη νεαρή κοπέλα, αλλά ελπίζει ότι εκτός από φιλική μαζί της είναι εχέμυθη και διακριτική. Ταυτόχρονα του εξομολογήθηκε πως τις τελευταίες μέρες έβλεπε αρκετά περιποιητικό του άνδρα της στη νεαρή κοπέλα και πολλά γυναικεία ναζάκια της μικρής. Αυτό την έκανε να θυμηθεί κάποιες υπόνοιες που είχε ότι η νεαρή κοπέλα δεν ήταν ιδιαίτερα φρόνιμη. 
Αυτό ήταν. Και οι δύο ξέσπασαν σε γέλια και ο πάγος που είχε δημιουργηθεί έλιωσε.. Κάθε αμηχανία σε εκείνη τη συνάντηση διαλύθηκε και η ατμόσφαιρα ήταν λες και ήταν γνωστοί από χρόνια. 
«Είσαι οπτασία. Ευχαριστώ που δέχθηκες και ήρθες πάλι.» της λέει.
Βέβαια του τόνισε πως ότι έγινε-έγινε και για το καλό της θα ήταν να ξεχαστεί, αφού του εξομολογήθηκε ότι όλο το βράδυ την βασάνιζε η προοπτική  μήπως και δεν την δεχόταν ξανά στην εργασία και ακόμη πως ποτέ στην ζωή της δεν είχε νιώσει ανάλογο συναίσθημα για κάποιο άλλο άνδρα έξω από το γάμο της και πραγματικά όλο το βράδυ τον σκεφτόταν.
«Πως με σκεφτόσουν λουλούδι μου.» τη ρώτησε σχεδόν αυτόματα. «σαν Παράδεισο ή σαν κόλαση;»
Τον κοίταξε αινιγματικά. Δεν ήταν που δεν ήθελε να το εκμυστηρευτεί, στον εαυτό της φοβόταν να το ψιθυρίσει. Δε μίλησε έριξε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο, ο ήλιος είχε ανατείλει ψηλότερα κι εκείνη χάιδευε με τη ματιά της το γκριζοπράσινο περίγραμμα των κορυφών της Οίτης και του Καλλίδρομου απέναντι. Έμεινε για ώρα έτσι ακίνητη. «Ξέρεις…» του είπε χαμογελαστά, «για να σου λυθούν όλες οι απορίες. Ποιες είναι οι πιο συνηθισμένες σκέψεις που κάνει μια γυναίκα όταν σκέφτεται έναν άνδρα;.»
«Περιμένω με πολύ αγωνία την απάντησή σας! Θα περιμένω να μου λύσεις τις απορίες όταν νιώσεις έτοιμη ώστε να αισθάνεται πιο άνετα.»
Η Ηρώ έγειρε στο κάθισμα με τα χέρια τυλιγμένα στην κοιλιά της κι άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω, η διαδρομή από το τη συνοικία της μεχρι το κτήμα ήταν μισή ώρα, αλλά για κάποιο λόγο της φάνηκε ότι κράτησε μια αιωνιότητα.  Ήταν λίγο δύσκολο να το συνειδητοποιήσει αλλά το ένστικτο της έλεγε πως  θέλει σαν τρελή αυτός ο άνδρας να την κατακτήσει, θέλει να αγγίξει το κορμί της, να το θαυμάσει και να το κάνει δικό του.! «Έχω καταλήξει να παίζω ένα ιδιότυπο κρυφτό στις επιθυμίες μου ενώ έχω καταλάβει ότι με το όσο περισσότερο προσπαθώ να τον αποφύγω τόσο με καυλώνει ακόμη περισσότερο και δεν είμαι σίγουρη αν τρέχω για να τον αποφύγω ή για να τον καυλώνω ακόμη περισσότερο.
..... Κατά το μεσημέρι η Ηρώ είχε ανεβεί στη σοφίτα να την ταχτοποιήσει. Έμενε προσηλωμένη στο παράθυρο. Καμία κίνηση δεν έκανε. Έβλεπε και περίμενε. Ήταν σήμερα ανήσυχη κι ανυπόμονη, είχε τρόμους στο κορμί της νευρικούς, σα μικρού πουλιού σκλαβωμένου τιναγμούς και τρόμους. Εκεί άκουσε από πίσω της μια φωνή που της έφερε έντονο τρέμουλο και μια ανατριχίλα που διαπερνά το σώμα της. «Ηρώ,» είχε ψιθυρίσει σιγαλά η φωνή, και η Ηρώ γύρισε. Πίσω της στεκόταν όρθιος ο Λέανδρος. Πήγε κοντά, ίσια κοντά της, πήγε σα να μην είχε ξαφνιαστεί. 
«Σε περίμενα, του είπε η Ηρώ, το ήξερα πως κάποια στιγμή θα έρθεις.»  Ήταν έτοιμη πλέον να του παραδοθεί. 
Αυτός άνοιξε τη μεγάλη μπαλκονόπορτα, γυρίζει και της λέει.  «Έλα λίγο στην πίσω βεράντα να σου δείξω την θέα δεν σου την έδειξα την άλλη φορά.»
«Έρχομαι» του λέει. Βγήκαν έξω και της έδειχνε την θέα. 
«Από εδώ θα βλέπεις τη απέραντη θέα του κτήματος με την γυναίκα σου… όταν με το καλό παντρευτείς....» Όποια και να διαλέξει σκεφτόταν, θα είναι τυχερή.  Ο Λέανδρος θα ήταν καλός  σύζυγος, ήταν σχεδόν βέβαιη για αυτό. Δεν είχε κανένα λόγο να καλλιεργεί αυτός τα προϊόντα του κτήματος, ήταν δουλειά που μπορούσε να αναθέσει σε οποιοσδήποτε εργάτη που ήταν στη δούλεψη  του πατέρα του, όμως αυτός ήταν εργατικός, προσόν που εκτιμούσε απεριόριστα η Ηρώ πικραμένη από την ανεμελιά του συζύγου της που δεν έδινε δεκάρα να βρει μια σταθερή δουλειά ώστε να συμβάλει πιο ενεργά και με μεγαλύτερη φροντίδα στη διαβίωση της οικογένειάς του.
Κάποια στιγμή πήγε από πίσω της και την αγκάλιασε, σφίχτηκε κοντά της, κολλώντας απαλά τα χείλη του στο σβέρκο της, με τις χούφτες του της έπιασε τα στήθη και βάζει το χέρι του στον κώλο της και αρχίζει να τη χαϊδεύει και να τη φιλάει στο λαιμό. Η Ηρώ, τρελάθηκε από την καύλα δεν έκανε καμία κίνηση απλά καθόταν. Έδειχνε να της αρέσει και το απολάμβανε.
«Αχ μη! σε παρακαλώ.… Αυτό που κάνουμε είναι λάθος», ανάδεψαν τα χείλη της λόγια σιγανά, αλλά το κορμί της άλλα αναζητούσε. «Μην κάνεις πίσω!» έλεγε. 
Εκείνος την έπιασε από τους ώμους και την κόλλησε στην πόρτα. «Το ξέρουμε και οι δύο πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Ξεκινήσαμε κάτι». Το βλέμμα του κατέβηκε και καρφώθηκε στα χείλη της. «Ήταν θέμα χρόνου, το ξέραμε κι οι δυο. Και δεν πρόκειται να σταματήσει αν δεν το τελειώσουμε». 
«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς». Αυτή εξακολουθούσε να το παίζει έκπληκτη, αλλά συνέχισε να απολαμβάνει τα χάδια του.
«Ναι, ξέρεις». Κόλλησε το κορμί του πάνω της για να της αποδείξει κάτι, ίσως και για να το αποδείξει απλώς και μόνο στον εαυτό του. «Ναι, ξέρεις», επανέλαβε.
Οι χτύποι της καρδιάς της είχαν ανέβει μέχρι το λαιμό της. Αυτό που ένιωθε δεν μπορούσε να το αποκαλέσει φόβο. 
Εδώ κάνει παύση... Σταμάτησε τη διήγηση η Άλκηστις....
«Δηλαδή εδώ τελειώνει η ιστορία σου; Τελείωσες; Τελικά τι έγινε; Η ερωτική τους σχέση όπως τη φαντάζεσαι δεν συνεχίστηκε.;» Ρωτάει η Εριφύλη με αδημονία να ακούσει για την συνέχεια της ιστορίας όπως την διηγείται η ξαδέρφη της.
«Ξαδέρφη βλέπω σε ενθουσιάζουν οι σκαμπρόζικες ιστορίες σαρκικού πάθους κυρίως με τις εξωσυζυγικές σχέσεις και με τη διαγωγή των αξιοσέβαστων κυρίων, όπως ήταν και η πεθερά σου.
Για χάρη σου ας μη αφήνουμε σε εκκρεμότητα… Άκου λοιπόν τη συνέχεια. Μια ιστορία με γεμάτη πάθος σεξουαλική σχέση και με τον τίτλο Μύθος ή πραγματικότητα;.»
Η Ηρώ τη μέρα εκείνη για ακόμη μια φορά δέχτηκε απανωτούς οργασμούς από τον πρωτόγνωρο γι’ αυτήν τρόπο που της πρόσφερε ηδονή ο άγνωστος μεχρι εχθές Λέανδρος. Ο Εργοδότης της αυτό το πανέμορφο αρσενικό. Ίσως να μπορούσε να τον κρατήσει για να τον έχει μόνιμο εραστή της ηδονής της! Ναι! Έπρεπε να σκεφτεί κάποιο τέχνασμα. Κάπως ίσως να υπήρχε κάποια λύση και να τον χαιρόταν στην αγκαλιά της. Αυτές οι σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό της στο μεταίχμιο των οργασμών της. Ο Λέανδρος την αγκάλιασε τρυφερά. Την κοίταξε με πόθο βαθιά μέσα στο σκούρο σαν τον ωκεανό βλέμμα της προσπαθώντας να διαβάσει τις σκέψεις της. Άλλη μια ικανότητα του. Και τώρα «έβλεπε» ότι αυτή η υπέροχη γυναίκα ένιωθε τουλάχιστον ευγνωμοσύνη για αυτόν. Και κάποια αμυδρά ίχνη λατρείας... Αλλά και φόβου... Φόβου για τον εαυτό της. Φοβόταν μήπως τον ερωτευτεί. Φυσικά αυτό δεν χρειαζόταν να το ψαχουλέψει με τις διορατικές ικανότητες του... Ο έρωτας σαν πράξη με τον εραστή αλλά πολύ περισσότερο σαν αίσθημα ήταν απαγορευμένος από τους ηθικούς νόμους των παντρεμένων γυναικών.
Την εποχή που η Ηρώ ξεκίνησε να απολαμβάνει την ηδονή στις ερωτικές συνευρέσεις με τον εργοδότη της, ένα ζευγάρι από τα μέρη της Θεσσαλίας ενοικίασαν ένα μικρο σπίτι μεσοτοιχία με το σπίτι που έμενε η οικογένεια της Ηρώ. Τα σπίτια είχαν μια μεγάλη κοινή αυλή, ανήκαν στον ίδιο ιδιοκτήτη. Το ζευγάρι ήταν λίγο μεγαλύτεροι απ' την ηλικία της Ηρώ.
Ο άνδρας ένας ξανθός ψηλός, εμφανώς αδύνατος, ξερακιανός με λευκό δέρμα. Η γυναίκα είναι ηλικίας τριάντα πέντε ετών περίπου μια μπριόζα, πληθωρική, αυθόρμητη παρουσία, με τα πλούσια σωματικά προσόντα της άφησε κάγκελο τον πεθερό σου, ο οποίος παριστάνοντας τον αδιάφορο και ντροπαλό στους γύρω του, την κοίταξε με όση λαγνεία χωρούσε το βλέμμα του. Ήταν ένα χυμώδες θηλυκό, το οποίο έκρυβε ερωτισμό και καύλα μέσα του. 
Η γυναίκα ουδόλως φάνηκε να ενοχλείται που τα μάτια του άνδρα είναι συνεχώς καρφωμένα πάνω της, απεναντίας το λάγνο βλέμμα του δεν την άφησε εντελώς ανεπηρέαστη. Ήταν κάτι που της προκαλούσε μια αναστάτωση στο μυαλό και μαστίγωνε το κορμί της. Τον κοίταξε  πονηρά μ' ένα γυναικείο χαριτωμένο χαμόγελο με σκέρτσο και με νάζι. Η πληθωρική γυναίκα γνωρίζει πολύ καλά πως να ανάβει φωτιές και να ανεβάζει τη θερμοκρασία στα ύψη με το πληθωρικό κορμί και τα πλούσια προσόντα της και να κερδίζει την εκτίμηση του αρσενικού πληθυσμού.
Ο Κλεομένης ο άνδρας της Ηρώ σου από εκείνη την ημέρα την είχε μέσα στο μυαλό του συνέχεια και δεν μπορούσε να την βγάλει. Ένιωθε κάτι μέσα του να φτερουγίζει. Ένα πρωτόγνωρο ηδονικό αναρρίγισμα διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Εκείνη ήξερε ότι του άρεσε. Κάθε φορά που την συναντούσε η φωνή του λιγώνονταν και όλο του το παρουσιαστικό άλλαζε όψη. Προσπαθούσε να δείχνει ευγενικός και εξυπηρετικός μα καταλάβαινε την έξαψη του, τον ήξερε καλά. Ήξερε ότι έριχνε κλεφτές ματιές στο στήθος της, ακόμη πιο κλεφτές ματιές στον πισινό της και πως από το πρόσωπο επικεντρώνοταν με ηδονική λαχτάρα, στα χείλη της.. Του έριχνε ικανοποιημένη, χαμόγελα όλο υπονοούμενα γνωρίζοντας καλά τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του και τα λαγγεμένα μάτια της μαρτυρούσαν και την δική της ηδονή. Ο Κλεομένης αυτά έβλεπε και ηδονικές ανατριχίλες δονούσαν το κορμί του. Την φανταζόταν σαν ερωμένη του που τον ερέθιζε περισσότερο από την τρυφερότητα και τους ήσυχους, δακρύβρεχτους οργασμούς της Ηρώς.
Ούτε ένας μήνας δεν έχει περάσει από τότε που ήρθε το ζευγάρι και ο σύζυγός αναχώρησε και πάλι. Θα επέστρεφε στη χωριό του όπου είχε κάποιες οικογενειακές υποθέσεις να τελειώσει, πήρε άδεια από την νέα του εργασία και θα έλειπε ίσως δυο με τρεις εβδομάδες. Και κάπου εκεί άνοιξε η συζήτηση για το αν θα μπορούσαν μέχρι αυτός να επιστρέψει η Ηρώ και ο Κλεομένης να νοιάζονται και να προσέχουν την σύζυγο του τη Νικολέτα και αν χρειαστεί να της συμπαρασταθούν και να τη στηρίξουν σα έναν δικό τους άνθρωπο για να μην αισθάνεται ανασφάλεια στη νέα τους κατοικία.
Η Ηρώ τον καθησύχασε ότι αν θα χρειαστεί να ζητήσει κάποια βοήθεια η σύζυγος του να το θεωρεί δεδομένο ότι θα τύχει ανταπόκρισης και θα της συμπαρασταθούν. 
Όταν αναχώρησε ο σύζυγος της η Νικολέτα δεν έχασε καιρό και πολύ σύντομα η κυρία, διαπίστωσε πως ο Κλεομένης ήταν όντως εξαιρετικά προικισμένος από τη φύση και σκοπεύει να της αποδείξει πως είναι ντούρος και βαρβάτος γαμήκουλας, χαρίζοντας της μια πρωτόγνωρη εμπειρία που στις ερωτικές επαφές τους άφηνε τις ερωτικές κραυγές της να φτάνουν μέχρι έξω στις αυλές.
...Η Ηρώ ως συνήθως απουσίαζε απ' τα χαράματα στη δουλειά της και ο ανεπρόκοπος ο Κλεομένης ως συνήθως άνεργος, μόλις είχε γυρίσει απ' την αγορά αναζητώντας μεροκάματο, αλλά επέστρεψε άπραγος, όταν τον βρήκε η Νικολέτα να καπνίζει αραγμένος στο πλατύσκαλο της εξώπορτας στη κοινή αυλή τους. Της φαινόταν πολύ προβληματισμένος.
«Τι κάνεις γείτονα. Πως τα περνάς. Τι συμβαίνει πολύ σκεφτικό σε βλέπω σήμερα. Κάτι σαν συζυγικό καυγαδάκι μου μυρίζει με την Ηρώ ε;» 
«Όχι δεν τσακώθηκα με την Ηρώ, αλλά έχω πολύ σημαντικότερα προβλήματα μαζί της.»
Η Νικολέτα κάτι είχε πάρει το αυτί της για το πρόβλημα του Κλεομένη όταν κρυφάκουσε το ζευγάρι που λογομαχούσαν προχθές (ε, να μη μάθει γιατί λογομαχούσαν;) γιατί η Ηρώ δεν του καθότανε να τη γαμήσει. Η κοπέλα είχε βλέπεις προτεραιότητα να ασχοληθεί με τα παιδιά τους και να ξεκουραστεί μετά από μια κοπιαστική μέρα. Τον κοίταξε με κατανόηση και προσπάθησε να δώσει δίκιο και στον μεν και στο δε. Ήξερε από πρώτο χέρι ότι ο γάμος δεν είναι «παίξε γέλασε», είναι κατάσταση ζόρικη που εξαρχής απαιτεί ειδικό εξοπλισμό: εκτός από παπά, κουμπάρο και κουφέτα, εκτός από κατσαρόλες και σερβίτσια, πρέπει να έχεις και υπομονή (απεριόριστη) και κατανόηση (κυρίως για τα ακατανόητα) και τόσα άλλα που δεν χρειάζεται να τα αναφέρει, αφού ωραιότατα τα έχουν ταξινομήσει όλα αυτά τα βιβλία – εγχειρίδια του τύπου «πώς να σώσετε τον γάμο σας».
«Γι' αυτό έχεις αυτά τα μούτρα γείτονα;» Γελάει; «Βρε τη ρουφιάνα την Ηρώ; Τι του έκανες ρε κούκλα μου του παιδιού και δε μιλιέται; Αχ ρε Ηρώ!»
«Νικολέτα παίζεις με τον πόνο μου!»
Η Νικολέτα χαμογέλασε με καλοσυνάτη ανοχή. «Για συμπαράσταση κερνάω καφέ της παρηγοριάς, βάλε το τσιγάρο και έλα μέσα να τα πούμε! Και γι’ αυτά ακριβώς τα προβλήματα μας αν θέλεις να μιλήσουμε. Τι σε απασχολεί; Φιλικά στα λέω μη με παρεξηγάς. Επειδή σε νοιάζομαι στα λέγω. Εκτός και εάν δεν είμαι καλή παρέα;»
«Είπα εγώ ότι δεν είστε καλή παρέα; Τον καφέ ευχαρίστως, ειδικά από τα χεράκια σου. Έλα που κομμάτι δυσκολεύομαι όμως να σου πω για τα πολύ προσωπικά μου.» 
«Πες μου τώρα ότι έχεις και παράπονα. Τι σου λείπει δηλαδή; Ωραίος άνδρας είσαι! Τι ωραίος δηλαδή μ' αυτό το γεροδεμένο σου κορμί που παίρνεις τα μυαλά στα θηλυκά. Και ωραία γυναίκα για το κρεβάτι έχεις. Τι άλλο είναι αυτό που θέλεις; 
«Ναι ωραία όλα αυτά άλλα δεν αντέχω άλλο. Να σου πω κάτι μεταξύ μας ; Δεν πάει άλλο με την Ηρώ και με αυτό το συνέχεια είμαι κουρασμένη! Σαν άνδρας έχω και άλλες ανάγκες αν με καταλαβαίνεις.»
«Τι θες να πεις δηλαδή; Ότι κουράστηκε η κυρία να της τον χώνεις; Άγιε μου Φανούριε, σχώρα με! Πάλι αμάρτησα και έγινα αθυρόστομη! Δεν το κάνω επίτηδες η ρουφιάνα, μου ξεφεύγουν.»
«Έτσι είναι αποφεύγει το σεξ λες και το χει βαλσαμώσει το μουνί της.»
«Αα είσαι και εσύ, από αυτούς τους στερημένους. Σκέψου και μένα που περνάνε εβδομάδες χωρίς να δω χαρά στα σκέλια μου.» 
Δευτερόλεπτα σιωπής. Η Νικολέτα χαμογελά αμήχανα. Ο Κλεομένης την κοιτά έντονα στα μάτια.
«Δηλαδή  ο Μπαργαλάτσος του νοικοκύρη σου είναι σαν ένα όπλο που δεν μπορεί να κάνει καλά την δουλειά του;.»  
«Γενικά δεν είναι και πολύ του sex, δεν κάνει πολλά πράγματα στο κρεβάτι, δεν έχει φλόγα. Θα έλεγα ότι με πηδάει που και που επειδή πρέπει, η επειδή απλά του το ζητάω επίμονα.» 
«Δεν το πιστεύω! Τι μου λες! Πως γίνεται κύριε από τα Τρίκαλα να έχεις μια γυναίκα σαν την Νικολέτα, καύλα σκέτη και να μη  βάζεις φωτιά στη σεξουαλική σας καθημερινότητα!  Νικολέτα μου άναψες φωτιές και δεν είμαστε πια παιδιά! Απ' όταν σε είδα σε θέλω τόσο.»
«Κούκλε μου η αλήθεια εδώ που τα λέμε είναι πως ένα δίκιο το 'χει η Ηρώ σου,  όλη μέρα δουλεύει σαν σκυλί για τον επιούσιο για τα απαραίτητα που χρειάζεται για να ζήσει η οικογένεια της.... που χρόνος για σένα! Και απ' ότι καταλαβαίνω δεν το έχει και το σεξουαλικό άθλημα στο φόρτε της , αν λοιπόν συμφωνείς και εσύ αφού με θέλεις τόσο εγώ δεν έχω ενδοιασμούς να σε μοιράζομαι σεξουαλικά μαζί της. Αν πραγματικά γουστάρεις δεν έχω αντίρρηση να μου τον χώνεις που και που.»
Αυτός έμεινε κατάπληκτος! Ήταν σα να είχε ακούσει τις μύχιες επιθυμίες που είχε στο μυαλό του. Δεν είχε αντίρρηση τελικά γι’ αυτά που του ζήτησε η νέα γειτόνισά αλλά, δεν είχε συνηθίσει ν’ αποφασίζουν άλλοι γι’ αυτόν. Σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν καθαρό, αποφασιστικό αλλά στο βάθος διέκρινε παράκληση. «Πάμε μέσα στη κρεβατοκαμαρα. Έσβησε το φως και όταν εκείνος μπήκε, τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του κι αναζήτησε τα χείλη του. Αφέθηκε στο αγκάλιασμα της, ανταποδίδοντας το φιλί και σιγά-σιγά την έσφιξε πάνω του, την χάιδεψε αναστατώνοντας τα μαλλιά και την παρέσυρε στον καναπέ για να καταλήξουν λίγο αργότερα στο κρεβάτι…
… Τα σεντόνια, στο κρεβάτι, ήσαν τσαλακωμένα κι ανάστατα λες και είχε περάσει πάνω τους ανεμοστρόβιλος. Ο Κλεομένης δε θυμόταν πόσες φορές -εξάλλου δεν ξεχώριζε κιόλας, πότε άρχιζε και πότε τελείωνε η κάθε φορά - είχαν κάνει έρωτα. Είχε δείξει μια εφηβική δραστηριότητα στην αγκαλιά της ζουμερής γειτόνισσας του. Κι εκείνη τον είχε ανταμείψει με το πάθος και τη λατρεία που του έδειξε.Όταν όμως καταλάγιασε η ερωτική καταιγίδα που τους είχε συνεπάρει, ακολούθησε συζήτηση πως θα διαχειριστούν τη παράνομη σχέση χωρίς διακινδυνεύσουν το γάμο τους.
Την ώρα που αναχωρεί ο Κλεομένης και η Νικολέτα μένει πίσω του στην πόρτα του σπιτιού της, κάνει την εμφάνιση η νεαρή φοιτήτρια που μένει ακριβώς απέναντι σε μια μικρή ανεξάρτητη κάμαρα στη μεγάλη κοινόχρηστη αυλή τους.
Η Νικολέτα χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του λέει. «Γείτονα ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση και χάρηκα που τα είπαμε. Να το κανονίσουμε ξανά.»
«Εννοείται! Ότι χρειαστείς είμαι στη διάθεση σου.»
Η Νικολέτα του χαμογελά και κλείνει την πόρτα πίσω της.
Ο Κλεομένης βαδίζει κάπως ανήσυχος, μοιάζει σαν να τον υποψιάζονται πως κάτι επάνω του προδίδει σε τι είδους κλίνη έπεσε προ ολίγου, κοκάλωσε μόλις είδε τη φοιτήτρια. Βλέπεις πρόσφατα είχαν επιδοθεί σε ερωτικά παιγνίδια μαζί, ακούγοντας ροκ μουσική και διαβάζοντας πορνογραφικά κόμικς στο δώμα της νεαρής γυναίκας.
«Καλησπέρα κύριε Κλεομένη.»
«Καλησπέρα κορίτσι μου, από τη σχολή έρχεσαι;»
«Ναι είχα μάθημα σήμερα… Εσείς καλά είστε;»
«Όλα μια χαρά.»
«Κύριε Κλεομένη μου! Γιατί όταν μου λένε, «ότι χρειαστείς είμαι στη διάθεση σου,» μου μπαίνουν πολύ περίεργες ιδέες στο μυαλό μου.»
«Συγγνώμη Μικρή μου;»…
«Α, όχι, όχι και Μικρή μου! Δε θα με κάνεις όταν γουστάρεις υγρή σα τον Νιαγάρα και μετά θα μου το παίζεις παρθένος οικογενειάρχης. Σε περιμένω στη κάμαρα μου να ακούσουμε και πάλι μουσική!»
Ο Κλεομένης πανικοβλήθηκε με ένα ψήγμα λογικής που του είχε απομείνει και προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
«Αχ… όχι τώρα, όχι τώρα… Σταμάτα θα γίνουμε ρεζίλη!»
«Ένα σου λέω! Να προσεχείς! Κλείστε καλά το παράθυρο και ασφαλίστε το! Η γειτόνισσα τα δίνει όλα και φωνάζει πολύ όταν τη γαμάς και σηκώνει την αυλή στο πόδι. Σαν τη Θεά την αχόρταγη Ιώ τη λυσσάρα! Που όταν τη γαμούσε ο Δίας αποκρατούσε η αχώ από τις φωνές και τα χάι της, από τον Καύκασο ως τις ακτές της Λιβύης.»
«Φαντασιώσεις σου είναι μικρή μου αυτά που λες! Που τα άκουσες αυτά! Άκου όταν γαμούσε ο Δίας!»
«Μουγκρίζει σου λέω η κυρά και απ' το παραθύρι ανεβαίνουν και ταξιδεύουν τα βογγητά της.»
«Σσσσ! Σιώπα, να σε χαρώ κορίτσι μου!» της λέει ο Κλεομένης και έβαλε τρυφερά το δάκτυλο στα χείλη.
«Σε καρτερώ στην κάμαρα, τ' ακούς; και μην αργήσεις!.» Του λέει και η φωνή της κρύβει απειλή.
......Αυτές τις κραυγές άκουσε κάποια μέρα η Ηρώ και κατάλαβε. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα ένιωσε αμήχανα! Στην συνέχεια όταν ακριβώς συνειδητοποίησε τι συμβαίνει, ένιωσε μια περίεργη ανακούφιση, χαμογέλασε και ξεφύξε ένα «ουφ» με ανακούφιση. Σκέφτηκε την καινούργια γειτόνισσα σχεδόν με ευγνωμοσύνη. Τώρα είχε λόγους να νιώθει ανακούφιση. Έτσι, δικαιολογούσε τα αισθήματα της και την απάλλασσε τις ενοχές πως να αντικρίσει τον ανεπρόκοπο άνδρα της όπως πριν, σαν να μην της είχε συμβεί τίποτα. Πάνω από' όλα, όμως, δικαιολογούσε τον εαυτό της και τις αρχές της. Από μικρό κορίτσι που ήταν, πριν ακόμη γνωρίσει τον Κλεομένη, πάντοτε έλεγε ότι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι η απιστία. Μάλιστα, κατηγορούσε με απόλυτο τρόπο όσους ήξερε ή είχε ακούσει ότι είχαν τολμήσει να κάνουν αυτή τη φριχτή αμαρτία και έλεγε ότι όλοι αυτοί θα πάνε στην κόλαση. Και μέχρι σήμερα, αυτή ήταν τύπος και υπογραμμός, ακλόνητος βράχος ηθικής. Τώρα, όμως, είχε προδώσει τις αρχές της χωρίς κανέναν ενδοιασμό, χωρίς καμιά ντροπή τα γκρέμισε όλα. Τελείωσε η άμεμπτη ηθική της, οι πολύτιμες αρχές της είχαν πάει περίπατο. Αλλά το χειρότερο, το πιο φοβερό απ όλα, αυτό που βαθιά μέσα της το ήξερε ήταν ότι ήταν έτοιμη να το ξανακάνει.
Το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό στη συνέχεια ήταν ο Λέανδρος, το υπέροχο αυτό πλάσμα που είχε βρεθεί να κάνει έρωτα μαζί του. Η Ηρώ γέλασε νευρικά. «Να πάρει, είμαι πάλι τόσο ξελιγωμένη.»  Και ένιωσε ένα κάψιμο στο στέρνο όταν τον σκέφτηκε. «Αυτός είναι άντρας, άντρας με όλη τη σημασία της λέξης!.. Να σε παίρνει στα χέρια του και να γίνεται της κόλασης το πύρ.»
Ήταν υπέροχος ένιωθε μέσα της όταν σκεφτόταν τις συνθήκες που το κάνανε. Την ήθελε σαν τρελός, το πάθος τον πλημμύριζε. Η Ηρώ το είχε καταλάβει. 'Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που είχε κάνει έρωτα έτσι, σαν ζώο, κι ήταν η πρώτη φορά που είχε νιώσει πραγματικά γυναίκα. Ντρεπόταν και μόνο που το σκεφτόταν, αλλά ποτέ πριν με τον ανεπρόκοπο τον άνδρα της δεν είχε αισθανθεί έτσι, τόσο ζωντανή. Η ερωτική της ζωή μαζί του δεν ήταν βέβαια κι άσχημη, αλλά, κακά τα ψέματα, είχε βαλτώσει. Υπήρχε τέλμα. Οι αισθήσεις της κόντευαν να αποκοιμηθούν. Μέχρι σήμερα δεν μπορούσε να συγκρίνει. Τώρα, όμως, ήξερε. 'Ήρθε από το πουθενά αυτός ο υπέροχος άντρας και της τα πήρε όλα. Κι εκείνη του είχε παραδοθεί χωρίς κανένα φραγμό, χωρίς καμία αναστολή που την παρέσυρε όπου ήθελε, χωρίς εκείνη να προβάλει καμιά αντίσταση τον άφησε να γευτεί όλους τους χυμούς της και με της δική της σειρά του έδειξε πόσο πολύ ο ήθελε να έχει τη γεύση του δικού του κορμιού. Σίγουρα δεν ήταν στα καλά της κάτι είχε πάθει. Έφερε στο μυαλό της το παράφορο πάθος του Λέανδρου και, χωρίς να το καταλάβει, ερεθίστηκε. Έπρεπε να σκεφτεί τι θα έκανε από εδώ και πέρα. Εδώ το πράγμα ήταν φως φανάρι: ήταν σοβαρό. Μια ακατανίκητη έλξη σαν μαγνήτης την τραβούσε κοντά του. 'Όσο κι αν ντρεπόταν γι αυτό, έπρεπε να ομολογήσει στον εαυτό της ότι και μόνο στη σκέψη ότι αν δεν θα ξανάβλεπε τον υπέροχο εργοδότη της την έλουζε κρύος ιδρώτας. Αντιφατικά συναισθήματα, αλληλοσυγκρουόμενα, οξύμωρα. Αλλά έτσι είναι. Με μερικά πράγματα δεν μπορεί κανείς να κάνει διαφορετικά. Η Ηρώ το είχε καταλάβει κι είχε υποταχθεί στη μοίρα της και στη δίψα που ένιωθε ο ένας για το κορμί του άλλου.
Ο Λέανδρος είναι πολύ αυθόρμητος έντονα σεξουαλικός, φλογερός στο κρεβάτι και ξέρει να ικανοποιεί στο έπακρο το ταίρι του. Και μόνο στη σκέψη του το κορμί της είχε μουδιάσει ενώ το μουνάκι της είχε υγρανθεί και φαντάζεται την αρμύρα του να τη γεύεται με τη γλώσσα του. 
Το σεξ μ' αυτόν είναι μια πρόκληση, ζει μαζί του την κάθε στιγμή και δεν έχει ιδέα ούτε η ίδια ποια θα είναι η κατάληξη τους. Ασε τον ανεπρόκοπο να γαμάει άλλες σκέφτηκε, ούτε που την ένιαξε.
Την επομένη πρωί- πρωί πριν αναχωρήσει η Ηρώ πληροφορεί τη νέα τους γειτόνισσα ότι θα έλειπε από το σπίτι δυο, τρεις μέρες τουλάχιστον και την παρακαλεί αν μπορεί για μια δυο ημέρες και ένα-δύο βράδια να βοηθήσει τον άνδρα της, γιατί αυτή θα μείνει στο κτήμα, ο εργοδότης της έχει να παραδώσει εμπορικό φορτίο από τις καλλιέργειες του και θα ξενυχτίσουν με τους παραλήπτες του φορτίου.(Ήξερε φυσικά ότι η γειτόνισσα θα ξεσκιζόταν με τον ανεπρόκοπο τον άνδρα της, αλλά αυτό έτσι κι αλλιώς δεν την πείραζε καθόλου. Είχαν καταντήσει κάτι σαν συγκάτοικοι που όταν κάποιος από τους δύο είχε απροχώρητες καύλες, κάνανε πάλι το ίδιο σεξ. Εκείνο της ρουτίνας.)
«Θεωρώ πολύ σημαντική την στήριξη σου και θα σου χρωστάω μεγάλη υποχρέωση αν δεν σε σου γίνομαι βάρος.» Της λέει η Ηρώ.
«Όχι βέβαια! Καλή μου! Δε μου γίνεσαι βάρος. Απεναντίας το θεωρώ ευχαρίστηση μου να σε συνδράμω.».
«Ο Σύζυγος αυτή την εποχή είναι άνεργος.. «Να μου πεις πότε δεν είναι», αυτό το μουρμουρίζει μέσα της. Όπως καταλαβαίνεις θα είναι μόνος του στο σπίτι. Τα παιδιά μόλις πρόσφατα για καλοκαιρινή περίοδο έχουν φύγει για το χωριό. Έχουν μια πολύ ιδιαίτερη αδυναμία στον παππού τους (τον πατέρα μου) και στην γιαγιά τους. 
Και εκεί ήταν που η Ηρώ δεν έχασε ευκαιρία, της ανοίχτηκε και απλά της πετάει τη σπόντα με το σεξουαλικό υπονοούμενο.
«Για να μην είσαι και εσύ μες στη μοναξιά, άλλωστε μια πόρτα μας χωρίζει αν δεν σε ενοχλεί και έχεις χρόνο προτείνω να τον βοηθήσεις και στη κουζίνα, να μαγειρεύετε παρέα.» της λέει καθώς την κοιτάζει στα μάτια με σημασία και νόημα, ενώ χαμογελάει πονηρά, με βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα για την κρυφή σεξουαλική τους απόλαυση, που την εκφράζει με έμμεσο τρόπο.
Η γειτόνισσα ξαφνιάστηκε όταν της μίλησε έτσι, αλλά μέσα στην έκπληξή της μάλλον η Ηρώ την διευκόλυνε να φέρει στην επιφάνεια κάποιες από τις απόκρυφες και καταπιεσμένες επιθυμίες της. Έτσι ένοιωσε εκείνη την στιγμή. 
«Πολύ καλή ιδέα! Είναι καλός στην κουζίνα όπως στ' άλλα;» Με το που ξεστομίζει την τελευταία φράση, πάγωσε προς στιγμή, μόλις συνειδητοποίησε τι της ξέφυγε δαγκώνεται και ανασηκώνει αδιάφορα δήθεν τους ώμους και με την ανάποδη της παλάμης σκούπισε το κατακόκκινο και ξαναμμένο κάτω από τις σκούρες αφέλειες πρόσωπο της, μέσα σε ένα κλίμα αμηχανίας. 
Μίλησε τελικά πρώτη η Ηρώ.
«Φυσικά και είναι, αλλά ειλικρινά, αφήνω σ' εσένα ελευθέρα να το διαπιστώσεις. Καταλαβαινόμαστε πιστεύω.» της λέει η Ηρώ και δε συγκρατιέται να μη της χαμογελάσει και πάλι πονηρά.
«Πως-πως. Δηλαδή όχι. Εεε! τι θέλεις να πεις;» κατάφερε να ψελλίσει η γειτόνισσα.
«Έλα κορίτσι μου, μην κομπλάρεις. Κατάλαβα από την αρχή ότι τον γούσταρες τον δικό μου! Και αυτός δεν έχασε καιρό έπεσε με τα μούτρα στο μουνί σου.»
Η γειτόνισσα συνειδητοποίησε ότι όποια αμφιβολία υπήρχε μέσα της έγινε βεβαιότητα ότι είχαν προδοθεί και η Ηρώ όχι μόνο τους υποψιαζόταν αλλά τους είχε πάρει χαμπάρι. «Πως το κατάλαβες ότι εγώ!»
«Φωνάζεις πολύ χρυσή μου όταν κάνεις σεξ και σηκώνεις την αυλή μας στο πόδι.! Αλήθεια δεν σε φροντίζει όσο πρέπει ο δικός σου;» Αποφάσισε να ρωτήσει έξω από τα δόντια η Ηρώ.
«Αυτό είναι το πρόβλημά μου, με τον δικό μου. Για να ικανοποιήσω την περιέργειά σου, αγαπητή μου φίλη για τις ερωτικές μας επιδόσεις με τον δικό μου είναι ότι η περίπτωση του δεν είναι δα και κανένας σπουδαίος εραστής και το κρεβάτι μας περιορίστηκε στον ύπνο.  Αρκετά συντηρητικός και ανεπαρκής στο σεξ και δεν το κάνει πολύ συχνά. Εγώ από την άλλη πλευρά δεν χορταίνω το σεξ, και αυτό είναι το αγκάθι στη σεξουαλική μας ζωή. Μ’ αρέσει να «δοκιμάζω» στο σεξ καινούργια, ακόμα και ακραία πράγματα. Το σεξ για μένα είναι διασκέδαση, γι’ αυτό και βαριέμαι τη μονοτονία και αναζητώ ό,τι με βγάζει από την ερωτική ρουτίνα. Μετά από δέκα χρόνια γάμου, έχουμε χάσει το πάθος ο ένας για τον άλλον, συχνοί τσακωμοί έχουν μπει στη ζωή μας και η ρουτίνα της καθημερινότητας, έχουν κάνει αβέβαιο το μέλλον μας. Έχω τρελαθεί να το κάνω μόνη μου γιατί ο δικός μου δεν τραβάει!» Της ξομολογιέται για να δικαιολογήσει την αμαρτία στην οποία έχουν επανειλημμένα υποπέσει με τον σύζυγο της Ηρώ και η ομολογία της είναι ειλικρινής.
«Σε καταλαβαίνω απόλυτα χρυσή μου γειτόνισσα ξέρεις πως είναι αυτά. Είναι συνηθισμένο  μερικές φορές στις συζυγικές σχέσεις να υπάρχει σε ένα βαθμό απογοήτευση και μια συναισθηματική απομάκρυνση μεταξύ του ζευγαριού. Όσο περνάει ο καιρός, επικρατεί η ρουτίνα και λείπει ο ενθουσιασμός.
Για αυτόν τον λόγο ίσως είναι και μια εύκολη λύση να ονειροπολούμε και να φαντασιωνόμαστε έναν άλλο σύντροφο και πώς θα ήμασταν σε μια άλλη σχέση. Μια γυναίκα μπορεί να  βαριέται μέσα στον γάμο και να αισθάνεται ότι ο άνδρας της, της παρέχει ασφάλεια αλλά της λείπει η περιπέτεια και επιζητεί τον ενθουσιασμό που νομίζει ότι θα της προσφέρει η εξωσυζυγική σχέση. Μπορεί να επιδιώκουμε μια εξωσυζυγική σχέση προκειμένου να νιώσουμε ότι είμαστε ακόμα επιθυμητές. Το συναίσθημα ότι μπορούμε να γοητεύσουμε έναν άνδρα μπορεί να είναι ένα δυνατό κίνητρο για να απατήσουμε τον σύζυγο μας.» 
«Εε.. πες το καλή μου και με κοψοχόλιασες! Είμαι καριόλα εγώ, καριόλης και ο άντρας σου, αλλά μεταξύ μας καλή πουτανίτσα είσαι κι εσύ. Πες μου πως κι εσύ για  άλλον πονείς, και πως σεβντά σου ανάβει μες το στήθος σου τρανό.» και ξέσπασε σε γέλια.
«Όποτε καταλαβαινόμαστε χρυσή μου. Γι αυτό θα στο πω ωμά και ότι κάτσει!  Αν σκέφτεσαι να πέφτεις με τον δικό μου μαζί του στο κρεβάτι μας όταν λείπω δες τι περιμένει από εσένα για να θελήσει και δεύτερο και τρίτο γύρο!» 
«Ναι να το κάνω με μεγάλη μου ευχαρίστηση, αλλά εσένα σίγουρα δε θα σε πείραζε κάτι τέτοιο;»
«Να σου πω την  αλήθεια, έτσι όπως το σκέφτομαι εγώ όχι δεν με πειράζει, αν είναι με τη βοήθεια σου να μου τον κρατάς απασχολημένο να μη ξοδεύει τον κόπο μου, και τα λιγοστά μεροκάματα του σε τσιγάρα και στη χαρτοπαιξία, και το κυριότερο να μη ζητάει απ' εμένα να του κάθομαι.. Καλό θα μου κάνεις αν καταλαβαίνεις.»
«Καλό ακούγεται. Στηρίξου πάνω μου, σε νιώθω, σε καταλαβαίνω και θα καλύψω τα νώτα σου. Σου έχω τον τρόπο να το κανονίσω. Θα του κάνω εγώ κόλπα στο κρεβάτι, που δεν έχει ξαναγευτεί! Θα στον ξεζουμίσω για τα καλά στο γαμήσι μεχρι να γυρίσει ο δικός μου. Ούτε που θα έχει χρόνο να σκεφτεί ότι εσύ υπάρχεις. Γι αυτό και σου λέω χαλάρωσε και αφέσου στο αισθησιακό σου ταξίδι με τον όμορφο εργοδότη σου και γίνου και συ γενναιόδωρη στο σεξουαλικό κομμάτι μαζί του.»
 «Ε…  Τι ώρα πήγε; Φεύγω δε θέλω να αργήσω.» 
Οι δύο γυναίκες ένιωσαν μια φυσιολογική οικειότητα συζητώντας και για τα προσωπικά τους ζητήματα,  μεταξύ τους, κάτι σαν το «είμαι εδώ για σένανε» που αβίαστα τους έβγαλε αθυροστομία και καυστικά πειράγματα. 
«Εντάξει κορίτσι μου βλέπω δεν κρατιέσαι!! Σαν καλόγρια σε μοναστήρι με το μουνί της εργαστήρι. Μωβ λινό φόρεμα, κολλητό, που διαγράφει τα κάλλη σου και αφήνει τρελές υποσχέσεις το θεϊκό ντεκολτέ σου. Είσαι έτοιμη για γαμήσι, όχι για επαγγελματική απασχόληση.»  σχολίασε η αθυρόστομη γειτόνισσα. «Καλά να περάσεις.» Συμπλήρωσε.
«Ρε συ μήπως το παρακάναμε, πολύ ανωμαλία έχει πέσει! Αμ και εγώ, από Θεούσα πάω να γίνω...  άντε μην το πω.» λέει η Ηρώ και έσκασε στα γέλια.
«Πουτανίτσα χρυσή μου. Πουτανίτσα πες το μην ντρέπεσαι. Το πολύ-πολύ να το μάθει καμία κολλητή μας και να πει ότι γέμισε η γειτονιά πουτάνες. Δεν είσαι μόνη είμαστε πολλές.»
«Για αυτό πες στη κολλητή μας ό,τι Ο Βοριάς κι η Τραμουντάνα είπαν τη Νοτιά πουτάνα καλή μου.» Της λέει γελώντας δείχνοντας απόλυτα απελευθερωμένη η Ηρώ.
«Τον έχω δει τον δικό σου! Πρέπει να περνάς ηδονικές στιγμές στην αγκαλιά του κούκλα μου! Καυτός, και σέξι άνδρας. Τέλος πάντων, δικαίωμά μας είναι να κάνουμε ότι μας αρέσει, και αν θέλουμε να συναντήσουμε κάποιο άντρα για να την βρούμε μαζί του, και καλά κάνουμε, γιατί κουμάντο στο μουvί μας κάνουμε οι ίδιες και όχι η γειτονιά.»
«Ναι δεν έχεις άδικο! Είναι πολύ καλύτερος απ' ότι το φανταζόμουν, φλογερός και ανοιχτός σε οτιδήποτε θελήσω, με πολύ ένταση σε ταξιδεύει σε έναν απαγορευμένο κόσμο βουτηγμένο στην αμαρτία και το πάθος.» απάντησε η Ηρώ συμφωνώντας μ' ένα κούνημα του κεφαλιού της. «Τώρα που θα με οδηγήσει αυτή η ιστορία δεν ξέρω. Πάντως προς το παρόν το γλεντάω με την ψυχή μου και η θέση μου στην εργασία έχει εδραιωθεί για τα καλά. Η συνεργασία μας εξάλλου είναι τόσο άψογη, σχεδόν όσο άψογα είναι και τα γαμήσια μας. Είμαι πολύ τυχερή! Τη γλωσσοφαγιά της γειτονιάς φοβάμαι.»
«Και τι τη κόφτει τη γειτονιά, ρε χρυσό μου κορίτσι, τι κάνουμε εμείς, βατσιμάνη στο μουvί μας τη βάλαμε;»
Νιώθοντας η Ηρώ ότι όλα τακτοποιήθηκαν χωρίς ανασφαλείς εκκρεμότητες, ίσιωσε στον καθρέπτη το φρεσκοπλυμένο λουλουδάτο μωβ φουστάνι της, έτριψε με τα δάχτυλά της τον στήμονα ενός κόκκινου ιβίσκου και χρωμάτισε τα μάγουλά της, ύστερα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, διόρθωσε με τις παλάμες της την έντονη κοκκινίλα, πάντα με την προσοχή της στραμμένη στο είδωλό της, έπιασε τα  μαλλιά της σε μια κυματιστή αλογοουρά που πηγαινοερχόταν καθώς με ταχύ βήμα ξεκινάει για την δουλειά της αποφασισμένη να φθάσει έγκαιρα στο τόπο της συνάντησης με τον Λέανδρο και να τον ενημερώσει με τα «καλά» νέα. Είχε ανάψει και οι κόρες των ματιών της λαμπύριζαν από έξαψη. Είχε αισθητά ανανεωθεί το τελευταίο διάστημα κι όχι μόνο από πλευράς εμφάνισης.
Έτσι η Ηρώ που μέχρι να γνωρίσει το Λέανδρο δεν την είχε αγγίξει άλλος άντρας εκτός από το σύζυγο πήρε το κολάι όπως λένε και είχε ξεπεταχτεί που όταν την έβαζε στο κρεβάτι ο Λέανδρος επίτηδες για να του δείξει τολμηρή δεν φορούσε κιλότα, και ακόμη είχε πει στο σύζυγο της ότι κάνει υπερωρίες στην εργασία της, για να χορταίνει αυτή τη σαρκική λαίλαπα, με το γκόμενο της.
Σε μία από τις συζητήσεις που είχαν περί των θεμάτων της, ο Λέανδρος την είχε ρωτήσει αν η δική τους σχέση  έχει αλλάξει και τη σχέση της με τον άντρα της.
«Μπα… ίσα-ίσα, έφτασε στο σημείο να μου τη λέει κιόλας ότι το παρακάνω με την δουλειά μου και αυτός κουράζεται να τα φέρει βόλτα στο σπίτι  με τα παιδιά και το μόνο που τον ηρεμεί είναι ότι κάνει παρέα με τη νέα γειτονισσα και την φοιτήτρια που μένει στο καμαράκι του κήπου μας. Εσένα σε σέβεται και σε θαυμάζει που ολόκληρος επιστήμονας γύρισες και έγινες αγρότης.»
Ο Λέανδρος την είχε πληροφορήσει ότι όλη αυτή την εβδομάδα θα διανυκτέρευε στο κτήμα και της είχε αφήσει υπονοούμενα ότι πολύ το επιθυμούσε να έμενε μαζί του κάποια  βράδια.
«Αν θες, έχω μια ιδέα, που ίσως σου φανεί ενδιαφέρουσα. Με τον σύζυγο σου έχω συζητήσει ότι παραδίδουμε φορτία απ' την καινούργια σοδειά που είχαμε στις καλλιέργειες και σε θεωρώ απαραίτητη στον ελέγχο. Του το τόνισα οι μπορεί να σε χρειαζόμαστε να εργαστείς ακόμη και με την νυκτερινή βάρδια με το αζημίωτο βέβαια. Θα ανταμειφτείς καλά. Λοιπόν εσύ τι λες Λουλούδι μου; Συμφωνείς;»
Η Ηρώ ήταν λίγο διστακτική στο να πει το ναι, αλλά το ήθελε τόσο πολύ, δεν μπορούσε να αντισταθεί στην έλξη που της έφερνε αυτός ο άντρας. Τα ξεχνούσε όλα, και τις ενοχές και τον Κλεομένη 
Τον ρώτησε πως θα γίνει γιατί δε θέλει να χαλάσει την οικογένεια της, αλλά ούτε να χάσει την ευκαιρία να μείνει κάποια βράδια μαζί του στην αγκαλιά του. «Δε θα χάσεις τίποτα Μωρό μου απλώς θα προσέχουμε, άστο σε μένα θα τα κανονίσω όλα εγώ!
«Μέσα, πες πως ήρθα. H πρότασή σου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα. Κανόνισε το εσύ με το Κλεομένη, εμένα μου έρχεται δύσκολο να του το προτείνω, βρες τρόπο, είμαι σχεδόν σίγουρη ότι θα δεχθεί, έτσι άνεργος και ανεπρόκοπος που είναι.»
«Εντάξει θα το κανονίσω εγώ! Και όπως είπαμε θα του εξηγήσω ότι θα πληρωθείς έξτρα για τις υπηρεσίες σου.»
«Εγώ τις άλλες υπηρεσίες φαντάζομαι! Να κάνουμε σεξ ξανά και ξανά. Ελπίζω να  αντέχεις, γιατί με τις νύχτες πάθους που θα σου μείνουν αξέχαστες καυλιάρη μου θα σε ξεζουμίσω για τα καλά.»
Της Ηρώ της ξύπνησαν κρυφές επιθυμίες που κοιμούνταν μέσα της και ήθελε να απολαύσει το σεξ μια ολόκληρη βραδιά με τον Λέανδρο όπως το είδε να ζωντανεύει μέσα στις σελίδες από τα Φώτο-ρομάντζα για μεγάλους που τυχαία ανακάλυψε στο δωμάτιο της νεαρής σπουδάστριας όταν η νεαρή κοπέλα στις πασχαλινές διακοπές είχε φύγει για το χωριό της και είχε δώσει τα κλειδιά του δωματίου στην Ηρώ να της το προσέχει. Περιοδικά με εικόνες ερωτικού περιεχομένου πολύ ξεσηκωτικές και καυλιάρικες που αργότερα έμαθε ότι τα είχε φέρει κάποιος ξάδελφος της ναυτικός από το εξωτερικό και η νεαρή κοπέλα τα έκρυβε από αδιάκριτα ματιά βαθιά σε ένα συρτάρι να της συντροφεύουν τα κοριτσίστικα όνειρα που ξυπνούσαν μέσα της. 
(Η κοπέλα ήταν σχεδόν στα είκοσι δυο της, σπουδάστρια ακόμα «πάλευε για ένα πτυχίο». Επί πλέον δούλευε περιστασιακά και κάποιες φορές πρόσεχε τα παιδιά της Ηρώ και τα βοηθούσε στα σχολικά τους. Είχε μια σχέση, αλλά τον τελευταίο καιρό έχει ξεφτίσει τελείως, κυρίως λόγω της απόστασης και η αγαμία την είχε χτυπήσει κατακέφαλα.  Θες η αγαμία των ημερών, θες ή βαρεμάρα των εξετάσεων του πτυχίου, θες όλα μαζί και ταυτοχρόνως ξεκίνησε και  διάβαζε κάποιες πορνοϊστορίες, τις διάβαζε της άρεσαν και καύλωνε. Η Ηρώ υποψιαζόταν ότι πολλές φορές τις διάβαζε παρέα με τον ανεπρόκοπο και αρχίζανε το παιχνίδι. Το δωμάτιο της είχε μετατραπεί σε ατελιέ, μπουρδέλο, η μουσική έπαιζε, η φαντασία και τα χέρια τους οργίαζαν, το σεξ ήταν η επιβράβευση για κάθε φωτογραφία του περιοδικού. Και έτσι κυλούσε η μέρα, με τσόντες και σεξ, με σεξ και τσόντες, κι έτσι ανακάλυψαν ότι το ένα κάνει καλό στο άλλο. Μπορούσες πια να πεις ότι είχανε γίνει  συνεργάτες στη σεξουαλική δραστηριότητα.
Το νόημα της ζωής ίσως τελικά βρισκόταν κάτω από μια στοίβα ερωτικά περιοδικά ανοιγμένα πάνω στα φτηνά πλακάκια του φτωχικού δωματίου, όταν η μουσική είναι απαλή και κάνει το σεξ ευχαρίστηση σε ασυνήθιστα για την εποχή επίπεδα. Ο άνεργος ανεπρόκοπος είχε βρει το νόημα της ζωής εκείνες τις ημέρες.)
Αυτά σκέφτεται η Ηρώ και νιώθει σαν μια γυναίκα που αναδύεται πιο ώριμη πια έτοιμη να απολαύσει και αυτή τον πόθο του σεξ! Η σεξουαλική της επιθυμία  δεν εκφράζεται ανοιχτά, δεν εκρήγνυται, παρά μόνο σκάβει λαγούμια κάτω από το δέρμα της, και την τυραννάει.
Τα τελευταία χρόνια η Ηρώ λόγω φόρτου εργασίας και πολλών υποχρεώσεων η λίμπιντο της είχε πέσει κατακόρυφα. Γυρνούσε αργά στο σπίτι, και το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει ένα μπάνιο και να ξαπλώσει να κοιμηθεί. Αυτή της η στάση, είχε προκαλέσει την αντίδραση του άντρα της, όπου εκείνος ήταν συνήθως καυλωμένος, αλλά η Ηρώ απ' την άλλη έβρισκε συνεχώς δικαιολογίες να τον αποφύγει.
Όλα αυτά μεχρι που γνώρισε τον Λέανδρο και το «απαγορευμένο» σεξ, τέτοια ηδονή δεν είχε ξαναζήσει, και μαζί του τώρα γουστάρει να γαμιέται σαν σκύλα! Ξεσκίζεται μαζί του στο γαμήσι.
Ποια; Αυτή που οι φίλες την αποκαλούσαν «η ξενέρωτη» γκόμενα. Ντεκαβλέ και κρυομούνα, τώρα ήταν σκέτη φωτιά στο κρεβάτι και «πεινασμένη» για το καυλί του. Ειδικά από τότε που τον γνώρισε, ο ερωτισμός της είχε χτυπήσει κόκκινο και διψούσε για την πούτσα του συνεχώς. Στη σχέση με τον άνδρα της, δεν είχαν καταφέρει ούτε μια φορά να την ικανοποιήσει χωρίς τη βοήθεια του δικού της χεριού. Αντιθέτως  με τον Λέανδρο, από την άλλη,  η σχέση τους διέπεται από έντονη σωματική έλξη και αμοιβαία σωματική διέγερση που κατάφερε να την οδηγήσει στην έντονη εμπειρία να βιώσει πολλαπλούς οργασμούς με το προικισμένο καυλί του απ' την πρώτη φορά που βρεθήκανε σε ερωτικές περιπτύξεις μέρα μεσημέρι στο πάγκο της κουζίνας του σπιτιού του και έκτοτε είναι τόσο έντονη η σεξουαλική έλξη που τους ενώνει ώστε το ζευγάρι να μοιράζεται συχνές σεξουαλικές συνευρέσεις.
Η ενέργεια ανάμεσά τους ήταν τόσο δυνατή που σχεδόν δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν δημόσια μαζί. Όποτε κοιτάζονταν, ήδη άγγιζαν ο ένας τον άλλον. Κάθε τους φιλί ήταν ένα όργιο και διατρέχαν τον μόνιμο κίνδυνο να θέλουν να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον. «Όχι. Όχι ακόμα, όχι ακόμα», του ψιθύριζε καθώς ένιωθε το γυμνό του κορμί δίπλα στο δικό της, στιγμές πριν μπει μέσα της με ορμή.
Το γλυφομούνι του ήταν μια τελετουργία που την οδηγούσε πάντα στην ίδια θεϊκή σεξουαλική κορύφωση, κάθε φορά όμως από διαφορετικά μονοπάτια ηδονής. Το τρυφερό μουνάκι της το υμνούσε με τη γλώσσα του πάντα με σεβασμό και θαυμασμό στο τρυφερό πλάσμα που το κατέχει και πάντα της λέει ότι η «πόρτα του παραδείσου είναι ακριβώς ίδια» μέσα σε ατμόσφαιρα άκρως αισθησιακή και ρομαντική.
Η Ηρώ φθάνοντας στο συνηθισμένο χώρο αναχώρησης όπου την περίμενε ο Λέανδρος με το αυτοκίνητο του, τον βλέπει επάνω στον πεζόδρομο του περιπτέρου χαρούμενος και διαχυτικός να τα λέει με τη νεαρή κόρη της μπακάλισσας απ' το μαγαζί απέναντι, μια ζουμερή, μαυρομάτα, διαχυτική κοπέλα που της έδωσε την εντύπωση ότι προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του χαριεντιζόμενη και ερωτοτροπώνας ξεδιάντροπα μαζί του.
Το περιστατικό της προκάλεσε ανησυχία έσφιξε τα δόντια με θυμό με την ίδια δύναμη που χρειάζεται να δαγκώσει κανείς ένα κομμάτι από καουτσούκ.  
Ήταν τόσο χαρούμενη όταν ξεκίνησε να τον συναντήσει και να του μεταφέρει τα ευχάριστα νέα, ότι το βράδυ θα μείνει μαζί του στο κτήμα και τώρα της βγαίνει κάτι σε θυμό, σε ζήλια, σαν θιγμένη γκόμενα, 
Πήγε να σκάσει. Η αγανάκτηση ήταν συσπειρωμένη σαν ελατήριο μέσα της, ένα ελατήριο που μαζευόταν όλο και περισσότερο. Ένοιωσε μια τεράστια ζήλια! Δεν τη χωρούσε ο τόπος και μόνο που το σκεφτόταν να παίρνει τη θέση της στην αγκαλιά του άλλη γυναίκα και να γαμάει αυτή την άλλη γυναίκα.
«Καλημέρα στο μωρό μου» Της λέει ο Λέανδρος μόλις κάθισε δίπλα του στο αυτοκίνητο, την κοίταξε και της χάρισε το γνωστό έκφυλο χαμόγελο του.
«Καλημέραα!»  μουρμουρίζει βαρύθυμα μέσα από τα δόντια της.
«Τι έχεις ρε μωρό μου; φαίνεσαι χάλια.» Της λέει.
«Εντάξει είμαι! Θα ζήσω!» Ο Λέανδρος διέκρινε λίγο θυμό στη φωνή της.
«Μυστήρια είσαι σήμερα. Τι μύγα σε τσίμπησε; Μήπως δεν θέλεις να έρθεις για δουλειά σήμερα; Χρειάζεσαι ανάπαυση;» 
«Όχι ξεκίνα, έλα πάμε.»
«Α...! Εδώ έχουμε σοβαρό θέμα.»
Επικράτησε ολιγόλεπτη σιωπή, μέχρι που ο Λέανδρος αποφάσισε να πάρει το λόγο για ακόμη μια φορά. 
«Γιατί δεν μιλάς Μωρό μου; Συμβαίνει κάτι;» Σχολίασε γελώντας σαν χαρούμενο κάθαρμα, γιατί κατάλαβε καλά σε τι κατάσταση βρισκόταν η Ηρώ και τους λόγους της δυσθυμία της.
«Μάλλον έχεις μια ιδιαίτερη προτίμηση στα τροφαντά κωλομέρια της ε; Σ' είδα που την γλυκοστάλιαζες.»
 «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο. Δε γινόταν να το κρύψω», της απαντάει και γελάει μέσα απ' την ψυχή του.
«Απλά θύμωσα γιατί δε θέλω, να καυλώνεις με άλλες.»
Ο Λέανδρος σοβαρεύτηκε.«Σταμάτα να διαμαρτύρεσαι, ζουμπούλι και λεβάντα μου,» της λέει. «Σταμάτα μου, βασιλικέ και κατιφέ μου.» Μη μου παραπονιέσαι.
«Πώς να μην παραπονεθώ!» Ή μήπως θα ’θελες να σου κάνω και εγώ τα ίδια;»
«Όχι. Ούτε το θέλω να μου κάνεις τα ίδια, ούτε και σου πρέπει, παντρεμένη γυναίκα.» 
Η Ηρώ κοίταξε το Λέανδρο ξαφνιασμένη. 
«Γαμώτο!» ξεστόμισε «δεν αντέχω» και  του πιάνει τον πούτσο του πάνω από το παντελόνι του, και τον χουφτώνει κάνοντας τον ποιο σκληρό. «Θέλω να με ξαναγαμήσεις άντρα μου.» 
«Μπράβο το κορίτσι μου.! Εγώ να δεις! Γαμώτο! Δεν ξέρω τι να κάνω με σένα! Μου έχει σηκωθεί τόσο πολύ που δε θέλω τίποτε άλλο παρά να βάλεις το χέρι από μέσα και να το τυλίξεις γύρω από τη στύση μου. Αλλά αν το κάνεις, μάλλον θα εκραγώ πρόωρα.»  
«Μμμ αυτό θέλω να κάνω και ΄γω» του μουρμουρίζει με τα βλέφαρά της να τρεμοπαίζουν και να τον κοιτάζει ναζιάρικα συνεχίζοντας να του χαιδευει τον πούτσο πάνω από το ύφασμα και προσπαθώντας να του ανοίξει το φερμουάρ.
«Μωρό μου τώρα που ηρέμησες έχω την αίσθηση ότι από εδώ και πέρα όλα θα κυλήσουν όμορφα και με πολύ καύλα για μας, συμφωνείς;»
Κλείνει τα μάτια της και ξεροκαταπίνει. «Απόλυτα! Σήμερα νιώθω πολύ τσιτωμένη έχω μια απίστευτα έντονη λαχτάρα για χαλάρωση και απελευθέρωση.»
Ο Λέανδρος κατάλαβε ότι θα του έκανε τα πάντα και καύλωσε απίστευτα. Απορούσε πως γίνεται να έχεις τέτοια μουνάρα γυναίκα και να μη την έχεις ξεπατώσει από παντού. Μέσα του όμως χαιρόταν γιατί εξαιτίας αυτού θα γαμούσε μια τέτοια καύλα σε λίγο από παντού.
Όλα έδειχναν καλύτερα: Το χαρούμενο γέλιο του αφ' ενός της ανακουφίζει την ένταση και αφ' ετέρου νιώθει πιο ήρεμη, αισιόδοξη, χαλαρή και ανακουφισμένη.
Στο δρόμο η Ηρώ τον φιλούσε σαν ερωτευμένο κοριτσάκι και αυτός ανταπέδιδε μιας και είχε ξετρελαθεί μαζί της.
«Μωρό μου σου έχω νέα! Με την σύμφωνη γνώμη του ανεπρόκοπου του άνδρα μου την ελευθέρα και μπορώ να μείνω δυο τρία βράδια στο κτήμα να βοηθήσω στις παραδώσεις της συγκομιδής και για να μην χάσω το επιπλέον εισόδημα που το έχουμε μεγάλη ανάγκη.»
«Εγώ να δεις τι νέα σου έχω! Βλέπεις αυτά τα σύννεφα πέρα δυτικά πάνω από τον Παρνασσό;.»
«Ναι τα βλέπω. Αλλά δεν καταλαβαίνω το λόγο που με ρωτάς»
«Χαλάει ο καιρός σήμερα, Μωρό μου! Μετά το έντονο κύμα ζέστης που έχουμε τώρα το πρωινό κατά τις απογευματινές ώρες τοπικά θα έχουμε καλοκαιρινές βροχές, καταιγίδες, αλλά και χαλάζι.»
«Και είναι κακό αυτό;»
«Το κακό είναι ότι είσαι παντρεμένη Μωρό μου. Και το άλλο κακό είναι ότι αναβάλλονται οι παραδώσεις της σοδειάς.»
Η Ηρώ τον κοιτάει ξαφνιασμένη. «Το πρώτο εάν δεν ήταν στη μέση τα παιδιά θα έλεγα…. αυτό δεν είναι κακό, αυτό είναι συμφορά. Για το δεύτερο... δηλαδή δεν θα μείνουμε στο κτήμα τα βράδια;.»
«Δεν ξέρω, θα δούμε! Αυτό εξαρτάται από μία σειρά παραγόντων». 
«Α μη μου λες τέτοια.» Άρχισαν να την ζώνουν τα φίδια και η αβεβαιότητα... Είναι ύπουλο το «θα δούμε» γιατί ξέρει ότι κρύβει ένα όμορφα και διπλωματικά διατυπωμένο «όχι». Η ανεμελιά και ο εφησυχασμός του της προκαλούσαν μια αόριστη ανησυχία.
Αυτός την έπαιζε με τις ανησυχίες της και το απολάμβανε.. Μα δεν άντεξε άλλο να τη βλέπει έτσι, ματώνει η καρδιά του.
«Αν εσύ θέλεις να μείνουμε μωρό μου χαλάω εγώ χατήρι;» 
«Α έτσι εε; αν θέλεις εσύ!… θα τιμωρηθείς γι' αυτό» Δε σου ξαναμιλάω…
«Μου βάζεις πρόκληση τώρα. Αλλά δέχομαι! Πόση ώρα θα κρατήσεις να μην μου μιλήσεις».
«Μμμμμ…» ρουθουνίζει η Ηρώ.
Έχουν φτάσει στο κτήμα και ο Λέανδρος παρκάρει στην αυλή του σπιτιού και η Ηρώ συνεχίζει προσποιούμενη δήθεν την ξενερωμένη την θυμωμένη, ...
Έτρεξε πρώτη μέσα στο σπίτι και ο Λέανδρος την ακολούθησε, άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες για την κρεβατοκάμαρα και ανέβαινε και εκείνος τις σκάλες ακριβώς πίσω της. Του έριξε μια κλεφτή ματιά κάνοντας δήθεν πως έφτιαχνε τα μαλλιά της, άρχισε να ανεβαίνει πολύ σιγά για να την πλησιάσει.
Η μέρα είχε προχωρήσει αλλά τα παντζούρια ήταν κατεβασμένα επιτρέποντας την είσοδο του φωτός στον χώρο μόνο μέσα από τις γρίλιες που σε συνδυασμό με τα θερμά χρώματα της κρεβατοκάμαρας έκαναν τον χώρο να φωτίζεται σε πορτοκαλοκίτρινες αποχρώσεις. Το θέαμα ήταν κάτι παραπάνω από υπέροχο, με την Ηρώ να σωριάζεται με το στήθος στο σαν τραπέζι παραδοσιακό κομοδίνο με τα πόδια τεντωμένα και μισάνοιχτα, ακουμπώντας τους αγκώνες της επάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού, σχηματίζοντας έτσι με το σώμα της ένα γάμα και στήνεται με αυτόν τον τρόπο περιμένοντας τον Λέανδρο για να την γαμήσει πισωκολητά. Όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία του, αποφασίζει να κουνήσει λίγο τον κώλο της για να τον φτιάξει ακόμα πιο πολύ. Το κάνει αργά και χορευτικά κουνώντας μαζί και τη μέση της. Μέσα στην απόλυτη σιωπή συνεχίζει το κούνημα όταν τα χέρια του Λέανδρου άρχισαν να χαϊδεύουν τη πλάτη της κατεβαίνοντας προς τα κάτω, κάνοντάς την να ριγήσει. 
Έσκυψε και με αργές κινήσεις της κατέβασε το κιλοτάκι της. Της το έβγαλε τελείως και άρχισε να χαϊδεύει τα πόδια της από χαμηλά ανεβαίνοντας προς τα πάνω.
«Τι θέλεις Λέανδρε;» Τον ρώτησε προκλητικά.
«Εσένα.» Της απάντησε βραχνά, μην μπορώντας να κρατηθεί μακριά της.
«Να με κάνεις τι μωρό μου;» Συνέχισε στον ίδιο τόνο.
Το πρωινό τους ετοιμάστηκε και μια ακόμη ημέρα της μαρμότας ξεκινούσε. Καφές, δουλειά-δουλειά,  δουλειά και ενδιάμεσα άφθονος έρωτας. Η Θερμοκρασία μετά το πρωινό κυμαινόταν από 30° έως 35°με πολύ υγρασία σ' έναν καθαρό ουρανό.
Απομεσήμερο  Αυγούστου. Εκεί στο τέλος του μεσημεριού και στην αρχή του απογεύματος όπου όλα σιωπούν, άρχισαν οι πρώτες Αυγουστιάτικες ψιχάλες, που εξελίχθηκαν σε περαστική καταιγίδα. Άξαφνα πέρα από τα βάθη τ' ουρανού, σκούρα συννεφάκια άρχισαν να ξεμυτίζουν να προβάλλουν περισσότερο. Ωσάν το καλοκαίρι να’ χε μόλις ξεπορτίσει από κάποιο κρυφό σκιερό δωμάτιο. Σε λίγο ο ήλιος αυτός κρύφτηκε στα σύγνεφα, μαύρες, μαύρες σκιές απλώθηκαν στην εξοχή. Αστραπές και βροντές ακούστηκαν. Σε μισή ώρα στην όμορφη εξοχή, όλα χόρευαν μέσα στη νεροποντή τ' ουρανού. Ξαφνικό καλοκαιρινό χαλάζι πυκνό και κατάχοντρο παράδερνε τα χτήματα, τσάκιζε τις ελιές και τα δέντρα. Αντάρα πυκνή, θολό χάος σκέπαζε και γη και ουρανό. 
Μια ώρα κράτησε η ανεμοζάλη, η πλημμύρα. Ύστερα αγάλι' αγάλια άνοιξε, ξαστέρωσε, τα σύγνεφα σκίρτησαν, μάζεψαν, τράβηξαν δρόμο, σε λίγο χάθηκαν πέρα στις άκρες τ' ουρανού. Ο ήλιος διάφανος, δροσερός αγκάλιασε πάλι την εξοχή, μεγάλοι κόμποι νερού τρεμούλιαζαν στην άκρη των μαδημένων φύλλων των δέντρων των κλημάτων, ο ουρανός άπλωνε τη θολωτή αγκαλιά του πιο γαλάζια, τα πουλιά λουσμένα στη βροχή, φτερούγιζαν να στεγνώσουν ήλιο.
Της Ηρώ πάντα η βροχή της προκαλούσε μια νοσταλγία, για ανεξήγητο λόγο. Είναι κι εκείνη η μυρωδιά του φρεσκοβρεγμένου εδάφους που σε μεταφέρει μονομιάς στη γαλήνη της εξοχής.
Όταν άρχισε να κοπάζει η καταιγίδα η Ηρώ έπλασε ένα σενάριο στο μυαλό της. Γυμνή έβαλε πάνω της μια ανάλαφρη ρόμπα και βγήκε στη βροχή. Όλο αυτό το παραλήρημα της σκέψης και της φαντασίωσης της προκαλεί μια ανατριχίλα, γιατί πλέον, αγνοούσε τον όρο της ανεμελιάς. Την περιλούζουν ευθύνες και πρέπει και βγαίνει στη βροχή, για να σβήσει τη φλόγα, να ρουφήξει το σώμα της νερό, να γυρίσει το κορμί της από τη βόλτα του ως την κόλαση στα επίγεια. «Η βροχή είναι τα δάκρυα του Θεού στη γη», είχε διαβάσει κάποτε σε ένα βιβλίο και τότε κατάλαβε πως για τον ερωτευμένο, αυτά τα δάκρυα είναι ευλογία. Οι κεραυνοί πέρα στη δύση σκίζουν τον απογευματινό ουρανό γύρω τους, σηκώνει το πρόσωπο της στον ουρανό και κλείνει τα μάτια της. Το υγρό αεράκι τη χτυπά και την κάνει να νιώθει ελεύθερη κι εκτεθειμένη στα στοιχεία της φύσης και νιώθει τις τελευταίες ψιχάλες στο πρόσωπο της ...
Βρίσκεται στο χώρο του αρτεσιανού συγκροτήματος μακριά από εξωτερικά βέβηλα βλέμματα.
Ανοίγει το στόμα της για να πιει την βροχή, νιώθει σαν μικρό παιδί όταν βρέχει! 
Περισσότερο τον διαισθάνεται πάρα τον βλέπει, τον νιώθει να στέκεται στην μεγάλη μπαλκονόπορτα του σπιτιού και να την παρακολουθεί να μουσκεύει μέσα στην βροχή εκεί στο γρασίδι ανάμεσα στα δέντρα να γίνεται μούσκεμα παντού και να το χαίρεται και είναι βάλσαμο η βροχή για το φλογισμένο της κορμί που καίγεται να διεκδικήσει τη στοιχειώδη της επιθυμία, να απολαύσει το σεξ μαζί του. 
Ξέρει ότι την κοιτάζει δε χρειάζεται να τον δει! Και ξέρει ότι γρήγορα θα έρθει εκεί κοντά της από πίσω της μέσα στη βροχή. Μυρωδιές, ήχοι, αισθήματα εντείνουν τη διάθεση της για έρωτα και οργασμό
Ναι! Νάτος που τον ακούει να της ψιθυρίζει κολλώντας πάνω της, μέσα στην αντάρα της βροχής και τους κεραυνούς, στέκονται αγέρωχοι αγκαλιά και κοιτάζουν ψηλά τον ουρανό χαμογελώντας, λες και εκείνη τη στιγμή, αγιάζει ο Θεός τη σχέση τους. Γιατί οι σχέσεις είναι πόλεμος ψυχών και οι ψυχές πρέπει να εξευμενιστούν, πριν πάνε προς τη μάχη. 
«Τι κάνεις εδώ μέσα στη βροχή Λουλούδι μου;» Χαμογελάει όταν σκέφτεται πόσο όμορφα ένιωσε την πρώτη φορά που την αποκάλεσε έτσι.  
«Σε περίμενα ήξερα πως δε θα αντέξεις και θα έρθεις!» 
«Ήρθα να σε βρω Λουλούδι μου, δεν άντεχα καυλιάρα γυναίκα μου.» 
Σκύβει πάνω της και νιώθουν την βροχή να κυλάει ανάμεσα στα ημίγυμνα  κορμιά τους να δροσίζει το δέρμα τους και κάνει τα βρεγμένα σώματα τους να γλιστράνε στην επαφή τους. Νιώθει κάθε άγγιγμα του και κολλά πάνω του. Τον νιώθει ψηλότερο και πιο γεροδεμένο και στηρίζεσαι πάνω του. 
Σκύβει το κεφάλι της στον ώμο του και το νερό της βροχής συνεχίζει να βρέχει τα μαλλιά τους σαν χείμαρρος που δε λέει να σταματήσει το ορμητικό πέρασμά του. Αρχίζει να γελά όταν ξεχνάει τα λόγια του και την σηκώνει ψηλά στον αέρα σαν πούπουλο. Κάπου εκεί παίρνει την απόφαση πως πρέπει να τρέξουν σε ένα στεγασμένο χώρο. Βλέπει πως ήταν πιο λογικός από εκείνη. Αλλά στ’ αλήθεια δε χρειάζεται και λίγη τρέλα στη ζωή μας; Λίγο χρώμα, λίγη ένταση;.
Πεινασμένοι κι αχόρταγοι ο ένας για τον άλλον και με σύμμαχο τη βροχή που δε λέει να σταματήσει, το απολαμβάνουν, κι αντί να τρέξουν αναζητώντας καταφύγιο, μείνανε εκεί, χέρι-χέρι και αφέθηκαν στην μπόρα της καταιγίδας. Χωρίς ενδοιασμούς και φόβους κόλλησαν ο ένας στον άλλο δίνοντας παθιασμένα φιλιά!
Τα αναμμένα κορμιά τους πάλευαν να βγουν από τα βρεγμένα ρούχα και να ενδώσουν στο πάθος της στιγμής. Η Ηρώ έγινε ευάλωτη και του δίνει την ευκαιρία να τη πιάσει στα χέρια του, να τη κρατήσει στην αγκαλιά του με έντονη επιθυμία να γευτεί το κορμί της.
Η καταιγίδα είχε δώσει και αυτή τη σειρά της σε έναν καθαρό ουρανό, η δροσιά στο βρεγμένο αέρα και σ' ένα εντυπωσιακό ουράνιο τόξο σε φόντο βαθύ γαλάζιο, που «αγκάλιαζε» όλον τον κάμπο, ενώ από κάτω του μια «ξεχασμένη» βροχοκουρτίνα λειτουργεί ως τροφοδότης των χρωμάτων του εντυπωσιακού φυσικού φαινομένου.... 
Ο ήλιος έγερνε πίσω από τις βουνοκορφές,  και τα βουνά της Αταλάντης και της Χαλκίδας πέρα, πότε φλογίζονταν κατακόκκινα, πότε κολυμπούσαν σε χρυσομάλλη καταχνιά, και πότε άνοιγαν σαν πελώρια μενεξεδένια ανοιξιάτικα μπουκέτα. Η Λαμία χάνονταν ανάμεσα σε τριφυλλοσπαρμένες ραχούλες του στενόμακρου απέραντου κάμπου με την πρασινισμένη στρώση. Αριστερά η κατάγυμνη Όθρυς ατέλειωτη σειρά με χυτά, καταστρόγγυλα βουνά και δεξιά καμάρωνε πρασινισμένη, η ελατοφυτεμμένη και βελανιδοφουντωμένη Οίτη, κι ο Σπερχειός κάτου στον κάμπο φιδωτός, μέγας κι ατέλειωτος, ξεχύνονταν σα γιγαντιαίο ασημοστόλιστο φίδι μέσα στου κάμπου τις πικροδάφνες, τις λυγαριές, τα πλατάνια και τα κυπαρίσσια, ανάμεσα στα πρασινισμένα χωράφια και λιβάδια.
Ο Λέανδρος μετά τη βροχή είχε κάνει το μπάνιο του και χουζούρευε στο κρεβάτι, η Ηρώ τον κοιτούσε και μέσα της σκεφτόταν πώς είναι οι γυναίκες που μπορούν να κατακτήσουν έναν τέτοιον άντρα. Δεν τον είχε δει ποτέ πιο τρυφερό, περιποιητικό και όσο δένονταν μαζί του, αφήνεται και απολαμβάνει τη σεξουαλική της ζωή στην αγκαλιά του. Οι δυο τους είχαν μια πολύ έντονη σχέση, και η ζωή του παράνομου ζεύγους κυλούσε με πάθος και ένταση. Το αγκάλιασμα τους, τα φιλιά τους, το σμίξιμο τους είχαν το έντονο πάθος των παράνομων εραστών. Άρχισε να κουμπώνει τη στέγνη ρόμπα της να καλύψει τη γύμνια της. έντονη σχέση, και η ζωή του παράνομου ζεύγους κυλούσε με πάθος και ένταση. Το αγκάλιασμα τους, τα φιλιά τους, το σμίξιμο τους είχαν το έντονο πάθος των παράνομων εραστών. Άρχισε να κουμπώνει τη στέγνη ρόμπα της να καλύψει τη γύμνια της. 
«Μην ντύνεσαι, Μωρό μου. Θέλω να σε βλέπω γυμνή.» 
Την είχε κάνει ολότελα δικιά του. Αν και το μυαλό της ήταν πολύ πιο διστακτικό από το κορμί της, καταλάβαινε ότι αυτή η ερωτική τρικυμία του Λέανδρου δεν ήταν απλά ένα μπουρίνι αλλά μια κοσμοχαλασιά καύλας που θα χυνόταν όπως στο κορμί της έτσι και στο μυαλό της και θα το κατέκλυζε.
Το κορμί της τρίφτηκε πάνω στο δικό του. Οι σκληρές ρώγες της βουρτσίστηκαν πάνω στο δασύτριχο στήθος του και η γλώσσα της χώθηκε στο στόμα του αναζητώντας τη δική του. Όλο αυτό το ανακάτεμα των αισθήσεων την είχε μεθύσει. Δεν υπήρχε βρωμιά, ούτε αηδία... Μόνο ένας πόθος που έκαιγε ασταμάτητα μέσα της. Ήθελε να δοκιμάσει τα πάντα μαζί του. Ήθελε να κάνει τα πάντα. Ήθελε να μάθει ότι έχει σχέση με τον έρωτα από αυτόν τον αρρενωπό άνδρα.
Ρούφηξε το σάλιο του διψασμένα δοκιμάζοντας για πρώτη φορά τη γεύση από τα υγρά του οργασμού της. Της άρεσε αυτή η υφάλμυρη αίσθηση στη γλώσσα της. Τα δάχτυλα της άρχισαν τώρα να εξερευνούν το δικό του κορμί. Έπαιξε για λίγο με τις τρίχες του στήθους του. Μετά δειλά - δειλά ακούμπησε τις ρώγες του. Ο Λέανδρος την κοιτούσε με βλέμμα γεμάτο γλύκα και πόθο της ψιθύρισε:
 «Κάνε ότι θέλεις πάνω μου. Μην ντραπείς… Μην διστάσεις. Άσε τα ερωτικά σου ένστικτα να σε οδηγήσουν. Μόνο έτσι θα νιώσεις την απόλυτη ηδονή θα φτάσεις στα όρια του ολοκληρωμένου έρωτα. Να θυμάσαι μόνο αυτό: Δεν υπάρχει τίποτε άσχημο ή βρώμικο ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που ποθούν ο ένας τον άλλον…»
Οι κραυγές ηδονής της όμορφης Ηρώ αντηχούσαν σε όλο το σπίτι με αντίλαλο. Ευτυχώς που η κατοικία βρισκόταν στη μέση του απέραντου κάμπου. Κανείς περαστικός δεν μπορούσε να ακούσει τις κραυγές, και τα παρακάλια της για περισσότερη ακόμη ηδονή. Ευτυχώς γιατί θα καλούσε σίγουρα περιπολικό πιστεύοντας πως μέσα γινόταν έγκλημα.
....Η νύχτα ακολουθούσε αργά το μακρόσυρτο δείλι του καλοκαιριού. Ο ήλιος βασίλεψε, στην άκρη του ατέλειωτου κάμπου, και χάθηκε πίσω από τις βουνοκορφές της Οίτης και της Γκιώνας. Η νυχτερινή γαλήνη απλωνόταν χαρωπή στον πλατύ κάμπο. Πέρα απ' τα βουνά της Εύβοιας, σιγοπρόβαλε το φεγγάρι. Το βραδινό αεράκι θρόισε απαλά μέσα στις φυτείες του βαμβακιού που βρίσκονται στο στάδιο του ανοίγματος. Πάνω στα δέντρα κούρνιασαν τα πουλιά, μέσα σ' όργιο από φωνές. Σιγά-σιγά απλώθηκε σκοτάδι στον κάμπο, που και που κανένας γρύλος σπάει τη σιωπή και τα αστέρια φωτίζουν τον ουρανό. Με το πέσιμο του Ήλιου σηκώθηκε ένας άνεμος ζεστός, υγρός, φουσκοδεντρίτης και από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα έμπαινε λεύτερος στην κρεβατοκάμαρα. Ο Λέανδρος  κατέβηκε στο σαλόνι έβγαλε δυο ποτήρια από το ντουλάπι και ένα ανοιχτήρι, άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί, έβαλε λίγο να το δοκιμάσει, ήταν ένα πολύ  ωραίο λευκό κρασί, και ανέβηκε ξανά στη κρεβατοκάμαρα. Αράξανε οι δυο τους στις ξαπλώστρες της μεγάλης βεράντας, σχεδόν απέναντι ο ένας από τον άλλο με τα ποτήρια στο  χέρι και το παγωμένο κρασί να τους φτιάχνει ακόμα περισσότερο τη διάθεση. Η βραδιά ήταν ζεστή βαθύ σκοτάδι και ερημιά επικρατούσε γύρω τους και τα άστρα τρεμόπαιζαν αδύναμα στο ρυθμό του «μαέστρου» αέρα που φυσούσε απαλά σα χάδι στις βαμβακοφυτείες και τους αμπελώνες πέρα από τα αιωνόβια κυπαρίσσια. Η Ηρώ έψαχνε για λίγο θόρυβο, για λίγη ζωή, μα όλα ήταν γύρω μαύρα και έρημα. Η ώρα έχει πάει δέκα και το απαλό αεράκι του Αυγούστου της χτυπά το πρόσωπο και της χαϊδεύει απαλά σαν χάδι τα μαλλιά. Αναπνέει αργά, γεμίζει τα  πνευμόνια της με αέρα και κοιτάζει ψηλά στον ουρανό ψάχνοντας ένα σημάδι για τα έργα της και τη συμπεριφορά της. Δεν ξέρει γιατί αναζητά σημάδια αφού «ποτέ δεν ήμουν φανατικά θρήσκα», συλλογίζεται καθώς η Ψυχή της βρισκόταν σε τρομερό δίλημμα. Είχε καταπατήσει τους γαμήλιους όρκους της με τον φλογερό εραστή της. Γύρισε το βλέμμα της στον Λέανδρο. Τα καστανά και μελαγχολικά του μάτια εκείνες τις στιγμές ήταν κάπως σκεφτικά σαν να ταξίδευε και ο ίδιος κάπου αλλού. Το καλογυμνασμένο σώμα του και τα πυκνά μαλλιά του έδιναν μια επιπλέον γοητεία που ταίριαζε με την  ηλικία του. 
«Ωραία βραδιά απόψε, συμφωνείς;» Της λέει ο Λέανδρος και γύρισε το πρόσωπο του αφήνοντας ένα αχνό χαμόγελο να του ξεφύγει δημιουργώντας δύο μικρά λακκάκια στα μάγουλα του που τον έκαναν ακόμα πιο γοητευτικό. Το ζεστό του χαμόγελο, τα όμορφα μάτια του αλλά κυρίως η ηρεμία του προσώπου του την έκαναν να χαλαρώσει
«Πόσοι νομίζεις πως είναι τυχεροί σαν εμάς να κάθονται εδώ βλέποντας αυτό το θέαμα;», της είπε ο Λέανδρος σχηματίζοντας πάλι εκείνα τα λακκάκια στα μάγουλά του που τον έκαναν να μοιάζει με μωρό.
«Η ζωή παίζει παιχνίδια μωρό μου, και αλίμονο αν δεν ξέρεις πώς να παίξεις και εσύ μαζί της. Ένα αλισβερίσι είναι η ζωή, ένα αέναο πάρε δώσε».
«Και ποιος ορίζει τι είναι σωστό, ποιος ορίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνεις;» ρώτησε αμέσως η Ηρώ πίνοντας πάλι λίγο από το ποτήρι της βάζοντας σε σκέψεις τον Λέανδρο. 
«Συνήθως μωρό μου, αφήνουμε τα συναισθήματα να μας παρασύρουν και δυσκολευόμαστε να σκεφτούμε λογικά και να οριοθετήσουμε τον εαυτό μας. Τελευταία γουλιά. Εσύ ή εγώ;», είπε ο Λέανδρος δείχνοντας το μπουκάλι.
«Εγώ για να πάρω την δύναμη να συνεχίσω αυτό που άρχισα όταν σε γνώρισα» είπε η Ηρώ πίνοντας την τελευταία γουλιά. 
Η Ηρώ άφησε το άδειο μπουκάλι κάτω, σηκώθηκε όρθια, ίσιωσε το κορμί της και κατευθύνθηκε προς τα κάγκελα της βεράντας στην άκρη, βλέποντας προς το φεγγάρι. Ανέμισαν τα μαλλιά της στο ζεστό τ’ αγέρι το βραδινό, ανέμισε και το λευκό νυχτικό της. Ήταν πλέον έτοιμη, να του δοθεί και πάλι, έκλεισε τα μάτια της και ένιωθε τη ζεστή πνοή του ανέμου να της χαϊδεύει τα μάγουλα. Ένιωθε ήρεμη, όταν ένιωσε το ζεστό του χέρι να την τραβάει από τη μέση και να την φέρνει κοντά του. Της χαμογέλασε και άρχισε να της μιλάει και να της λέει πως αξίζει να δώσει μια-δυο μέρες παράταση στον εαυτό της να μείνει μαζί του στο κτήμα, πως ο χρόνος είναι αλήτης και περνά γρήγορα.
«Δε θα καταλάβεις πως θα περάσουν οι μέρες.» είπε και δεν την άφησε από την αγκαλιά του.
Σκέψεις, σκέψεις μέσα στο μυαλό της, ένα κουβάρι που προσπαθεί να ξετυλιχθεί και όλο μπερδεύεται περισσότερο. «Μα τι έχω πάθει τέλος πάντων μ' αυτό τον άνδρα που εξελίσσεται να μου γίνει ο μόνιμος εραστής μου;», σκέφτηκε. Η ερωτική επαφή τους ήταν όχι μόνο μη επιτρεπόμενη από τους ηθικούς νόμους αλλά και απαράδεκτη και από την κοινή γνώμη.
Έπρεπε λοιπόν να βρει κάποια λύση. Αργότερα όμως. Τώρα ένιωθε την καύλα της να φουσκώνει ξανά, σεξουαλική ζωτικότητα και διέγερση να κυριεύει το κορμί της και αυτή η εκτεταμένη επαγγελματικη επαφή τους χωρίς περιορισμούς, έβρισκε ισχυρά ερείσματα και διευκόλυνε τη σύναψη ερωτικών και σεξουαλικών σχέσεων ανάμεσα τους.
Όταν έσμιγαν η καύλα που ένοιωθαν ήταν απίστευτη, όπως και τα γαμήσια που έκαναν ήταν απίστευτα. Η κυρία ήταν Sexy θηλυκό που προκαλούσε σεισμό στο πέρασμά της, μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Του Εραστή της του έπαιρνε τον πούτσο του αναμμένη λαμπάδα και του τον επέστρεφε καμένο φιτίλι!
........ Η Άλκηστις έκλεισε την ιστορία της με μια διαπίστωση.  
«Περιγράφοντας κανείς την λεπτομέρεια κάνει την διαφορά, φωτογραφίζει τις στιγμές με μεγαλύτερη ακρίβεια και από την φωτογραφία! Θα ήθελα να ακούσω την άποψη σου! 
Εγώ πιστεύω ότι την εποχή εκείνη η Ηρώ είχε αυξημένη αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση, πίστη στον εαυτό της και στο ότι αξίζει το καλύτερο. Είναι ώριμη, απολαμβάνει και εκτιμά το ερωτικό παιχνίδι, το καλό σεξ και το απαιτεί. Αν και ανετράφει με αυστηρές αρχές που καταπίεζαν τις ερωτικές της επιθυμίες, τώρα αφήνοντας στην άκρη τα ταμπού της και μην κάνοντας εκπτώσεις στα «θέλω» της  αισθάνεται ώριμη, απολαμβάνει και εκτιμά το ερωτικό παιχνίδι, το καλό σεξ και το απαιτεί απολαμβάνοντας με τον εραστή της ερωτικές εμπειρίες. Η σεξουαλική της επιθυμία είχε «ανθίσει». Είναι μια γυναίκα που εκπέμπει σεξουαλικότητα, είναι απελευθερωμένη έχει φαντασιώσεις για τις οποίες δεν ντρέπεται, αλλά επιδιώκει να τις πραγματοποιήσει και είναι πρόθυμη και ικανή να προσφέρει δυνατές σεξουαλικές συγκινήσεις στον εραστή της, ενώ ταυτόχρονα θα αντλεί και η ίδια τη μέγιστη ικανοποίηση. Είχε πάρει την απόφαση της να βάλει σε προτεραιότητα και την δική της ερωτική ικανοποίηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα παράτησε όλα για το σεξ. Δεν το άφηνε να της γίνει έμμονη ιδέα και να χαλάσει το σπίτι της. Απλώς, άλλαξε κάποιες καταστάσεις, στη ζωή της.
Δουλειά, σπίτι, παιδιά, η καθημερινότητα της. Πέρασε ήδη δώδεκα χρόνια παντρεμένη, δύσκολα πάρα πολύ δύσκολα χρόνια. Ο άνδρας της ήταν ένας κλασσικός ανεπρόκοπος άνδρας του νότου. Βοηθούσε όσο μπορούσε στην οικογένεια αλλά στα δύσκολα, ως μια απαραίτητη συμμετοχή απουσίαζε από το πλευρό της στις κρίσιμες στιγμές στο επίπεδο του νοικοκυριού. Η συνεισφορά του και η στήριξη του στο κοινό τους αγώνα για την επιβίωση παρέμενε ανεπαρκής.  Ασε που τελευταία, συνέχεια της μιλούσε για το γάμο τους και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όντας υποχρεωμένος να τη παντρευτεί γιατί η πρόωρη εγκυμοσύνη της ήταν, μάλλον, εκείνη που είχε επισπεύσει το γάμο γιατί αυτός δεν ήταν ώριμος, για έγγαμο βίο.
Όταν λοιπόν συναντούσε τον Λέανδρο ένιωθε τόσο καλά αλλά και τόσο ενοχικά ταυτόχρονα. Ένιωθε ακόμη τόσο πολύ καυλωμένη, έτοιμη για καυτές αμαρτίες και ανυπόμονη να γαμηθεί μαζί του, με όλους τους τρόπους. Ξεντυνόταν με τρόπο διεγερτικό. Όταν τελείωνε, εκείνος ήταν ήδη γυμνός και ξαναμμένος από την ομορφιά του κορμιού της. Εκείνη, έμενε για λίγο εκστατική, με το βλέμμα στο υπογάστριο του και ύστερα προχωρούσε προς το μέρος του κι έπεφτε στα γόνατα μπροστά του. Μόνο που δεν προσευχόταν αντικρίζοντας το στητό του πέος! Κυλιόταν μαζί του στο κρεβάτι όπως η αχόρταγη φτιασιδωμένη οδαλίσκη που χρειάζεται το βαρβάτο εραστή της! Και εκεί στο αμαρτωλό κρεβάτι που οι δυο τους λάτρευαν την σαρκική ηδονή, γινόταν αθυρόστομη και αισχρολόγος, και ανάμεσα στ’ αγκομαχητά της ηδονής, ακουγόταν, γεμάτη ηδυπάθεια η φωνή της. 
«Τέτοιο γνήσιο αρσενικό και νταβραντισμένο εραστή ήταν που ήθελα η πουτάνα! Πω-πωωώ τι είν’ αυτό που βυθίζεται μέσα μου, τόσο αδιάντροπα! Θεέ μου είμαι μια αμαρτωλή αλλά έχεις μια ψωλή!» 
Η όμορφη χωριατοπούλα με τη λιγοστή ερωτική της πείρα έμαθε να ικανοποιεί όλες τις ερωτικές ανάγκες τους, χωρίς ποτέ ν' απειλήσει τις καρδιές τους. Όμως τα πράγματα ανάμεσά τους παίρνουν φωτιά και στο σεξ είναι ασυγκράτητοι. Ανελέητοι. Σύντομα, αυτή η σχέση που ξεκίνησε σαν μια εφήμερη και παράνομη ερωτική σχέση παίρνει μια αναπάντεχη τροπή. Αρχίζει να γίνεται κάτι που κανένας από τους δύο δεν είχε προβλέψει. Η σχέση τους, οδήγησε σε έναν δρόμο αφύπνισης των επιθυμιών και των αισθήσεων και ασύγκριτες αισθησιακές στιγμές ηδονής, που ποτέ δεν είχαν φανταστεί πως θα μπορούσαν να νιώσουν..
Και οι δυο τους ήξεραν πως ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα ερωτική περιπέτεια και πως δεν θα υπήρχε σοβαρή συνέχεια. Ο Λέανδρος πειράχθηκε για λίγο όταν διέκοψαν μα την ξεπέρασε.

Click to Open
Ερωτική Μυθοπλασία ΙΙ: (Μέρος 4)
.....
 
Web Informer Button